Ο Αντρέ Γκορζ, δοκιμιογράφος και πολιτικός στοχαστής(Φεβρουάριος 1923 – 22 Σεπτεμβρίου, 2007), ήταν ένας από τους κυριότερους εκφραστές της ριζοσπαστικής πολιτικής οικολογίας και ένα από τα σημαντικότερα πνεύματα των κύκλων της μεταπολεμικής αμφισβήτησης στην Ευρώπη.
Πιστεύουμε ότι πολλές από τις ιδέες που εισηγήθηκε ο Αντρέ Γκορζ πριν από 15 ή 20 χρόνια παραμένουν σήμερα στο επίκεντρο μίας οραματικής πρότασης.
Ιδιαίτερα δε, θα πρέπει να επιμείνουμε στη συμβολή του στη διαμόρφωση μίας εναλλακτικής πρότασης ως προς το καταρρέον κοινωνικό κράτος, που να υπερβαίνει τόσο τον κρατισμό και την υπεργραφειοκρατία του δεινοσαυρικού δημόσιου τομέα, όσο και τη νεοφιλελεύθερη λογική εκχώρησης των δημόσιων αγαθών στην ελεύθερη αγορά(2).
Το ζήτημα του τέλους του καπιταλισμού είναι σήμερα πιο επίκαιρο όσο ποτέ άλλοτε. Μπαίνει με ριζικά νέο τρόπο και επείγοντα χαραχτήρα. Η ίδια η ανάπτυξη του τον οδήγησε στο εσωτερικό και εξωτερικό όριο, που είναι ανίκανος να ξεπεράσει και τον κάνει ένα σύστημα που επιβιώνει με τεχνάσματα απέναντι στην κρίση των θεμελιακών του κατηγοριών: την εργασία, την αξία και το κεφάλαιο.
Η κρίση του συστήματος εκδηλώνεται τόσο σε μακροοικονομικό όσο και μικροοικονομικό επίπεδο. Εξηγείται, κατά κύριο λόγο, από την τεχνικοεπιστημονική ανατροπή η οποία προκαλεί ρήξη στην ανάπτυξη του καπιταλισμού και που οι παρενέργειες της καταστρέφουν τη βάση της εξουσίας του και την ικανότητα αναπαραγωγής του.
Θα προσπαθήσω να αναλύσω την κρίση αυτή, πρώτα από μακροοικονομική σκοπιά [1] και στη συνέχεια μέσα από τις επιπτώσεις της στη λειτουργία και στη διοίκηση των επιχειρήσεων [2].
Η πληροφορική και η ρομποτική δίνουν δυνατότητα παραγωγής μεγαλύτερης ποσότητας εμπορευμάτων με μικρότερη ποσότητα εργασίας. Το κόστος παραγωγής ανά μονάδα προϊόντος μειώνεται διαρκώς και η τιμή των προϊόντων ακολουθεί πτωτική τάση. Όσο όμως πέφτει το κόστος της εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, τόσο πρέπει να αυξηθεί και η αξία που παράγεται από τον εργάτη - η παραγωγικότητα του – έτσι που να μην ελαττωθεί το κέρδος που πρέπει να βγει. Έχουμε λοιπόν το παράδοξο φαινόμενο ότι όσο αυξάνεται η παραγωγικότητα, τόσο να πρέπει να αυξηθεί ακόμα περισσότερο, για να μη μειωθεί το σύνολο του κέρδους. Έτσι ο αγώνας δρόμου για την παραγωγικότητα επιταχύνεται, το εργατικό δυναμικό μειώνεται, η πίεση πάνω στο προσωπικό γίνεται πιο σκληρή, το ύψος και η μάζα των μισθών πέφτει. Το σύστημα εξελίσσεται προς το εσωτερικό σημείο όπου η παραγωγή και η επένδυση στην παραγωγή παύουν να είναι αρκετά κερδοφόρες.
Τα στοιχεία μαρτυρούν ότι το όριο αυτό έφτασε. Η παραγωγική συσσώρευση του παραγωγικού κεφαλαίου υποχωρεί διαρκώς. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, τα αποθέματα σε ρευστό των 500 επιχειρήσεων του δείκτη Στάνταρντ & Πουρς είναι 631 δισεκατομμύρια· τα μισά κέρδη των αμερικανικών επιχειρήσεων βγαίνουν από δραστηριότητες στις χρηματιστικές αγορές. Στη Γαλλία, ακόμα κι όταν εκτοξεύονται στα ύψη τα κέρδη των επιχειρήσεων του δείκτη CAC 40, οι παραγωγικές επενδύσεις δεν αυξάνονται .
Επειδή η παραγωγή είναι πια ανίκανη να αξιοποιήσει τα συσσωρευμένα κεφάλαια, αυξάνεται διαρκώς το μέρος τους που είναι σε μορφή χρηματιστικού κεφαλαίου. Σχηματίζεται μια χρηματιστική βιομηχανία, που τελειοποιεί αδιάκοπα την τέχνη να κάνει λεφτά αγοράζοντας και πουλώντας αποκλειστικά διάφορες μορφές χρήματος. Το μόνο εμπόρευμα που παράγεται από την χρηματιστική βιομηχανία, με όλο και πιο παρακινδυνευμένο και ανεξέλεγκτο τρόπο, είναι το ίδιο το χρήμα.
Η μάζα του κεφαλαίου που αποστραγγίζει και διαχειρίζεται, ξεπερνάει κατά πολύ το κεφάλαιο που αξιοποιείται στην πραγματική οικονομία (το σύνολο του χρηματιστικού ενεργητικού είναι 160 τρισεκατομμύρια δολάρια, τρεις έως τέσσερις φορές πάνω από το παγκόσμιο ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν).
Η «αξία» του είναι καθαρά πλασματική: μεγάλο μέρος της βασίζεται στο δανεισμό και στην «πίστη», δηλαδή σε προβλέψεις: το χρηματιστήριο κεφαλαιοποιεί τη μελλοντική ανάπτυξη, τα μελλοντικά κέρδη των επιχειρήσεων, τη μελλοντική άνοδο των τιμών ακινήτων, τα κέρδη που μπορούν να προέλθουν από αναδιαρθρώσεις, συγχωνεύσεις, συγκεντρώσεις, κλπ. Η χρηματιστηριακή αγορά φουσκώνει με υποθετικά κεφάλαια και υπεραξίες, οι τράπεζες παρακινούν τα νοικοκυριά να αγοράζουν – μεταξύ άλλων - μετοχές και τίτλους επενδύσεων σε ακίνητα, για να επιταχύνουν την άνοδο των αγορών και, όσο περισσότερο αυξάνεται το πλασματικό χρηματιστηριακό κεφάλαιο, τόσο περισσότερο τα νοικοκυριά δανείζονται από την τράπεζα.
Η κεφαλαιοποίηση προβλέψεων κέρδους και ανάπτυξης συντηρεί την αυξανόμενη χρέωση, τρέφει την οικονομία με πλασματικό ρευστό υπεραξιών τραπεζικής ανακύκλωσης, χαρίζει στις Ηνωμένες Πολιτείες μια «οικονομική ανάπτυξη» που βασίζεται στον εσωτερικό και εξωτερικό δανεισμό και που, μακράν όλων, αποτελεί τον κύριο μοχλό της παγκόσμιας ανάπτυξης (συμπεριλαμβανόμενης και της κινεζικής). Η πραγματική οικονομία μετατρέπεται σε παράρτημα των κερδοσκοπικών φουσκών της χρηματιστικής βιομηχανίας. Μέχρι τη στιγμή που οι φούσκες αναπόφευκτα σκάνε, οδηγούν αλυσιδωτά τις τράπεζες στην χρεοκοπία, απειλούν το παγκόσμια πιστωτικό σύστημα με κατάρρευση και την πραγματική οικονομία με βαθιά και παρατεταμένη ύφεση (η ιαπωνική ύφεση διαρκεί δεκαπέντε χρόνια).
Άδικα κατηγορούν την κερδοσκοπία, τους φορολογικούς παραδείσους, την έλλειψη διαφάνειας, την απουσία έλεγχου στη χρηματιστική βιομηχανία (και ειδικά στα hedge funds) ή την απειλή της ύφεσης. Η κατάρρευση που κρέμεται πάνω από την παγκόσμια οικονομία δεν οφείλεται στην απουσία έλεγχου, οφείλεται στην ανικανότητα αναπαραγωγής του καπιταλισμού.
Οι βάσεις που πάνω τους λειτουργεί και διαιωνίζεται ο καπιταλισμός, γίνονται όλο και πιο τεχνητές και ευκαιριακές. Το αίτημα να αναδιανεμηθούν μέσο της φορολόγησης οι πλασματικές υπεραξίες των φουσκών, θα επιταχύνει ακριβώς αυτό που η χρηματιστική βιομηχανία προσπαθεί να αποφύγει: την απαξίωση τεράστιων ποσών χρηματιστικού ενεργητικού και την χρεοκοπία του τραπεζικού συστήματος. Η «οικολογική αναδιάρθρωση» θα χειροτερέψει την κρίση του συστήματος. Δεν είναι δυνατό να αποφύγουμε την κλιματική καταστροφή χωρίς ριζική ρήξη με την οικονομική λογική και τις μεθόδους που μας οδηγούν προς τα κει 150 χρόνια τώρα.
Αν η σημερινή τάση συνεχιστεί, το παγκόσμιο ΑΕΠ θα αυξηθεί από τρεις μέχρι τέσσερις φορές μέχρι το έτος 2050. Σύμφωνα όμως με την έκθεση του Συμβουλίου του ΟΗΕ για το κλίμα, για να περιοριστεί η παγκόσμια υπερθέρμανση το πολύ κατά 2°C , πρέπει να μειωθούν κατά 85% οι εκπομπές του διοξειδίου του άνθρακα μέχρι τότε. Πάνω από τους 2°C οι συνέπειες θα είναι ανεξέλεγκτες και μη αναστρέψιμες. Επομένως η μείωση της ανάπτυξης αποτελεί επιτακτικό όρο επιβίωσης. Προϋποθέτει όμως διαφορετική οικονομία, άλλο τρόπο ζωής, διαφορετικό πολιτισμό, άλλες κοινωνικές σχέσεις. Όσο αυτά δεν υπάρχουν, ο μόνος τρόπος που μένει για να μην επέλθει η κατάρρευση είναι ο τρόπος των αναγκαστικών περιορισμών, των ποσοστώσεων, της αυθαίρετης μεταφοράς πόρων, πρακτικών τύπου πολεμικής οικονομίας.
Το τέλος λοιπόν του καπιταλισμού θα έρθει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, πολιτισμένα ή βάρβαρα.
Αυτό που απομένει να απαντηθεί είναι πώς θα τελειώσει και με τι ρυθμό.
Η μορφή της βαρβαρότητας μας είναι ήδη οικεία.
Επικρατεί στις περιοχές της Αφρικής που τις εξουσιάζουν πολέμαρχοι· πλιάτσικο των ερειπίων του εκσυγχρονισμού, σφαγές και δουλεμπόριο, με φόντο την πείνα. Πρόδρομες αφηγήσεις, οι τρεις Mad Max.
Αντίθετα, σπάνια ασχολούμαστε με τη δυνατότητα να βγούμε από τον καπιταλισμό με πολιτισμένο τρόπο. Όταν αναφέρουμε την απειλή της καταστροφής του κλίματος, αναγκαστικά οδηγούμαστε στη σκέψη ότι πρέπει να «αλλάξει η νοοτροπία», η φύση όμως αυτής της αλλαγής, οι πιθανότητες επιτυχίας της και τα εμπόδια που πρέπει να παραμεριστούν συνιστούν πρόκληση για την φαντασία.
Η ιδέα μιας οικονομίας άλλου είδους, άλλων κοινωνικών σχέσεων, διαφορετικών τρόπων και μέσων παραγωγής, χαρακτηρίζεται ως «μη ρεαλιστική», σαν να είναι αδύνατο να ξεπεραστεί η κοινωνία του εμπορεύματος, της μισθωτής εργασίας και του χρήματος. Στην πράξη, πλήθος δείκτες που συγκλίνουν, δείχνει πως η υπέρβαση έχει πια ξεκινήσει και πως η πιθανότητα να βγούμε με πολιτισμένο τρόπο από τον καπιταλισμό εξαρτάται, πρώτα απ’ όλα, από την ικανότητα μας να διακρίνουμε τις τάσεις και τις πράξεις που προαναγγέλλουν αυτή τη δυνατότητα.
Η επέκταση και η κυριαρχία του καπιταλισμού οφείλονται στην εξουσία που απόχτησε πάνω στην παραγωγή και στην κατανάλωση στη διάρκεια του αιώνα. Αφού πρώτα αποστέρησε τους εργάτες από τα μέσα παραγωγής τους και τα προϊόντα τους, προοδευτικά εξασφάλισε το μονοπώλιο των μέσων παραγωγής και τη δυνατότητα να καθυποτάσσει την εργασία. Με την εξειδίκευση, τη διαίρεση και την εκμηχάνιση της εργασίας, μετάτρεψε τους εργάτες των μεγάλων εργοστασιακών μονάδων σε εξαρτήματα των μεγαμηχανών του κεφαλαίου.
Με την εξαφάνιση της εξουσίας τους πάνω στη φύση και στο σκοπό των προϊόντων, σχεδόν εξασφάλισε στο κεφάλαιο το μονοπώλιο της προσφοράς και μέσο αυτού τη δύναμη να κατευθύνει την παραγωγή και την κατανάλωση στους πιο κερδοφόρους τομείς, να διαμορφώνει τις προτιμήσεις και τις επιθυμίες των καταναλωτών και τον τρόπο που θα ικανοποιούν τις ανάγκες τους. Σ΄ αυτήν ακριβώς την εξουσία αρχίζει να προκαλεί ρωγμές η επανάσταση της πληροφορικής.
Ο αρχικός σκοπός της χρήσης της πληροφορικής ήταν η μείωση του κόστους παραγωγής. Για να μην οδηγήσει όμως η μείωση του κόστους σε αντίστοιχη πτώση της τιμής των εμπορευμάτων έπρεπε να εξαιρεθεί, στο μέτρο του δυνατού, από τους νόμους της αγοράς. Ο τρόπος ήταν να δίνονται στα εμπορεύματα ασύγκριτα πλεονεκτήματα, χάρη στα οποία να εμφανίζονται σαν ξεχωριστά και κατά συνέπεια να παύουν να είναι απλά εμπορεύματα.
Επομένως, η εμπορική αξία (η τιμή) των προϊόντων έπρεπε να εξαρτάται περισσότερο από τη μη μετρήσιμη άυλη ποιότητα τους, παρά από την ουσιαστική χρησιμότητα τους (αξία χρήσης). Οι άυλες ιδιότητες – το στυλ, η καινοτομία, το γόητρο της μάρκας, η σπανιότητα, η «αποκλειστικότητα» - όφειλαν να χαρίσουν στα προϊόντα θέση παρόμοια μ’ αυτήν των έργων τέχνης: θέση ενυπάρχουσας αξίας, πέρα από κάθε μέτρο που θα μπορούσε να ορίσει μια σχέση ισοδυναμίας ή μια «σωστή τιμή».
Έπαψαν λοιπόν να είναι αληθινά εμπορεύματα. Η τιμή τους εξαρτάται από τη σπάνη τους, τη φήμη του δημιουργού τους, τη λαχτάρα εκείνου που θέλει να τα αγοράσει. Χάρη στα άυλα πλεονεκτήματα, την καινοτομία, την αποκλειστικότητα και την έλλειψη, η φίρμα παραγωγής εξασφαλίζει πρόσοδο και κατακτάει μονοπωλιακή θέση. Η πρόσοδος κρύβει, αντισταθμίζει και συχνά υπέρ-αντισταθμίζει, τη μείωση της αξίας τους που, από την οικονομική πλευρά, προκαλείται από την πτώση του κόστους παραγωγής, και στην οποία υπόκεινται σαν απλά εμπορεύματα που είναι, από την ανταλλακτική φύση τους και τη σχέση ισοδυναμίας τους. Από οικονομική λοιπόν σκοπιά η καινοτομία δε δημιουργεί αξία. Είναι μέσο για να δημιουργηθεί πρόσοδος από τη σπανιότητα και να ανεβεί η τιμή σε βάρος των ανταγωνιστικών προϊόντων.
Το μέρος της προσόδου στην τιμή του εμπορεύματος μπορεί να είναι δέκα, είκοσι ή πενήντα φορές μεγαλύτερο από το κόστος παραγωγής του, πράγμα που ισχύει όχι μόνο για τα πολυτελή είδη, αλλά ακόμα και για τα αντικείμενα καθημερινής χρήσης, τα σπορτέξ, τα μπλουζάκια, τα κινητά τηλέφωνα, τους δίσκους, τα τζηνς κ.λπ. Όμως η πρόσοδος δεν έχει την ίδια φύση με το κέρδος: δεν αντιστοιχεί σε αύξηση της αξίας, σε υπεραξία. Ανακατανέμει την ολική μάζα της αξίας σε όφελος των επιχειρήσεων που έχουν πρόσοδο σε βάρος των υπολοίπων· δεν την αυξάνει [1].
Όταν η αύξηση της προσόδου γίνει ο στόχος που καθορίζει την πολιτική της επιχείρησης, όταν γίνει δηλαδή σπουδαιότερη κι από το κέρδος – που, όπως σημειώθηκε πιο πάνω, προσκρούει στο εσωτερικό όριο – ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις επιχειρήσεις μεταφέρεται στην ικανότητα ταχείας παραγωγής καινοτομίας.
Απ’ αυτήν εξαρτάται το ύψος της προσόδου, πρώτα απ’ όλα. Πασχίζουν λοιπόν να ξεπεράσουν η μια την άλλη στο λανσάρισμα νέων προϊόντων, μοντέλων ή μόδας, στην πρωτοτυπία των σχεδίων, στην επινοητικότητα της καμπάνιας μάρκετινγκ, στην «εξατομίκευση» των προϊόντων. Η γοργή απαξίωση των προϊόντων συνδυάζεται με τη μειωμένη αντοχή και την αδυναμία επισκευής και γίνεται καθοριστικός παράγοντας για την αύξηση των πωλήσεων.
Υποχρεώνει τις επιχειρήσεις να επινοούν συνεχώς νέες ανάγκες και επιθυμίες, να δίνουν συμβολικό, κοινωνικό ή ερωτικό νόημα στα εμπορεύματα, να διαδίδουν τη «νοοτροπία του καταναλωτισμού», ποντάροντας στην ατομικότητα, την ιδιαιτερότητα, τον ανταγωνισμό, τη ζήλια, κοντολογίς σ’ αυτό που κάποτε αποκάλεσα «αντικοινωνική κοινωνικοποίηση». Τα πάντα στο σύστημα αυτό είναι αντίθετα με την ατομική αυτονομία, τη συζήτηση για καθορισμό κοινών σκοπών και αναγκών, τη διαβούλευση για την ανάδειξη του καλύτερου τρόπου καταπολέμησης της σπατάλης, την εξοικονόμηση πόρων, τη συλλογική επεξεργασία - με την ταυτόχρονη ιδιότητα του παραγωγού και του καταναλωτή - μιας κοινής νόρμας του επαρκούς, αυτό που ο Ζακ Ντελόρ ονόμασε «φειδωλή αφθονία».
Είναι φανερό πως η ρήξη με την τάση «μεγαλύτερη παραγωγή, μεγαλύτερη κατανάλωση» και ο αυτόνομος επανακαθορισμός του πρότυπου ζωής με στόχο να κάνουμε περισσότερα και καλύτερα με λιγότερα, προϋποθέτει τη ρήξη με τον πολιτισμό όπου δεν παράγουμε τίποτα απ’ όσα καταναλώνουμε και δεν καταναλώνουμε τίποτα απ’ όσα παράγουμε· όπου, οι παραγωγοί διαχωρίζονται από τους καταναλωτές, κι ο καθένας είναι αντίθετος με τον εαυτό του, όντας εναλλάξ το ένα ή το άλλο· όπου, όλες οι ανάγκες μετατρέπονται σε ανάγκη απόκτησης χρήματος και οι επιθυμίες σε λαχτάρα απόκτησης ακόμη περισσότερου χρήματος· όπου, η δυνατότητα αυτοπαραγωγής και αυτοκατανάλωσης μοιάζει – άδικα – εκτός ακτίνας δράσης και αναχρονιστικά γελοία.
Κι όμως: η «δικτατορία πάνω στις ανάγκες» χάνει τη δύναμη της. Παρά την έκρηξη των δαπανών για μάρκετινγκ και διαφήμιση, η επιρροή των επιχειρήσεων πάνω στους καταναλωτές ξεφτίζει. Εξαιτίας του μεγάλου ειδικού βάρους του άυλου περιεχόμενου των προϊόντων, η τάση αυτοπαραγωγής ξανακερδίζει έδαφος. Το μονοπώλιο της προσφοράς ξεγλιστράει βαθμιαία από τον έλεγχο του κεφάλαιου. Όσο η γνώση, οι ιδέες, ο σχεδιασμός και ο τρόπος παραγωγής των προϊόντων ορίζονταν σε συνάρτηση με τις μηχανές και ενσωματώνονταν σε είδη προορισμένα για συγκεκριμένη χρήση, η ιδιωτικοποίηση και η μονοπώληση των άυλων περιεχόμενων ήσαν εύκολη υπόθεση. Οι μηχανές και τα είδη κατοχυρώνονταν με πατέντες και το μονοπώλιο προστάτευε τη θέση του. Οι γνώσεις και οι έννοιες ήσαν ιδιόκτητες, επειδή αποτελούσαν αναπόσπαστο τμήμα των αντικείμενων που υλοποιούσαν. Ήσαν τμήμα του πάγιου κεφαλαίου.
Όταν όμως τα άυλα περιεχόμενα παύουν να είναι αναπόσπαστα από τα προϊόντα που τα περιέχουν και από τα πρόσωπα που τα κατέχουν, τότε όλα αλλάζουν· τότε αποκτούν ύπαρξη ανεξάρτητη από την όποια ειδική χρήση και, μεταφρασμένα σε λογισμικό, αναπαράγονται σε απεριόριστο αριθμό με ελάχιστο κόστος. Τότε μπορούν να γίνουν αγαθά σε αφθονία που, χάρη στην απεριόριστη διαθεσιμότητα τους, να χάσουν κάθε αξία ανταλλαγής και να καταλήξουν στη δημόσια σφαίρα σα δωρεάν κοινό αγαθό – αρκεί να μην τα αποκλείσουν, να μην καταφέρουν να απαγορεύσουν την πρόσβαση στην απεριόριστη χρήση τους.
Το πρόβλημα που πάνω του προσκρούει η «οικονομία της γνώσης» προέρχεται από το γεγονός ότι, στον αιώνα της πληροφορικής, η άυλη διάσταση που καθορίζει την κερδοφορία των εμπορευμάτων δεν είναι ίδια με τη φύση τους: δεν είναι ατομική ιδιοκτησία ούτε των επιχειρήσεων, ούτε των συνεργατών τους. Από την ίδια τη φύση της, δε μπορεί να γίνει ιδιωτική και, κατά συνέπεια, να μετατραπεί σε πραγματικό εμπόρευμα.
Μπορεί μόνο να μεταμφιεστεί σε εμπόρευμα που η ατομική ιδιοκτησία ελέγχει με τεχνικά (μυστικοί κωδικοί) ή νομικά τεχνάσματα την αποκλειστική χρήση του. Ωστόσο, η μεταμφίεση δεν αλλάζει καθόλου την ουσία του σαν κοινού αγαθού: παραμένει ένα μη-εμπόρευμα, κάτι που δεν πουλιέται και στο οποίο απαγορεύουν την πρόσβαση και την ελεύθερη χρήση, επειδή είναι πάντα δυνατές, επειδή τα «παράνομα αντίγραφα», οι «απομιμήσεις» και η παράνομη χρήση το κρυφοκοιτάζουν. Ο αυτοαποκαλούμενος ιδιοκτήτης τους δε μπορεί να τα πουλήσει, δηλαδή να μεταφέρει σε άλλον την ατομική ιδιοκτησία τους, όπως θα μπορούσε να κάνει με κάποιο πραγματικό εμπόρευμα. Μπορεί μόνο να πουλήσει το δικαίωμα πρόσβασης ή χρήσης, με τη μορφή «άδειας».
Η οικονομία της γνώσης, λοιπόν, βασίζεται πάνω σε πλούτο που αποστολή έχει να είναι κοινό αγαθό, και αυτό δεν το αλλάζουν οι πατέντες και τα κοπυράιτ της επιχειρούμενης ιδιωτικοποίησης. Η δωρεάν περιοχή εξαπλώνεται ασυγκράτητα. Η πληροφορική και το ιντερνέτ υποσκάπτουν τα θεμέλια της βασιλείας του εμπορεύματος. Κάθε τι που μπορεί να μετατραπεί σε ψηφιακή γλώσσα, να αναπαραχθεί, να μεταδοθεί χωρίς χρέωση, τείνει αναπόφευκτα να είναι κοινό αγαθό, κι όταν όλοι έχουν πρόσβαση και μπορούν να το χρησιμοποιήσουν, τότε είναι παγκόσμιο κοινό αγαθό. Οποιοσδήποτε μπορεί να αναπαράγει με τον υπολογιστή του άυλο περιεχόμενο, όπως ντιζάιν, σχέδια κατασκευής και συναρμολόγησης, χημικούς τύπους και εξισώσεις. Να επινοήσει το στυλ και τις μορφές του. Να τυπώσει κείμενα, να γράψει δίσκους, να αναπαράγει πίνακες. Οι «δημιουργικές κοινότητες» (creative commons) διαθέτουν με άδεια (στμ. ελεύθερης) χρήσης πάνω από 200 εκατομμύρια έργα. Στη Βραζιλία, εκεί που η βιομηχανία δίσκων κυκλοφορεί 15 νέα CD το χρόνο, οι νέοι στις φαβέλες γράφουν 80 τη βδομάδα και τα διανέμουν στο δρόμο. Τα τρία τέταρτα της παραγωγής των υπολογιστών του 2004 έγιναν στις φαβέλες με ανακυκλωμένα υλικά. Η κυβέρνηση υποστηρίζει τους συνεταιρισμούς και τις ανεπίσημες ομάδες αυτοπαραγωγής και αυτοτροφοδοσίας.
Ο Κλαούντιο Πράντο, διευθυντής του τμήματος ψηφιακής κουλτούρας του υπουργείου Πολιτισμού της Βραζιλίας, πρόσφατα είπε: «Η μισθωτή εργασία είναι είδος υπό εξαφάνιση…Λογαριάζουμε να υπερπηδήσουμε αυτή τη φρικτή φάση του 20ου αιώνα και να περάσουμε κατ’ ευθείαν από τον 19ο στον 21ο». Η αυτοπαραγωγή υπολογιστών, για παράδειγμα, υποστηρίχτηκε επίσημα· σκοπός, «να κατακτήσουν οι χρήστες την τεχνολογία μέσα σε μια προσπάθεια κοινωνικού μετασχηματισμού». Λογικά, το επόμενο στάδιο θα είναι η αυτοπαραγωγή μέσων παραγωγής. Θα επανέλθω σ’ αυτό. Αυτό που προς το παρόν μας ενδιαφέρει, είναι ότι η κύρια παραγωγική δύναμη και η κύρια πηγή προσόδου μεταφέρονται σταδιακά στη δημόσια σφαίρα και τείνουν να προσφέρονται δωρεάν· πως η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και επομένως το μονοπώλιο της προσφοράς γίνονται σταδιακά αδύνατες· και πως, κατά συνέπεια, η εξουσία του κεφάλαιου πάνω στην κατανάλωση χαλαρώνει και η τελευταία τείνει να χειραφετηθεί από την εμπορική προσφορά.
Εδώ πρόκειται για μια ρήξη που υπονομεύει τη βάση του καπιταλισμού. Η πάλη ανάμεσα στο «ιδιόκτητο» και στο «ελεύθερο» λογισμικό (το αγγλικό “free” είναι επίσης ισοδύναμο του «δωρεάν») ήταν το εναρκτήριο λάκτισμα για την κύρια σύγκρουση της εποχής μας. Προεκτείνεται και εξαπλώνεται στην πάλη ενάντια στην εμπορευματοποίηση του πρωτογενή πλούτου, της γης, των σπόρων, του γονιδιώματος, των πολιτιστικών αγαθών, των κοινών γνώσεων και δεξιοτήτων που αποτελούν συστατικά μέρη της παιδείας της καθημερινής ζωής και προϋποθέσεις ύπαρξης της κοινωνίας. Από την έκβαση αυτής της πάλης εξαρτάται αν ο καπιταλισμός θα πάρει την πολιτισμένη ή τη βάρβαρη μορφή εξόδου.
Η έξοδος προϋποθέτει αναγκαστικά τη δική μας χειραφέτηση από την εξουσία που ασκεί το κεφάλαιο πάνω στην κατανάλωση και από το μονοπώλιο του στα μέσα παραγωγής. Σημαίνει ότι πρέπει να αποκατασταθεί η ενότητα του παραγωγικού υποκείμενου με το καταναλωτικό υποκείμενο και, άρα, να ξαναβρούμε την αυτονομία να ορίζουμε τις ανάγκες μας και τον τρόπο με τον οποίο θα τις ικανοποιούμε.
Σ’ αυτόν τον δρόμο, ο καπιταλισμός όρθωσε το ανυπέρβλητο εμπόδιο της φύσης των μέσων παραγωγής που χρησιμοποιεί: τα μέσα συγκροτούσαν τη μεγαμηχανή που όλοι ήσαν υπηρέτες της και που μας υπαγόρευε τους σκοπούς, τις επιδιώξεις και τη ζωή που πρέπει να κάνουμε. Η περίοδος αυτή τελειώνει.
Τα χάιτεκ μέσα αυτοπαραγωγής κάνουν τη βιομηχανική μεγαμηχανή σχεδόν ξεπερασμένη. Ο Κλαούντιο Πράντο μιλάει για «οικειοποίηση των τεχνολογιών», επειδή όλοι μπορούν να οικειοποιηθούν το κοινό κλειδί τους, την πληροφορική. Γιατί, όπως το έθεσε ο Ιβάν Ίλιτς, «ο καθένας μπορεί εύκολα να τη χρησιμοποιήσει, όσο συχνά ή όσο αριά θέλει,… χωρίς η δική του χρήση να παραβιάζει την ελευθερία κάποιου άλλου να πράξει το ίδιο»∙ και γιατί η χρήση αυτή (πρόκειται για τα συμβιωτικά εργαλεία, κατά τον ορισμό του Ίλιτς) «ωθεί την προσωπική τελείωση» και διευρύνει την αυτονομία όλων. Συγγενικός είναι και ο ορισμός του Ηθικού Πειρατή (Ethic Hacker), που δίνει ο Πέκκα Χίμανεν: ένας τρόπος ζωής που δίνει προτεραιότητα «στις χαρές της φιλίας, του έρωτα, της ελεύθερης συνεργασίας και της προσωπικής δημιουργικότητας».
Τα σημερινά χάιτεκ εργαλεία, αυτά που υπάρχουν και αναπτύσσονται, που γενικά είναι σαν τα περιφερειακά του υπολογιστή, δείχνουν προς την κατεύθυνση ενός μέλλοντος όπου πρακτικά κάθε τι αναγκαίο και επιθυμητό θα μπορεί να παραχθεί από κοινοτικά ή συνεταιριστικά συνεργεία· εκεί όπου οι παραγωγικές δραστηριότητες θα συνδυάζονται με τη διδασκαλία και τη μαθητεία, με την έρευνα και τον πειραματισμό, με τη δημιουργία νέων προτιμήσεων, υλικών και αισθήσεων, με την εφεύρεση νέων τρόπων και τεχνικών αγροτικής καλλιέργειας, κατασκευών, ιατρικής κ.λπ. Τα κοινοτικά συνεργεία αυτοπαραγωγής θα διασυνδέονται σε παγκόσμια κλίμακα και θα ανταλλάσσουν ή θα επεξεργάζονται από κοινού, τις εμπειρίες, τις εφευρέσεις, τις ιδέες και τις ανακαλύψεις τους. Η εργασία θα παράγει πολιτισμό και η αυτοπαραγωγή ένα κόσμο σε άνθηση.
Δυο διαπιστώσεις συνηγορούν με αυτόν τον τρόπο ανάπτυξης. Η πρώτη είναι ότι υπάρχει πολύ μεγαλύτερη ποσότητα εξειδίκευσης, ταλέντου και δημιουργικότητας απ΄ όση μπορεί να χρησιμοποιήσει η καπιταλιστική οικονομία. Το πλεόνασμα των ανθρώπινων πόρων δε μπορεί να γίνει παραγωγικό παρά μόνο μέσα σε μια οικονομία όπου η δημιουργία πλούτου δεν υποτάσσεται στα κριτήρια κερδοφορίας. Η δεύτερη είναι ότι «η μισθωτή εργασία είναι είδος υπό εξαφάνιση».
Αντρέ Γκορζ
Μετάφραση: Γ.Φ., Γενάρης 2012
(Στμ. ) Ο CAC 40 είναι ο σημαντικότερος δείκτης του γαλλικού χρηματιστήριου. Περιλαμβάνει τις 40 από τις 100 επιχειρήσεις με τη μεγαλύτερη κεφαλαιοποίηση, ανάμεσα τους όλες οι γνωστές μεγάλες τράπεζες, αυτοκινητοβιομηχανίες, βιομηχανίες αεροναυτικής, ελαστικών, χημικών, ηλεκτρισμού και αλυσίδες λιανικής πώλησης τροφίμων.
(Στμ). Η ιδέα της ενυπάρχουσας αξίας είναι παλιά. Ο Μαρξ στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας αναφέρει πως ο Στιούαρτ «τη φυσική ύλη που περιέχεται μέσα σ’ ένα εμπόρευμα, π.χ. το ασήμι που περιέχεται μέσα σ’ ένα ασημένιο καλάθι, τη λέει ενυπάρχουσα αξία (intrinsic worth) του εμπορεύματος, ενώ, τον εργάσιμο χρόνο που περιέχει, τον ονομάζει χρήσιμη αξία του (useful value)».
Επίλογος από Γ.Φ, Γενάρης 2012
Αυτό που ξεκίνησε τυχαία σαν ανάγνωση του τελευταίου κείμενου του Γκορζ, έγινε μετάφραση, συμπληρωματική παράθεση, αφορμή για σκέψεις και ένα ταξίδι στην ουτοπία.
Ο Γκορζ εμφανίστηκε «επίσημα» το 1980 με ένα βιβλίο με προκλητικό τίτλο: «Αποχαιρετισμός στο προλεταριάτο». Ήταν μια συλλογή από παλιότερα δοκίμια πάνω στον καπιταλισμό, την εργασία, την ανεργία, τον «εκφυλισμό» της εργατικής τάξης και την ανάδυση της νέας «μη τάξης» των «μη εργαζόμενων». Και αποχώρησε μ’ ένα κείμενο που αποχαιρετάει τον καπιταλισμό.
Δεν ξέρω αν πράγματι το όριο αυτό είναι και το τελευταίο, το οριστικό, του καπιταλισμού, όπως ισχυρίζεται. Δε νομίζω ότι το κείμενο του το αποδεικνύει. Εύχομαι πάντως κι ελπίζω να είναι, για το καλό όλων μας, γιατί πραγματικά οι αντιθέσεις του εμφανίζονται σαν καταθλιπτικό εμπόδιο.
Ερώτημα παραμένει αν ισχύει η παλιότερη θέση του Γκορζ, ότι δηλαδή η εργατική τάξη, όχι μόνο λόγω της ενσωμάτωσης της, αλλά και από την ίδια τη φύση της δεν μπορεί να αποτελέσει το ιστορικό υποκείμενο που θα αντικαταστήσει τους καπιταλιστές και ότι δεν είναι ο φορέας της ιστορικής αποστολής που λανθασμένα της αποδόθηκε.
Απέχουμε πολύ από το σημείο της κατάργησης της αθλιότητας που ονομάζεται μισθωτή εργασία. Αντίθετα, προς το παρόν, ζούμε τον ευτελισμό της όποιας θετικής πλευράς της. Μπορεί αυτός ο "παράλληλος" κόσμος της πληροφορικής, οι νοτιοαφρικανοί και οι νοτιοαμερικανοί απόκληροι, οι χακεράδες και οι ανυπότακτοι με τις συνεργατικές τους να σηκώσουν το βάρος της αλλαγής της κοινωνίας; Όλα αυτά είναι πολύ σημαντικά, πράγματι η πληροφορική ανοίγει διαρκώς νέους ορίζοντες. Η σκέψη του Γκορζ βέβαια πάει πιο βαθειά, βλέπει στη διεύρυνση της σφαίρας του δημόσιου, ελεύθερου, αγαθού το ροκάνισμα της ιδιοκτησίας. Αλλά μάλλον χρειάζονται και οι υπόλοιποι παράγοντες. Και χρειάζονται και όλοι όσοι έχουν τη θέληση και την ικανότητα να αμφισβητήσουν, να εναντιωθούν στο σύστημα, αλλά και να χαράξουν τη νέα προοπτική. Και χρειάζεται και ο καταλύτης. Μ' άλλα λόγια τα συστατικά της παλιάς, κλασσικής, ασίγαστης πάλης των τάξεων.
Όσοι ονειρεύονται την εξέγερση, διαβεβαιώνουν ότι είναι αναπόφευκτη, απορούν γιατί δεν έχει γίνει ακόμη, και αυτοτοποθετούνται σε αυτάρεσκες πρωτοπορίες, που, όπως εύστοχα παρατήρησε κάποιος, λογομαχούν για το φύλο των αγγέλων. Αλλά όπως πολύ σωστά συνόψισε κάπιοςς άλλος, αυτό που τώρα κυριαρχεί είναι ο άκαρπος διαπιστωτικός λόγος και η εξέγερση δεν έρχεται γιατί ο εχθρός είναι προς το παρόν διάχυτος και γι αυτό αόρατος (ναι, συμφωνώ απόλυτα, όσο κι αν όλοι χτυπιούνται ότι «ο εχθρός είναι ο καπιταλισμός» και μάλιστα ότι ο καπιταλισμός που εννοεί ο καθένας τους είναι πιο εχθρικός από τον καπιταλισμό που εννοεί ο άλλος και τον βάφουν με όλο και πιο μελανά χρώματα, ως την απόλυτη μαυρίλα, στην απεγνωσμένη προσπάθεια τους να γίνουν πειστικοί) και γιατί δεν υπάρχουν εκείνοι που θα σηκώσουν το θεωρητικό και πρακτικό βάρος της εξέγερσης, δηλαδή οι επαναστάτες. Στο σημείο αυτό, πρέπει να κάνουμε μιαν αναγκαία παρένθεση που αφορά το βαρύ όνομα του Λένιν, που επιδεικτικά αγνοείται στις μέρες μας. Από καιρό και με βάση μια παρατήρηση φίλου στην πλατεία στο Σύνταγμα - σ' εκείνο το τεράστιο χωνευτήρι αναζήτησης της λύσης, εξαγνισμού και διαμόρφωσης συλλογικής συνείδησης - ξαναγύρισα στο «Τι να κάνουμε», με το ερώτημα αν ισχύει ακόμη. Να σημειώσω ότι ο περισσότερος «ορθόδοξος» κόσμος, όταν ρωτιέται, απαντάει με ένα ξερό «φυσικά», αλλά αν τον ρωτήσεις τι πραγματεύεται, θα σου πει με απόλυτη βεβαιότητα «την ανατροπή του καπιταλισμού». Αυτό είναι όλο. Δεν έχουν ιδέα. Δεν χρειάζονται και τίποτα παραπάνω, οι λεπτομέρειες είναι «εκ του πονηρού», οι ταλαιπωρίες της συνείδησης δεν υπάρχουν, τα πάντα είναι λυμένα. Για τους μη ορθόδοξους, το κείμενο απλά δεν υπάρχει, είναι άχρηστο απομεινάρι του παρελθόντος, δεν αξίζει να ασχολείται κανείς μαζί του, η ζωή έχει προχωρήσει κλπ..
Σε πείσμα των στερεότυπων το κείμενο είναι ακόμη ζωντανό και επίκαιρο. Τόσος λίγος χρόνος έχει κυλήσει; Και είναι γεμάτο «φωτογραφίες» από το παρελθόν, στιγμιότυπα που θα μπορούσαν να είναι και από το παρόν, αν γίνονταν «έγχρωμα», σύγχρονα. Εκεί βρήκα λοιπόν και μια παλιά "φωτογραφία". Αντιγράφω:
«... Η τρίτη αυτή περίοδος, όπως είδαμε, προετοιμάστηκε το 1897 και διαδέχτηκε οριστικά τη δεύτερη περίοδο το 1898 (1898-;). Είναι περίοδος σύγχυσης, διάλυσης, ταλάντευσης. (...) Όμως μονάχα οι ηγέτες περιπλανιόνταν διχασμένοι και τραβούσαν προς τα πίσω: το κίνημα αυτό καθαυτό εξακολουθούσε να αναπτύσσεται και να κάνει τεράστια βήματα προς τα μπρος. Η προλεταριακή πάλη απλωνόταν σε νέα στρώματα εργατών και επεκτεινόταν σ’ όλη τη Ρωσία, επιδρώντας ταυτόχρονα έμμεσα και στο ζωντάνεμα του δημοκρατικού πνεύματος μέσα στους φοιτητές και στα άλλα στρώματα του πληθυσμού. Η συνείδηση όμως των ηγετών τα δίπλωνε μπροστά στο πλάτος και τη δύναμη της αυθόρμητης ανόδου· μέσα στους σοσιαλδημοκράτες επικρατούσε μια άλλη γενιά, η γενιά των αγωνιστών του κόμματος, που είχαν διαπαιδαγωγηθεί σχεδόν αποκλειστικά με τη «νόμιμη» μαρξιστική φιλολογία, που ήταν τόσο πιο ανεπαρκής, όσο μεγαλύτερη συνείδηση απαιτούσε απ’ αυτούς το αυθόρμητο της μάζας. Οι ηγέτες όχι μόνο έμεναν πίσω και από θεωρητική άποψη («ελευθερία κριτικής») και από πραχτική («χειροτεχνισμός»), μα προσπαθούσαν να δικαιολογήσουν την καθυστέρησή τους με κάθε λογής μεγαλόστομα επιχειρήματα. (...)».
Μόνο που τώρα πια δεν πρόκειται για καθυστέρηση, αλλά για συνθηκολόγηση. Τι κι αν αυτός χτυπιότανε "να τελειώνει με την τρίτη περίοδο". Εδώ μοιάζει σα να μην θέλουν να το κουνήσουν από κει. Δεν διακινδυνεύουν τίποτα. Ο χρόνος μοιάζει να έχει γι αυτούς σταματήσει.
Από την άλλη πλευρά, όσοι ονειρεύονται ήρεμες και συναινετικές λύσεις βλέπουν τα όνειρά τους να ψαλιδίζονται. Η έκταση και η ταχύτητα της απαλλοτρίωσης της όποιας περιουσίας-τους τούς προκαλεί απελπισία. Στα μυαλά τους αιωρείται μια απορία και μια ερώτηση: Είναι δυνατόν να υπολογίζουν οι λεγόμενοι δανειστές ότι τα χρέη μπορούν να πληρωθούν, ότι οι πλασματικές αξίες της φούσκας μπορούν να ξαναγίνουν πραγματικές αξίες; Πότε θα σταματήσει ο παραλογισμός; Φυσικά αντί για απάντηση παίρνουν νέες στερήσεις, αλλά επειδή πιστεύουν ή έμαθαν να πιστεύουν ότι ζουν στο "τελειότερο σύστημα όλων", στο μόνο "αυτορρυθμιζόμενο", κι ότι απλά πέσανε σε κακή εποχή, συνεχίζουν να ελπίζουν ότι ο καγκελάριος της Γαλαξιακής Αυτοκρατορίας κι οι άρχοντες του κόσμου κάποτε θα λογικευτούν.
Πάντως, για να γυρίσουμε και σε μια αισιόδοξη πλευρά, η θέση για την εξάπλωση της γνώσης, για τα θαύματα που μπορεί να κάνει ο κόσμος της πληροφορικής και για την συλλογική ιδιοκτησία της γνώσης, επαληθεύεται καθημερινά. Ένας παράλληλος και μη ιδιόκτητος χώρος έχει δημιουργηθεί, ζει πλάι στον ιδιόκτητο και τον αμφισβητεί. «Η δωρεάν περιοχή απλώνεται ασυγκράτητα». Η είδηση για τη συλλογική λύση του προβλήματος της αναδίπλωσης της πρωτεΐνης αποτελεί μια ακόμη επιβεβαίωση[1]. Αλλά δεν περιμένω ότι αυτός ο παράλληλος κόσμος που έχει διαλέξει το αυτόνομο αντάρτικο της μη συμμετοχής στο σύστημα θα συγκρουστεί μετωπικά με τον επίσημο κόσμο. Πολύ ωραία ταινία το V for vendetta, πολύ ωραία και η μάσκα, αλλά δε φτάνουν. Έστω κι έτσι πάντως είναι μια ωραία ανάσα.
Η τελευταία φράση του, επιφυλακτική αλλά και αισιόδοξη, είναι παράθυρο στην ουτοπία: "Δε λέω ότι οι ριζικοί αυτοί μετασχηματισμοί θα πραγματοποιηθούν. Λέω μόνο πως, για πρώτη φορά, μπορούμε να θέλουμε να γίνουν".
Πάλι μας έλαχε βαρύ φορτίο και δύσκολο καθήκον.
Αναδημοσίευση από tarzanapalos.blogspot.gr
Δημοσιεύθηκε αρχικά στο περιοδικό Ecorev, στο τεύχος 28 και από τη σύνταξη του περιοδικού γράφουν:Ο Αντρέ Γκορζ ολοκλήρωσε το κείμενο στις 17/9/2007. Είναι αναθεωρημένη και βελτιωμένη έκδοση του κείμενου που έγραψε για το μανιφέστο της Ουτοπίας. Άλλαξε τίτλο για την ενότητα του περιοδικού "Η εργασία στο τέλος του καπιταλισμού". Τυπώθηκε αργότερα, μετά τον θάνατο του, στο βιβλίο του με τίτλο "Το τέλος του καπιταλισμού έχει πια αρχίσει".
(2) Εδώ:http://www.ardin.gr/?q=node/2580 εισαγωγή και βιβλιογραφία