Παρασκευή 7 Ιανουαρίου 2011

Παιδαγωγικές ιστορίες.Β'

 
Στην Αφρική γελούν...για να μην κλάψουν
μια παλιά ιστορία
Δεκαετία του 1950. Ο κόσμος είναι ακόμη ανάστατος από τους εμφυλίους πολέμους –ένα φρικτό υποπροϊόν του Δεύτερου Παγκόσμιου. Η Γερμανία –δικέφαλος αετός που του κόπηκαν τα φτερά, κλεισμένος σε δύο απόμακρα μεταξύ τους κλουβιά- προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές που άφησε στην ψυχή τού λαού της ένας ψυχασθενής ρατσιστής. Η νικήτρια Μεγάλη Βρετανία έχει υπό την κυριαρχία της σχεδόν το ¼ του εδάφους και του πληθυσμού όλης της Γης… Όμως ο Ήλιος αυτής της αυτοκρατορίας θα αρχίσει να δύει στον ορίζοντα της γης των Kikuyu. Από την άλλη πλευρά της υφηλίου, η απελευθερωμένη Ελλάδα προσπαθεί κι αυτή ν’ αναπνεύσει και πάλι το κλίμα της, το πιο τυπικά μεσογειακό: της ελιάς. Στους δρόμους της Καλλιθέας, στην Αθήνα, πείνα, ορφάνια κι έριδες δεξιά κι αριστερά. Αναμνήσεις από τα σκελετωμένα παιδιά του πολέμου που τα μάζευαν με τα καρότσια. Όπως κάνουν ακόμη και σήμερα σε κάποιες περιοχές της Αφρικής.
Το 20-χρονο Μαρικάκι, το αγοροκόριτσο της Δέσποινας της Μικρασιάτισσας -που τ’ όνομά της θυμίζει τραγουδίστρια του ρεμπέτικου- διαβάζει μία παράξενη επιστολή που έλαβε από τον Ερυθρό Σταυρό: Ο θείος Διονύσης βρέθηκε! Ζει κάπου στην Αφρική και καλεί τ’ ανίψια του να φτιάξουν εκεί μια καλύτερη ζωή. Καλύτερη για εκείνους –που είναι λευκοί-, όμως για τους Αφρικανούς… ποιος τους ρωτάει;
Το Μαρικάκι (πρώτη φορά σ’ αεροπλάνο –ελικοφόρο της SAS), παρατηρεί έκπληκτη απ’ το παράθυρο τη μαγγρόβια βλάστηση: δέντρα φυτρώνουν μέσα απ’ τη θάλασσα! Τι θαύμα! Mombasa, Dar es Salaam, θορυβώδης προσγείωση. Welcome to British Africa!
Μακρύς ο δρόμος για το σπίτι με το παλιομοδίτικο jeep που βογκάει στους κακοτράχαλους δρόμους. Σύννεφο η σκόνη από κοκκινόχωμα. Στον ορίζοντα, πίσω από τις ψηλόλιγνες αφρικανικές ακακίες που τις κλαδεύουν οι καμηλοπαρδάλεις για να βοσκήσουν, ο ουρανός είναι μολυβί. -“Θα ‘ρθει masika, πάλι θα πλημμυρίσουμε”, γρυλίζει ο θείος Διονύσης βρίζοντας (hakuna matiti) στα kiswahili, τη διεθνή γλώσσα της ανατολικής Αφρικής με τα μπαντουικά και τα αραβικά στοιχεία. Το σπίτι, κάπου ανάμεσα στη λίμνη Tanganyika και στο βουνό Kilimanjaro –το ιερό όρος του θεού N’gai-, πανομοιότυπο εκείνου της Δανέζας Karen Blixen από την ταινία Out of Africa. Το Μαρικάκι, σαν μωρό, ζητάει την άδεια του θείου να τρέξει ανάμεσα στις πολύχρωμες τουλίπες. Ξαπλώνει στα λιβάδια με λαχτάρα και γεμίζει την αγκαλιά της με λουλούδια. “Βλέπεις, το κλίμα εδώ μοιάζει μ’ εκείνο της Ολλανδίας”, εξηγεί ο θείος. Στο βάθος, η φυτεία σιζάλ της οικογένειας. Στο μεγάλο σαλόνι, το δέρμα μίας λεοπάρδαλης, χαλί στο πολύτιμο ξύλινο πάτωμα. Δόντια σουβλερά στ’ ορθάνοιχτο στόμα και ματιά γυάλινα. Τη σκότωσε, λέει ο μπάρμπα-Διονύσης, με τα ίδια του τα χέρια. Δυνατός άνθρωπος! Για να μπορεί να επιβιώνει στην Αφρική… Το Μαρικάκι προσγειώνεται σ’ έναν κόσμο σκληρό. Αυτόν που καταστρέφει τη φύση για το καπρίτσιο κάποιου μισαλλόδοξου κυνηγού. Το πρόσωπό της συννεφιάζει. Σαν την τροπική masika. Από την κουζίνα ακούγεται η έντρομη κραυγή της Fatuma Shirazi, της χοντρής μαγείρισσας από το νησί Funzi του Ινδικού Ωκεανού, με τα πολύχρωμα φορέματα και τους περίπλοκους κεφαλόδεσμους –τα υφάσματα kanga και τα kitenge, που γράφουν: Baada ya dhiki faraja: μετά τις δυσκολίες, μάς περιμένει η ευτυχία. Τα μυρμήγκια siafu έχουν καλύψει την κούνια του μικρού Dennis. Παρ’ ολίγο να το κατασπαράξουν το μωρό. Πιο πέρα, στη γωνία, κάτω απ’ το baobab -το ιερό δέντρο- ο Adjabu κοιμάται τον ύπνο της μύγας tse tse. Ήταν κάποτε παλικάρι δυο μέτρα. Σωστός πολεμιστής των Samburu από τη βόρεια Κένυα. Μυώδης και στολισμένος μ’ ένα σωρό χαϊμαλιά από μικροσκοπικές μπλε, κόκκινες, κίτρινες και πράσινες γυάλινες χάντρες. Τον είχαν πάρει για υπηρέτη από πολύ μικρό. Λένε, μάλιστα, οι κακές γλώσσες, ότι ίσως και να ‘ταν καρπός ενός εφήμερου έρωτα του Διονύση και κάποιας Αφρικανής… Και τώρα, αυτό το περήφανο σώμα λιώνει από την ασιτία.
Μέρες αργότερα, μία βόλτα στη σαβάνα. Με μηχανή Harley. Μπροστά ο Κώστας, ο αδερφός, και πίσω το Μαρικάκι. Μέσ’ την τρέλα τα νιάτα!... Μια λέαινα αγριεμένη τους επιτίθεται. “Μη! Σε παρακαλώ! Μην την πυροβολήσεις! Έχει μικρά…”, ουρλιάζει κλαίγοντας από λύπηση κι από φόβο το Μαρικάκι. Μ’ έναν πυροβολισμό στον αέρα, το λιοντάρι χάνεται στην απεραντοσύνη του Serengeti. Πίσω στο σπίτι με τις τουλίπες. Ο Ramazani, ο μουσουλμάνος υπηρέτης –μακρινός απόγονος των αράβων του ομανικού Βασιλείου της Kilwa, από τη νότια Κένυα, που γεννήθηκε εκεί, ανάμεσα στα πέτρινα, γκρι τζαμιά, τα μισοθαμμένα ανάμεσα στα πανύψηλα δέντρα του Gedi, έχει ήδη πλύνει τη λευκή του κελεμπία, και στην ίδια μεταλλική, τρύπια, βρώμικη λεκάνη βάζει τώρα να φάει. Λουκάνικα που μόλις του έχει πουλήσει ο άλλος αδελφός, ο Θόδωρος. Τον έπεισε ότι είναι από μοσχάρι. -“Μα, αφού ξέρει ότι οι μουσουλμάνοι δεν τρώνε το χοιρινό. Καλώς ή κακώς. Γιατί δε σεβάστηκε την τοπική κουλτούρα; Εμείς γιατί θυμώνουμε όταν κάποιοι δεν σέβονται τον ελληνικό πολιτισμό; Γιατί δεν του επιτρέπουν να πλύνει τα ρούχα του μαζί με τα δικά μας; Και γιατί δεν τρώει ό,τι κι εμείς, στο σαλόνι; Αφού με μας δουλεύει…”, ρωτά το αθώο Μαρικάκι από τη φιλόξενη Καλλιθέα. (Πού να ξερε ότι η σημερινή Ελλάδα θ’ αντιμετώπιζε κι εκείνη τη γάγγραινα του ρατσισμού που δεν αφήνει ν’ ανθίσουν τα υβρίδια –τα πανέμορφα λουλούδια της συνάντησης των λαών και των πολιτισμών;) -“Δε δουλεύει ΜΕ εμάς, αλλά ΓΙΑ εμάς. Έχει διαφορά αυτό. Πρόσεξε! Πάντως, ήταν λάθος σου να έρθεις εδώ. Δεν είναι για σένα η Αφρική. Δεν είσαι αρκετά σκληρή. Κι ας είσαι αγοροκόριτσο…”
Μήνες αργότερα, εκδρομή στο χωριό Ndarakwai των Masai. Οι ιθαγενείς, με μεγάλα τρυπημένα αυτιά και κόκκινη καρό κουβέρτα για ένδυμα. Κατάλοιπο κι αυτό της βρετανικής αποικιοκρατίας. Μία κοκκινόμαυρη δερμάτινη ασπίδα είναι ακουμπισμένη στον τοίχο από κοπριά βοδιού, δίπλα στην ξύλινη πόρτα της καλύβας. Η θεία Λουκία –γνωστή και ως μάγισσα, από τα μαντζούνια που ξεσήκωνε απ’ τους Αφρικανούς, που κατά τ’ άλλα, δεν ήθελε ούτε ζωγραφιστούς να τους βλέπει- εξηγεί οτι η ιθαγενής που μένει εδώ, έχει σίγουρα τον εραστή της μέσα, και απολαμβάνουν τον έρωτά τους πάνω στην αιώρα… Κι αυτός, έχει αφήσει την ασπίδα και τ’ ακόντιό του, ως προειδοποίηση για το νόμιμο σύζυγο. Έτσι, αν αυτός γυρίσει νωρίτερα, δεν θα παρεξηγηθεί. Δεν θα αισθανθεί ότι τον έχουν ξεγελάσει… -“Κι αν ο εραστής δεν άφηνε την ασπίδα στην πόρτα;”, ρωτάει ξεσηκωμένο το Μαρικάκι. -“Ε, τότε, ο σύζυγος, με τη βοήθεια όλων των μελών της φυλής, θα έκοβε τα γεννητικά όργανα του εραστή, και θα τον υποχρέωναν να κολυμπήσει στο ποτάμι με τους κροκόδειλους να τα πιάσει.” Παλιές αφρικάνικες ιστορίες, που οι ρίζες τους χάνονται στην προϊστορία των πρωτανθρώπων Orrorin tugenensis, 6 εκατομμύρια χρόνια πριν. Το βράδυ, στον ασπρόμαυρο κινηματογράφο με τον αγγλόφωνο Tarzan, όλοι όρθιοι, χαιρετίζουν σιωπηλά τη Βασίλισσα Ελισάβετ II, που εμφανίζεται πριν από κάθε ταινία για να λάβει τα εύσημα –έστω και νοερά-, ενώ οι Ινδοί που ζουν εδώ, καθισμένοι κατάχαμα, τρώνε με τα χέρια αρωματικό ρύζι basmati με curry και ρεύονται. (Εδώ, στην Αφρική, δεν είχε έρθει, άλλωστε, κι ο Mahatma Gandhi, ο Ινδός ηγέτης, στα πρώτα του βήματα; Από τότε είναι κι ο πάλλευκος ναός των Ζαϊνιστών που συναντάμε στη Mombasa.)
Χρόνια αργότερα, ο Ramazani θ’ ανέβει στον φοίνικα του διπλανού αγροκτήματος για να κόψει μία καρύδα, να χορτάσει την πείνα του. Το Μαρικάκι, πονηρεμένο από τη θέα του Αφρικανού με τα πλούσια προσόντα, παρατηρεί από κάτω ότι μέσα από την κελεμπία δεν φοράει εσώρουχο… Την ευθυμία της ήρθε να διακόψει -να κόψει- για πάντα ο ηλικιωμένος Mister Thorp, ο Βρετανός ιδιοκτήτης του διπλανού αγροκτήματος με το κόκκινο πρόσωπο και την ψυχρή ματιά. Κάποτε το Μαρικάκι τού είχε πει: -“Εγώ, κύριε, κάνω προσπάθεια να μιλήσω kiswahili, τη γλώσσα των Κενυατών.” Κι εκείνος της είχε πετάξει ένα ξερό -“Never!” Και τώρα, να τος με την καραμπίνα του να σημαδεύει τον Ramazani πάνω στον φοίνικα. Μ’ έναν επίσης εκκωφαντικό πυροβολισμό –σαν εκείνο το never του- ρίχνει κάτω αιμόφυρτο τον Αφρικανό υπηρέτη που προσπαθούσε να ξεγελάσει την πείνα του στην Κενυάτικη πατρίδα του. -“Ε! Αυτό ήταν! Γρήγορα στο αεροπλάνο, και πίσω στην Ελλάδα. Δεν αντέχω άλλο πια!”, τσίριξε το Μαρικάκι και πέταξε στα μούτρα του θείου της το μηνιαίο χαρτζιλίκι που της έδινε για να το στείλει στους άλλους πεινασμένους. Εκείνους της μεταπολεμικής Ελλάδας. Το ίδιο -“Ε! Αυτό ήταν!”, είπαν εκείνη την εποχή και οι δυναμικοί Kikuyu, οι Κενυάτες που ξεσηκώθηκαν με την ηγεσία του Jomo Kenyatta, και οι Τανζανοί με τον δικό τους αρχηγό, τον Julio Nyerere. Και οι δύο ξεκίνησαν απελευθερωτικά κινήματα και ίδρυσαν πολιτικά κόμματα. Παρ’ όλο ότι στην Αφρική κυριαρχεί το pole-pole, κι όλα εξελίσσονται με αργούς ρυθμούς, οι δύο ηγέτες απέκτησαν αμέσως λαϊκή βάση, έδιωξαν τους αποικιοκράτες κι επιβλήθηκαν στις τοπικές εκλογές. Ήταν τόσο μεγάλη η λαχτάρα του αφρικανικού πληθυσμού για ανεξαρτησία, που στα 1952-56, οδήγησε στην αιματηρή εξέγερση των Mau mau με αρχηγό τον Kenyatta. Η εξέγερση, βέβαια, κατεστάλη από τους βρετανούς αποικιοκράτες κι ο Kenyatta φυλακίστηκε. Ήταν, όμως, η αρχή μίας εξέλιξης.
Σήμερα, την αυγή του 21ο αιώνα, που η Κένυα έχει ήδη γνωρίσει το σκάνδαλο με την υπόθεση Öcalan, που η Ζανζιβάρη έχει εκδιώξει το σουλτάνο κι έχει ενωθεί με την Τανζανία, που η Ρουάντα έχει αιματοκυλιστεί από τους Hutu -τους οποίους υποστηρίζει η Καθολική Εκκλησία των λευκών, που η Ουγκάντα έχει ήδη γνωρίσει την τρομοκρατική εξουσία του δικτάτορα Idi Amin Dada –μία διδαχή κι αυτή, που άφησαν πίσω τους για κληρονομιά οι αποικιοκράτες, τώρα πια, που όλη η υπόλοιπη Αφρική ζει ανάμεσα στον φόβο, στον πόνο, στο θάνατο, στην τρέλα της απώλειας της πολιτιστικής της ταυτότητας, αλλά και στα lodge με τις ρομαντικές κουνουπιέρες και τα photo-safaris των πλούσιων τουριστών με τα λιοντάρια simba, τις λεοπαρδάλεις chui, τους λευκούς ρινόκερους kifaru, τους ιπποπόταμους kiboko, τις λυγερές αντιλόπες του Thompson, τους μαμπουίνους και τα μαραμπού, τους κροκόδειλους, τις στρουθοκαμήλους και τις ζέβρες, και τραγουδά -“Nakupenda wewe - "Σ’ αγαπώ" στα νυχτόβια μπαράκια του Kilindi, ο γιος εκείνης της Μαρίκας, σαραντάρης πια, θυμάται τις ιστορίες που του έλεγε η μάνα του για να τρώει, όταν ήταν μικρός. Ταξιδεύει στην Αφρική των παιδικών του αναμνήσεων, παρατηρεί τα gnu να μεταναστεύουν χαράσσοντας με τις οπλές τους το ετήσιο μονοπάτι τους στην ξερή γη, και μεγαλώνει την κόρη του τη Δανάη-Eréndira με την ελπίδα (απατηλή, ίσως) να ζήσει σ’ έναν κόσμο όπου θα υπάρχει χώρος για πολλούς κόσμους, και σε μια πατρίδα, η οποία θα είναι στην πραγματικότητα ολόκληρη η Γη. Εκεί, όπου οι άνθρωποι θα έχουν ίση αξία μέσα στη διαφορετικότητά τους. Στη μεγάλη σαβάνα του Masai Mara, κάτω απ’ τον απέραντο ουρανό, αλλάζει ένα σκασμένο λάστιχο του 4Χ4, ενώ ο Gikuyu οδηγός του, παρατηρεί με τα κιάλια τον απέραντο ορίζοντα με τους λοφίσκους, μήπως κι εμφανιστεί εκείνη η λέαινα που είχε επιτεθεί στο Μαρικάκι… Mαθαίνει να παίζει μουσική με την Gayamba μίας ντόπιας Giriama στην παραλία Watamu και να χορεύει το Jino la pembe -το γαμήλιο τραγούδι που συμβολίζει την ένωση του ζευγαριού με τους χαυλιόδοντες του ελέφαντα. Κολυμπά στο No-name island –που εμφανίζεται κι εξαφανίζεται ανάλογα με τις ορέξεις της παλίρροιας κι όταν, σε κάποιο δρόμο του Nairobi βλέπει εκείνα τα ξυπόλυτα παιδάκια με τα πυκνά, σγουρά μαλλιά και τις μύγες στο στόμα και στα μάτια να παλεύουν μεταξύ τους με σουγιάδες για ένα μονό δολάριο, (δυστυχώς, εκεί έχει φέρει σήμερα τον άνθρωπο η πρώην αποικιοκρατική εκμετάλλευση), δεν ξέρει πώς ν’ αντιδράσει: να δώσει σ’ αυτούς τους ανθρώπους ό,τι έχει επάνω του, ή μήπως έτσι τους κάνει μεγαλύτερο κακό; Τι να σου κάνουν τα ψωροδολάρια ενός τουρίστα, τη στιγμή που μία ολόκληρη ήπειρος στερείται των πάντων; Πιο πέρα, πίνει μπύρες με τους καινούριους φίλους από την Bombolulu –την περιοχή με το Κέντρο Υποστήριξης Αναπήρων, εκεί, δίπλα στο Hotel Furahaleo-Ευτυχία, το πλινθόκτιστο, με το άχυρο στη στέγη, για τους φτωχούς που έρχονται απ’ τα χωριά, περιηγείται στο Castelo do Jesús των Πορτογάλων και των αλυσοδεμένων σκλάβων τους από τον 16ο αιώνα, στη Mombasa, και φωτογραφίζει τα ροζ σύννεφα από flamingos στη λίμνη Nakuru. Συναντά τους δρομείς Kalenjin και τους σαμάνους Mganga, τους El-molo, που κοιμούνται μ’ ένα άβολο, μικροσκοπικό, ξύλινο “μαξιλάρι” και τους Mijikenda, τους Akamba, με τις παράξενες κυψέλες για μέλισσες -φτιαγμένες από λαξεμένους κορμούς δέντρων-, τους Luo, με την πανέμορφη αρχιτεκτονική των καλυβιών τους, τους μουσικούς των Kikuyu και των Pokot και τους ανθρώπους της φυλής που ζουν κοντά στα σύνορα με την Αιθιοπία, και τους χαιρετά στη γλώσσα τους: -“Mata nabo, mata nawi, mata luli, mata ngiriu, mata yu? Yang’a Turkana!”
Σ’ ευχαριστώ, Μαρικάκι –κι ας μη ζεις πια-, που με τάισες με τις ιστορίες σου, τις αφρικάνικες, και με μεγάλωσες με μία νοοτροπία ανοιχτή στα χρώματα, τους ήχους, τα σχήματα και τ’ αρώματα του κόσμου όλου… Ίσως του χρόνου το καλοκαίρι να μπορέσουμε να πάμε όλοι μαζί στο Lamu, την κοραλλένια πολιτεία στις βόρειες παραλίες της Κένυας, που έχει καταχωρηθεί στον κατάλογο παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO. Γελαστοί άνθρωποι οι Κενυάτες. Ο πιο χαμογελαστός λαός που έχω γνωρίσει στις 70 χώρες που επισκέφτηκα. Twende!
Η ιστορία είναι από τον Ηλία Ταμπουράκη  και το
http://www.asante.gr/2009-08-13-07-34-55/25-2009-08-13-07-33-29/1266-africa-smile.html

Η φωτογραφία είναι αυθεντική.
Οι αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας  του Ngũgĩ wa Thiong'o
Το 1938, στο Kamirithu, ένα χωριό στην περιοχή του Λιμούρου στην Κένυα, γεννήθηκε ο Ngugi wa Thiongo, το πέμπτο παιδί της τρίτης γυναίκας του πατέρα του, σε μια πολυγαμική οικογένεια με τέσσερεις γυναίκες, που και τις τέσσερις αναγνώριζε και θεωρούσε μητέρες του.
Η πρώτη ήταν η αφηγήτρια  η παραμυθού, αυτή που ήξερε να μαζεύει τα παιδιά το βράδυ γύρω από τη φωτιά και να αφηγείται ιστορίες πραγματικές ή φανταστικές, που κρατούσαν τόσο όσο χρειαζόταν να μαγειρευτεί το φαγητό.
Αν το φαγητό ήταν πράσινο καλαμπόκι, η ιστορία έπρεπε να κρατήσει μισή ώρα. Το ίδιο και με τις γλυκοπατάτες. Αν όμως είχαν να ψήσουν κάτι που ήθελε περισσότερο χρόνο, όπως μαραντάμυλα, έπρεπε να πλέξουν τις ιστορίες ώστε να κρατήσουν περισσότερο, να συνδυάσουν τα κατορθώματα των ηρώων ώστε τα παιδιά να μείνουν ξύπνια.
΄Ηταν ιστορίες που επινοούσαν και ιστορίες που ήξεραν γιατί τις είχαν ακούσει ο ένας από τον άλλο. Η τροποποίηση και το πλέξιμο των ιστοριών που βασιζόταν στους αρχετυπικούς μύθους της παράδοσης, ήταν το πρώτο εργαστήρι για την τέχνη της αφήγησης, πριν ακόμα ο μικρός Ngugi πάει σχολείο. Στο Σχολείο πήγε βέβαια χάρη στην επιμονή της μητέρας του. Η γυναίκα αυτή, χωρίς η ίδια να ξέρει ανάγνωση και γραφή, γνώριζε βαθιά μέσα της ότι αυτό το παιδί – κάθε παιδί – πρέπει να μορφωθεί.
Είναι καταπληκτικό, το ίδιο συναρπαστικό με το πώς πλέκονται οι ιστορίες και οι αφηγήσεις γύρω από τη φωτιά, το πώς αυτή η απόφαση, ότι δηλαδή ο μικρός James θα πάει σχολείο, επηρέασε μια ζωή, τη ζωή του, αλλά επηρέασε και την Παγκόσμια Λογοτεχνία. Ο μικρός James, που ξαναπήρε το πατρογονικό του όνομα Ngugi, έμαθε τα πρώτα γράμματα κοντά στο χωριό του, μετά σπούδασε στο κολλέγιο Makerere στην Ουγκάντα και αργότερα στο πανεπιστήμιο του Leeds. Τώρα διδάσκει συγκριτική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Irvine. Το αγόρι από το Kamirithu πέρσι ήταν υποψήφιος για το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας (δες στις Πινακίδες από κερί: Όταν ο Ngugi πήρε το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας, δηλαδή σε ένα κόσμο αλλιώτικο). Για μας το έχει πια πάρει στην καρδιά μας.
Πώς η παγκόσμια ιστορία, η σκιά του Β΄Παγκοσμίου πολέμου επηρεάζει μια χώρα χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, πώς αλλάζει η ζωή αυτής της οικογένειας, που έστειλε δυο γιους στον πόλεμο... Όπως οι ζωές όλων μας. Σαν να είναι δεμένες με ένα αόρατο νήμα, όπως λέει ο Chesterton. Ο ένας γιος επέζησε και επέστρεψε από τον πόλεμο. Οι Κενυάτες δηλαδή πολέμησαν με το μέρος της Αγγλίας. Όπως και οι Κύπριοι κατά τον Β΄Παγκόσμιο πόλεμο, κατατάχτηκαν και πολέμησαν με το μέρος της Αγγλίας " για την Ελλάδα" όπως τους έλεγαν οι Σύμμαχοί μας, προσδοκώντας την ανεξαρτησία τους.
Πόσες γυναίκες στην Κύπρο δεν έδωσαν τότε τη χρυσή βέρα τους για να μαζευτούν χρήματα για την Ελλάδα;
Άλλος ένας αδελφός του Ngugi σκοτώθηκε κατά λάθος, κατά την εποχή του απελευθερωτικού αγώνα επειδή ήταν κουφός και δεν άκουσε το παράγγελμα του Άγγλου στρατιώτη που του έλεγε να σταματήσει.
Αφορμή για την ανάρτηση αυτή είναι(ήταν) η παρουσίαση του καινούργιου του βιβλίου, των απομνημονευμάτων του « Dreams in a time of War: a childhood memoir”που κυκλοφόρησε  στις 9 Μαρτίου. Θα ήθελα πολύ να ήμουν εκεί και να μιλούσα με τον Ngugi. Θα ήθελα όχι μόνο να τον ακούσω αλλά να του μιλήσω κι εγώ πώς διαβάζω και πως βλέπω αυτή την αλληλοσύνδεση της Αφρικής με την Ελλάδα. Πώς συνδέονται η απόφαση της μάνας του, ο πόλεμος και η σκιά του, οι προφορικές παραδόσεις της χώρας του και ο δικός μας Όμηρος, οι ραψωδοί οι απόγονοι των αφηγητών που στην χώρα του υπήρχαν μέχρι πρόσφατα. Ναι ο Όμηρος έχει μεγάλη σχέση με την Αφρική και όχι μόνο λόγω των προφορικών παραδόσεων αυτής της χώρας. Στην αρχή της Οδύσσειας αναφέρεται στο γένος των Αιθιόπων (Αιθίοψ- αυτός με την μαύρη όψη, εννοώντας όλους τους μαύρους της Αφρικής) τους οποίους είχε πάει να επισκεφτεί ο Ποσειδών επειδή ήταν φίλοι του.
«Βρισκόταν στους Αιθίοπες ο Ποσειδώνας τότε,
Που ζούνε μοιραστοί μακρυά στου κόσμου τις ακρούλες,
Στου Ηλιού το βούλημα οι μισοί,
στ’ ανάβλεμμά του οι άλλοι,
Για να δεχτή εκατοβοδιά από ταύρους και κριάρια.
Εκεί γλυκοξεφάντωνε…»
Οδύσειας Ι 22-25 μτφ. Αργ. Εφταλιώτη
Οι θείοι Αιθίοπες λοιπόν και σήμερα κάτι έχουν να μας πουν. Οι Έλληνες του Ομήρου τους αναγνώριζαν το προνόμιο να συντρώγουν με τους θεούς.
Και θα του πω ότι γνωρίζω για το Gicandi, το προφορικό έπος με τις 127 στροφές, το έπος με τα αινίγματα και τις παροιμίες της χώρας του. Ο Ngugi αναφέρεται πολλές φορές σε αυτό το έπος (το βιβλίο του The Devil on the Cross μάλιστα είναι γραμμένο χρησιμοποιώντας συνεχώς μεταφορές από παροιμίες).Αυτό το έπος, χαρασσόταν με μνημονοτεχνικά σύμβολα στη ράχη μιας κολοκύθας, μια γραφή δηλαδή ανάλογη με τα ιερογλυφικά και απαγγελλόταν αντικριστά από τους ραψωδούς. Αυτές τις κολοκύθες τις εξαφάνισαν οι ιεραπόστολοι που επιθυμούσαν να ξεριζώσουν την ειδωλολατρία, να αποκόψουν δηλαδή έναν ολόκληρο λαό από την πίστη και τις παραδόσεις του. Να του αφαιρέσουν τη μνήμη.
Οι ιστορίες στη ράχη της κολοκύθας αυτό θα ήθελα πολύ να πω στον Ngugi, είναι μια παράδοση που υπήρχε και στην Κύπρο. Είναι το πλούμισμα της κολόκας (της κολοκύθας) όπου οι ιστορίες, όπως και στην ασπίδα του Αχιλλέα, ζωγραφίζονται στη ράχη μιας κολοκύθας.
«Κι έπιασεν ο καλόγερος να πλουμίζει την κολόκα …» γράφει ο Γιώργος Σεφέρης στο ποίημά του λεπτομέρειες στην Κύπρο .
Ο Σεφέρης είχε μια συλλογή από κολοκύθες και αρχικά σκόπευε να ονομάσει τη ποιητική του συλλογή «Κύπρον ου μ’ εθέσπισεν…»
Κολόκες (κολοκύθες)Κείμενο και φωτό από:
http://www.asante.gr/2009-08-13-07-34-55/25-2009-08-13-07-33-29/671-2010-03-04-08-44-03.html
Πηγή του δεύτερου κειμένου: http://waxtablets.blogspot.com
To video από http://www.youtube.com/watch?v=a976W4Y3x3o&feature=related
Υ.Γ.Πολύνεκρη επίθεση αυτοκτονίας στην επαρχία Κανταχάρ του Αφγανιστάν.Παρασκευή 7 Ιανουαρίου 2011.Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=41&nid=1231073523#ixzz1AMNZNrL1

2 σχόλια:

  1. Καλημέρα habilis,άφησα άλλες αναρτήσεις στη μέση και βάζω αυτά τα κείμενα,γιατί οι αντιδράσεις προς τους πρόσφυγες κορυφώνονται,και είμαι σίγουρη,ότι πολλοί απο αυτούς που ενοχλούνται(και με το δίκιο τους πολλές φορές)δε γνωρίζουν πως έφτασε μέχρι εδώ η κατάσταση.Πολύπαθη η Αφρική,καιτώρα που μιλάμε στην Ακτή του Ελεφαντοστούν και στο Κογκό εξελίσσονται γενοκτονίες και οι Ευρωπαίοι κανονίζουν τείχη.Ελπίζω σε κάτι να συμβάλλουν αυτές οι αναρτήσεις,έστω για την ιστορία.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Οι σκέψεις σας είναι ευπρόσδεκτες.Γράψτε ένα σχόλιο.