Σελίδες

Κυριακή 25 Ιουνίου 2017

Η Παγκόσμια Τράπεζα λεηλατεί την καλλιεργήσιμη γη της Αφρικής


Του ΒΕΝΟΚΤ LALLAU*
Παρ' όλο που οι εικόνες από τον λιμό στην Αφρική κάνουν τον γύρο του κόσμου, ελάχιστοι γνωρίζουν ότι η μάστιγα οφείλεται στη μεγάλη άνθηση των επενδύσεων σε γη σε αυτήν την ήπειρο. Πράγματι, η Αιθιοπία έχει παραχωρήσει δεκάδες χιλιάδες στρέμματα σε ξένες επιχειρήσεις, οι οποίες αντικαθιστούν την καλλιέργεια τροφίμων που προορίζονται για την κάλυψη των διατροφικών αναγκών του πληθυσμού με φυτείες, των οποίων η παραγωγή προορίζεται για εξαγωγή. Οπως αποδεικνύεται στην περίπτωση του Μάλι, στο όνομα της ελεύθερης αγοράς, η Παγκόσμια Τράπεζα ενθαρρύνει αυτήν την τάση.

Τρία χρόνια μετά την κρίση των τροφίμων που ξέσπασε το 2008, το πρόβλημα της πείνας επανεμφανίζεται στο Κέρας της Αφρικής. Στα αίτια της μάστιγας περιλαμβάνονται οι μεγάλης κλίμακας επενδύσεις σε γη, οι οποίες αποσκοπούν στην καλλιέργεια τροφίμων και φυτών από τα οποία παράγονται καύσιμα. Το συγκεκριμένο φαινόμενο παρατηρείται οπουδήποτε στον πλανήτη υπάρχει καλλιεργήσιμη γη. Η έκταση αυτών των επενδύσεων είναι πρωτοφανής. Το 2009, άλλαξαν χέρια τετρακόσια πενήντα εκατομμύρια στρέμματα, δηλαδή έκταση δέκα φορές μεγαλύτερη από τον μέσο όρο των προηγούμενων ετών (1). Βέβαια, δεδομένου ότι τα κράτη και οι επιχειρήσεις προσπαθούν όσο είναι δυνατόν να μην αποκαλύπτουν τους σχετικούς αριθμούς, είναι ιδιαίτερα δύσκολο να έχουμε μια ξεκάθαρη εικόνα της κατάστασης. Ακόμα και η Παγκόσμια Τράπεζα δηλώνει ότι δυσκολεύτηκε τόσο πολύ να επιτύχει αξιόπιστες πληροφορίες, ώστε αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει ως τεκμηρίωση της έκθεσής της γι' αυτό το ζήτημα -έκθεση η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα τον Σεπτέμβριο του 2010 (2)- τα ιδιαίτερα ανησυχητικά δεδομένα που έδωσε στη δημοσιότητα η Μη Κυβερνητική Οργάνωση Grain (3).

Θεωρητικά, οι αγορές γης ταιριάζουν απόλυτα με τη ρητορική της Παγκόσμιας Τράπεζας μετά την κρίση του 2008 (4). Ο Οργανισμός εκτιμάει ότι κάθε εισροή κεφαλαίων σε μια χώρα στην οποία το επίπεδο των καταθέσεων στο τραπεζικό σύστημα είναι χαμηλό, ευνοεί την ανάπτυξή της. Συνεπώς, οι ιδιωτικές επενδύσεις στη γεωργία συμβάλλουν στην ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας και στην καταπολέμηση της φτώχειας, ζήτημα το οποίο έχει αναχθεί, τον 21ο αιώνα, σε ηθική απαίτηση. Εξάλλου, η Διεθνής Χρηματοοικονομική Εταιρεία (θυγατρική της Παγκόσμιας Τράπεζας) διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην προώθηση παρόμοιων επενδύσεων.

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΚΘΕΣΗ

Ωστόσο, το φαινόμενο δημιουργεί επίσης αμηχανία στην τράπεζα και η πρόσφατη έκθεσή της για το ζήτημα επιβεβαιώνει το πλήθος των καταγγελιών των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων. Οι κριτικές αφορούν καταρχήν το επιχείρημα της ορθολογικότερης -και συνεπώς παραγωγικότερης- εκμετάλλευσης της γης, η οποία έως τώρα δεν εξασφαλίζει την απόδοση που θα μπορούσε να προσφέρει. Υποτίθεται ότι για την καλύτερη εκμετάλλευση της γης πρέπει να χρησιμοποιηθεί ένα σύνολο σύγχρονων τεχνικών: χημικά λιπάσματα, γεωργικά μηχανήματα, αρδευτικά έργα, μονοκαλλιέργεια, ποικιλίες υψηλής απόδοσης (υβρίδια ή γενετικά τροποποιημένα φυτά). Ομως η άκριτη και γενικευμένη εφαρμογή αυτών των τεχνικών καθιστά πιο ευάλωτα τα γεωργικά οικοσυστήματα, τα οποία συχνά οφείλουν τη γονιμότητά τους σε αγροτικές και ποιμενικές πρακτικές που συνέβαλαν έως τώρα στη συντήρησή τους.

Επιπλέον, τα πυρά των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων επικεντρώνονται στο κοινωνικό πεδίο, κάνοντας δικαιολογημένα λόγο για σφετερισμό της γης. Μάλιστα, ο σφετερισμός παίρνει τρεις μορφές. Κατ' αρχάς, τις επενδύσεις που υποστηρίζονται από τις αρχές, οι οποίες προβάλλουν το επιχείρημα ότι ο τοπικός πληθυσμός δεν εκμεταλλεύεται με ικανοποιητικό τρόπο αυτές τις εκτάσεις ή ακόμα ότι είναι παραμελημένες και έχουν πια καταστεί ακατάλληλες για γεωργική χρήση. Κατά δεύτερον, την εκμετάλλευση των κενών και της ασάφειας των νόμων που διέπουν το καθεστώς της ιδιοκτησίας γης: με τη συνενοχή των τοπικών αρχών, αποκτούν την κυριότητα εκτάσεων για τις οποίες δεν υπήρχαν τίτλοι, καθώς για αυτές ίσχυαν οι κανόνες του «απλού» εθιμικού δικαίου. Και τέλος, την επίκληση της παλιάς αναπτυξιακής ρητορικής και των προταγμάτων της, τα οποία δικαιολογούν την προσφυγή σε βίαιες πρακτικές: υποτίθεται ότι είναι επιτακτική ανάγκη το πέρασμα από μια οικογενειακή «αρχαϊκή» γεωργία σε μια εκσυγχρονισμένη γεωργία, έστω κι αν αυτό θα έχει βραχυπρόθεσμα κάποιο κοινωνικό κόστος. Πράγματι, στο εξής, καθώς θα έχουν περιορισμένη πρόσβαση στη γη και στο νερό, οι πληθυσμοί που θα υποστούν τις αλλαγές θα βρεθούν αντιμέτωποι με την περιθωριοποίηση, την απώλεια των μέσων με τα οποία κερδίζουν τα προς το ζην και με τη διατροφική ανασφάλεια.

Ομως, αντίθετα με τις ελπίδες των θεωρητικών του νεοφιλελευθερισμού και τις υποσχέσεις των επενδυτών, τα προβλήματα αυτά δεν αποτελούν απλώς ένα «μεταβατικό κόστος προς ένα καλύτερο μέλλον». Πράγματι, όπως ομολογεί και η ίδια η Παγκόσμια Τράπεζα, οι θετικές οικονομικές επιπτώσεις τέτοιου είδους επενδύσεων είναι περιορισμένες (5). Αντίθετα, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την εμφανή καταστροφή θέσεων εργασίας, η οποία οφείλεται στην αντικατάσταση των οικογενειακών γεωργικών εκμεταλλεύσεων που στηρίζονταν σε πολυάριθμο εργατικό δυναμικό, από λατιφούντια τα οποία προϋποθέτουν τον περιορισμό του. Επιπλέον, οι «σύγχρονοι» γεωργικοί θύλακες στηρίζουν ελάχιστα την τοπική αγορά, καθώς προσφεύγουν στην εισαγωγή όλων των γεωργικών εφοδίων και εργαλείων που χρειάζονται. Τέλος, δεν συμβάλλουν στη διατροφική αυτάρκεια της χώρας, καθώς οι επενδύσεις έχουν κατά κύριο λόγο εξαγωγικό χαρακτήρα. Η Αιθιοπία, η οποία πλήττεται αυτή τη στιγμή από λιμό, είναι επίσης και η χώρα την οποία κυρίως προτιμούν οι ξένοι επενδυτές σε γη. Από το 2008, η κυβέρνηση τους έχει διαθέσει 3.500.000 στρέμματα, ενώ το 2012 σκοπεύει να τους παραχωρήσει άλλα 250.000.

Πώς είναι, λοιπόν, δυνατόν να συμβιβαστεί κάτι που μοιάζει ασυμβίβαστο; Δηλαδή, από τη μια πλευρά η ιδεολογία της ελεύθερης αγοράς και των ελεύθερων επενδύσεων και, από την άλλη, ο περιορισμός της φτώχειας, ο οποίος προϋποθέτει τη στήριξη των οικογενειακών γεωργικών εκμεταλλεύσεων; Οι διεθνείς οργανισμοί υποστηρίζουν ότι μπορεί να δοθεί λύση σε αυτήν την αντίφαση, μέσα από την έκκληση για πιο «υπεύθυνες» επενδύσεις. Ετσι, η Παγκόσμια Τράπεζα, ο Οργανισμός των Ηνωμένων Εθνών για τα Τρόφιμα και τη Γεωργία (FAO), η Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη (Unctd) και το Διεθνές Ταμείο Γεωργικής Ανάπτυξης (FIDA) δημοσιοποίησαν, τον Ιανουάριο του 2010, τις «επτά αρχές για μια υπεύθυνη επένδυση στη γεωργία, η οποία θα σέβεται τα δικαιώματα, τους οικονομικούς πόρους του τοπικού πληθυσμού και τους φυσικούς πόρους» (βλέπε πίνακα).

ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΙΔΕΕΣ

Ομως οι αρχές εξακολουθούν να ακολουθούν φιλελεύθερες πολιτικές ιδέες. Ετσι, τα προβλήματα εκλαμβάνονται κατ' αρχάς ως συνέπειες της έλλειψης διαφάνειας (του «πέπλου μυστικότητας»), της αποτυχίας των τοπικών κρατών («τα κράτη είναι αδύναμα» ή «ανεπαρκώς προετοιμασμένα»), της έλλειψης διαβούλευσης με όλους τους εμπλεκόμενους (κυρίως τους αγροτικούς πληθυσμούς, οι οποίοι θα υποστούν τις απαλλοτριώσεις και των οποίων οι αντιδράσεις αντιμετωπίζονται συχνά με την καταστολή). Κατά τον ίδιο τρόπο, οι ρυθμίσεις που προτείνονται έχουν εθελοντικό χαρακτήρα. Ενώ γίνεται λόγος για δημιουργία σημάτων πιστοποίησης και για θέσπιση κωδίκων δεοντολογίας, θεωρείται αδιανόητη η αναθεώρηση των κανόνων που διέπουν τις ξένες ή ντόπιες επενδύσεις ή η επαναφορά των κανόνων που είχαν καταργηθεί: γενικότερα, υποστηρίζεται ότι πρέπει να αποφευχθεί η ύπαρξη οποιουδήποτε δεσμευτικού νομικού κειμένου. Ολη η πρωτοβουλία στηρίζεται περισσότερο στις ικανότητες αυτορρύθμισης των αγορών και πολύ λιγότερο στη δράση των δημόσιων αρχών.

Σύμφωνα με τις 130 Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις που υπέγραψαν, τον Απρίλιο του 2010, δήλωση με την οποία αντιτίθενται στις «επτά αρχές» (6), οι εκκλήσεις στην υπευθυνότητα των επενδυτών αποτελούν απλούστατα στάχτη στα μάτια. Η κριτική αποδεικνύεται ακόμα περισσότερο εύστοχη όταν εστιάζεται στη συχνά στενή διαπλοκή των συμφερόντων των επιχειρήσεων και των κρατών. Συνεπώς, οι εκκλήσεις για επενδύσεις με υπευθυνότητα δεν πρέπει να απευθύνονται μονάχα στις επιχειρήσεις, αλλά και στα κράτη, τα οποία άλλοτε στηρίζουν τα ιδιωτικά επενδυτικά προγράμματα και άλλοτε επενδύουν τα ίδια, μέσω μεγάλων κρατικών επιχειρήσεων. Ετσι, έχουμε κάθε δικαίωμα να αμφιβάλλουμε για την αποτελεσματικότητα των εκκλήσεων για εφαρμογή «ορθών πρακτικών», όταν τα διακυβεύματα αφορούν την ασφάλεια κάποιας χώρας (διατροφική και ενεργειακή).

Ομως η Παγκόσμια Τράπεζα προτείνει ένα σύνολο επιχειρημάτων που δεν λαμβάνει υπόψη την κριτική και θυμίζει την επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε μετά την οικονομική κρίση που ξέσπασε στα τέλη της δεκαετίας του 2000: Το ζητούμενο είναι ακόμα περισσότερη διαφάνεια και ηθική, έτσι ώστε να εκφραστούν πλήρως οι αρετές των αγορών. Οχι μόνο δεν αμφισβητεί ο Οργανισμός το υπάρχον αναπτυξιακό γεωργικό μοντέλο, αλλά, αντίθετα, θεωρεί ότι πρέπει να ενισχυθεί. Μάλιστα, πρέπει να ενθαρρυνθεί η ακόμα μεγαλύτερη άνθηση των αγοραπωλησιών γης.

Οφείλουμε, επίσης, να τονίσουμε τον διφορούμενο χαρακτήρα της πρώτης αρχής της «υπεύθυνης» επένδυσης στη γεωργία: της αναγνώρισης και του σεβασμού των υφιστάμενων τίτλων ιδιοκτησίας γης. Αν και εκ πρώτης όψεως ο στόχος του είναι η προστασία των συμφερόντων των τοπικών κοινοτήτων, ενδέχεται όμως και να καταστήσει ακόμα περισσότερο ευάλωτη τη θέση τους. Πράγματι, από τη μια πλευρά, η παραχώρηση στους φτωχούς αγρότες νόμιμων τίτλων ιδιοκτησίας πάνω στη γη που καλλιεργούν (7) μπορεί να αποδειχθεί δηλητηριασμένο δώρο, καθώς οι τίτλοι θα χρησιμεύσουν ως εγγύηση για δανεισμό έτσι ώστε να αντιμετωπίσουν κάποια δυσκολία. Τότε, είναι πολύ πιθανόν ότι θα βρεθούν σε αδυναμία πληρωμής και η γη τους θα κατασχεθεί, με αποτέλεσμα να αυξηθεί ακόμα περισσότερο η συγκέντρωση γης στα χέρια λίγων. Από την άλλη πλευρά, ο σεβασμός των υφιστάμενων τίτλων ιδιοκτησίας παγώνει για πάντα τον συσχετισμό δυνάμεων στην κατοχή γης, αποκλείοντας κάθε αγροτική μεταρρύθμιση που θα αποσκοπούσε στην αναδιανομή της γης προς όφελος των οικογενειών που κατέχουν υπερβολικά μικρό κλήρο και ζουν καταδικασμένες στη φτώχεια. Αυτό ακριβώς το γεγονός κάνει τις εκμεταλλεύσεις τους να θεωρούνται ανεπαρκώς παραγωγικές και δικαιολογεί την απόκτηση της γης τους από έναν επενδυτή που διαθέτει υψηλά κεφάλαια, ο οποίος θα τα κατευθύνει -όπως υποστηρίζει και το αξίωμα της φιλελεύθερης οικονομίας- προς τη βέλτιστη δυνατή χρησιμοποίησή τους. (8)

ΣΩΤΗΡΙΑ ΟΙ ΜΙΚΡΟΙ

Εκτός του ότι θεωρείται πλέον δεδομένο το γεγονός ότι η συγκέντρωση της ιδιοκτησίας γης αυξάνει τη φτώχεια, (9) ακόμα κι η ίδια η Παγκόσμια Τράπεζα αναδεικνύει -όσο κι αν φαίνεται παράδοξο- τον θετικό ρόλο των οικογενειακών γεωργικών εκμεταλλεύσεων: Περιορίζει την υποαπασχόληση και, συνεπώς, την έξοδο των αγροτών προς τις πόλεις, ενώ, ταυτόχρονα, τα οικοσυστήματα διατηρούν σε μεγαλύτερο βαθμό τον φυσικό χαρακτήρα τους, ρυπαίνονται λιγότερο και αποφεύγεται η υπερεκμετάλλευσή τους. Επιπλέον, οι οικογενειακές γεωργικές εκμεταλλεύσεις είναι στενά συνδεδεμένες με τον τόπο τους, όσον αφορά τόσο τις προμήθειές τους (από ντόπιους τεχνίτες) όσο και τη διάθεση των προϊόντων τους (συνήθως πρόκειται για προϊόντα που αποτελούν τη βάση της διατροφής του πληθυσμού ή για μεταποιημένα προϊόντα). Επιπλέον, το γεγονός ότι ο διεθνής χρηματοοικονομικός οργανισμός δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην αρχή της οικονομικής βιωσιμότητας αυτών των επενδυτικών σχεδίων (Αρχή 5) αποδεικνύει -ακόμα και για όσους δεν είχαν έως τώρα πειστεί περί αυτού- ότι πολλές από τις μεγάλης κλίμακας επενδύσεις πραγματοποιούνται με μια βραχυπρόθεσμη οπτική, η οποία στηρίζεται σε κερδοσκοπικά κίνητρα ή σε πολιτικές συμφωνίες που δεν έχουν καμία σχέση με τον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό.

Λογικά, από όλα τα παραπάνω θα έπρεπε να προκύπτει η αναγκαιότητα να υποστηριχθούν οι μικρομεσαίες γεωργικές εκμεταλλεύσεις και να διευκολυνθεί η πρόσβασή τους στον τραπεζικό δανεισμό και στις τοπικές αγορές. Παράλληλα, αντί να προτιμώνται οι εισαγόμενες βιοτεχνολογίες, θα έπρεπε να πραγματοποιηθεί επιστημονική έρευνα, η οποία να στηρίζεται στις αρχές της αγροοικολογίας και οι μικρομεσαίες γεωργικές επιχειρήσεις να έχουν πρόσβαση στα αποτελέσματά της. Τέλος, θα έπρεπε να προστατευθούν, τόσο από τις καταστροφικές συνέπειες του ανταγωνισμού στην παγκοσμιοποιημένη αγορά, όσο και από τις επενδύσεις σε γη, οι οποίες, όχι μονάχα δεν είναι οικονομικά βιώσιμες μακροπρόθεσμα, αλλά δεν είναι ούτε και αειφόρες. Ομως η Παγκόσμια Τράπεζα καταλήγει σε διαφορετικά συμπεράσματα και συνεχίζει να αναζητεί τις προϋποθέσεις για έναν καλύτερο συνδυασμό της οικογενειακής γεωργίας και της βιομηχανικής γεωργίας, «από τον οποίο όλοι θα μπορούσαν να βγουν κερδισμένοι», παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι πρόκειται για εντελώς αντίθετες καταστάσεις και συμφέροντα. Η Παγκόσμια Τράπεζα ισχυρίζεται ότι αυτός ο συνδυασμός θα μπορούσε κατά κύριο λόγο να επιτευχθεί μέσα από τη σύναψη ενός συμβολαίου που θα διέπει τις σχέσεις του αγρότη και της αγροβιομηχανικής εταιρείας. Με αυτόν τον τρόπο, υποτίθεται ότι ο αγρότης θα μπορούσε να ενταχθεί στις μεγάλες διεθνείς αλυσίδες, να εξασφαλίσει σταθερό εισόδημα και να αποκτήσει πρόσβαση σε σύγχρονα αγροτικά εφόδια. Από την πλευρά της, η εταιρεία θα μπορούσε να διαφοροποιήσει τις πηγές ανεφοδιασμού της και να περιορίσει το εργατικό της κόστος, δεδομένου ότι για τον αγρότη «δεν υπάρχει ωράριο». Ωστόσο, όλες αυτές οι εκτιμήσεις στηρίζονται στην υπόθεση ότι θα πρόκειται για ένα συμβόλαιο που θα έχει συναφθεί μεταξύ ίσων και όχι κάτω από έναν συσχετισμό δυνάμεων όπου η μια πλευρά θα προσπαθήσει να ιδιοποιηθεί το μεγαλύτερο δυνατό ποσοστό της παραγόμενης αξίας, αμείβοντας όσο το δυνατόν λιγότερο την αγροτική εργασία.

Συνεπώς, ο «υπεύθυνος σφετερισμός» θα εξακολουθήσει να αποτελεί ένα οξύμωρο σχήμα, γιατί οι λογικές που διέπουν τις επενδύσεις μεγάλης κλίμακας αντλούν έμπνευση από ένα μοντέλο το οποίο δεν είναι αειφόρο και αδιαφορεί, τόσο για τις δυναμικές που αναπτύσσονται στις αγροτικές κοινωνίες όσο και για την ποικιλομορφία των δυνητικών τεχνικών λύσεων. Ο σφετερισμός της γης που προωθείται τώρα αποτελεί τη νέα παραλλαγή του παλιού τροπαρίου που κυριαρχούσε στην παγκόσμια οικονομία: ο συνδυασμός της ελεύθερης αγοράς, των τεχνολογιών (στην προκειμένη περίπτωση των βιοτεχνολογιών) και των ιδιωτικών επενδύσεων («υπεύθυνων» φυσικά) θα σώσει την ανθρωπότητα από την έλλειψη τροφίμων που την απειλεί. Ομως, όπως συνέβη και στην περίπτωση του απορυθμισμένου χρηματοοικονομικού τομέα -ακόμα και του «υπεύθυνου»- που οδήγησε αναπόφευκτα σε μεγάλης έκτασης αστάθειες του συστήματος, έτσι και το αγροβιομηχανικό μοντέλο των λατιφουντίων θα οδηγήσει σε νέες κρίσεις. Και τότε, δεν θα λείψουν εκείνοι που θα ρίξουν την ευθύνη στην αναπότρεπτη κλιματική αλλαγή, στη δημογραφία των φτωχών χωρών ή στην ανευθυνότητα κάποιων τοπικών ηγετών.

(1) Βλέπε Joan Baxter, «Ruee sur les terres africaines», «Le Monde diplomatique», Ιανουάριος 2010.https://www.monde-diplomatique.fr/2010/01/BAXTER/18713


(2) Παγκόσμια Τράπεζα, «Rising global interest in farmland. Can it yield sustainable and equitable benefits? » Ουάσιγκτον, Σεπτέμβριος 2010.

(3) www.grain.org

(4) Παγκόσμια Τράπεζα, «Rapport sur le developpement dans le monde. L'agriculture au service du developpement», Ουάσιγκτον, Σεπτέμβριος 2008.

(5) Παγκόσμια τράπεζα, 2010, όπ.π.

(6) Διαθέσιμο στο www.farmlandgrab.org

(7) ΣτΜ: Πολύ συχνά πρόκειται για κοινόχρηστη κοινοτική γη ή για εκτάσεις που κατέχονται με βάση το άγραφο δίκαιο.

(8) «Οι κατοχυρωμένοι και χωρίς ασάφειες τίτλοι ιδιοκτησίας (...) επιτρέπουν στις αγορές να μεταβιβάζουν τις εκτάσεις γης, έτσι ώστε να χρησιμοποιούνται για μια πιο παραγωγική εκμετάλλευση» (Παγκόσμια Τράπεζα, 2008, όπ.π., σελ 138).

(9) Βλέπε Olivier De Schutter, «Acces» a la terre et droit a l'alimentation», έκθεση που παρουσιάστηκε ενώπιον της 65ης Γενικής Συνέλευσης του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, Νέα Υόρκη, Αύγουστος 2010.

* Επίκουρος καθηγητής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Lille-Ι.

From- http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=318552


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Οι σκέψεις σας είναι ευπρόσδεκτες.Γράψτε ένα σχόλιο.