Πέμπτη 3 Μαρτίου 2011

Τα δεσμά του χρόνου λύθηκαν.

Μην αμελήσετε."Πάρτε μαζί σας νερό.Το μέλλον μας θα έχει πολύ ξηρασία." Μας έλεγε πριν πολλά χρόνια ο ποιητής Μιχάλης Κατσαρός.
Ό άνθρωπος που προτιμούσε να ζει στα παγκάκια και μας παρακολουθούσε να ξοδεύουμε ασκόπως τις δυνάμεις μας, ενώ απολαμβάναμε αχόρταγα τις νεοεισερχόμενες από τη δύση ηδονές, μας προειδοποιούσε, αυτός, όπως και άλλοι.
Και τώρα τι;
Τώρα, ήρθε η ώρα της ανάγκης και επείγει να βρεθούν οι πηγές με το αιώνιο νερό, ή οι στρατηγικές επιβίωσης, ή ένας Θησέας να σκοτώσει το Μινώταυρο, τώρα που οι κατασκευασμένες φόρμες και ταυτότητες αποδεικνύεται ότι δεν είναι ικανές να πολεμήσουν το χάος.
Η κόλαση έχει χαράξει δρομολόγιο και χτυπά τη μια χώρα μετά την άλλη.
Το πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό σκηνικό με τον τρόπο που το γνωρίζαμε διαλύεται. Από τη μια ο ανθρώπινος νους έχει επιτύχει μια τεράστια ανάπτυξη, και από την άλλη, στέκει αποσβολωμένος και συγχυσμένος, καθώς δεν μπορεί πλέον να βρει το δρόμο του.
Όπως οι περισσότεροι από εμάς καταλαβαίνουν,
αρχομανία, εγωκεντρισμός, ηδονοθηρία, ναρκισσισμός,
καταναλωτισμός, φιλοδοξία, αυτοπροβολή, εκμετάλλευση του άλλου, απομόνωση, αδιαφορία, και άλλα πολλά  διαχρονικά ελαττώματα, τελειώνουν σαν στάση ζωής, διότι δεν οδηγούν πουθενά.
Ας κάνουμε μια βόλτα στο παρελθόν, στις ζωές ανθρώπων που δεν πέρασαν εύκολα όμως το ήθος τους ήταν η πυξίδα, και το έργο τους έγινε φανός για τις μετέπειτα γενιές, και, ίσως κάτι να έχουν να πουν και σε εμάς σήμερα.
Δεν κάνουμε αυτή τη βόλτα για να σκεφτούμε τη ζωή με όρους παρελθόντος, αλλά προσπαθώντας να βρούμε την πηγή της αντοχής τους. Παράλληλα, προτείνουμε να πάτε και από το ιστολόγιο του Πρκλς, που πολύ συχνά εμπνέεται από τους αρχαίους προγόνους μας, με το δικό του μοναδικό και αστείο τρόπο. Δείτε αυτό το κείμενο:
ΔΟΥΛΟΙ, ΔΜΩΕΣ, ΠΟΙΗΣΗ, ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΚΑΙ ΑΡΕΤΗ
(Μέρος Α - Δούλοι, δμώες, ποίηση και ετυμολογία της αριστεράς)
http://prkls.blogspot.com/2011/02/blog-post.html
Μιχάλης Κατσαρός-Θα σας περιμένω
Θα σας περιμένω μέχρι τα φοβερά μεσάνυχτα αδιάφορος
Δεν έχω πια τι άλλο να πιστοποιήσω.
Οι φύλακες κακεντρεχείς παραμονεύουν το τέλος μου
ανάμεσα σε θρυμματισμένα πουκάμισα και λεγεώνες.
Θα περιμένω τη νύχτα σας αδιάφορος
χαμογελώντας με ψυχρότητα για τις ένδοξες μέρες.
Πίσω από το χάρτινο κήπο σας
πίσω από το χάρτινο πρόσωπό σας
εγώ θα ξαφνιάζω τα πλήθη
ο άνεμος δικός μου
μάταιοι θόρυβοι και τυμπανοκρουσίες επίσημες
μάταιοι λόγοι.
Μην αμελήσετε.
Πάρτε μαζί σας νερό.
Το μέλλον μας θα έχει πολύ ξηρασία.
ΜΑΝΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ
ΑΓΡΥΠΝΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΤΡΥΓΟΝΙ
ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΗ ΕΛΙΣΣΑΙΟΥ
«Σκοτεινὸ τρυγόνι» αυτοαποκαλεῖται ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης στὸ ποίημά του Πρὸς τὴ μητέρα μου (1874)
Ψάλατε συνετῶς...
ΚΑΘΩΣ ἐσήμαινε ὁ ὄρθρος, καὶ τὰ νερὰ ἱερουργοῦσαν
ἀκόμη μὲς στὸν ὕπνο του, Ἐκεῖνος φανταζόταν μουσικὲς
ποὺ εἷχε κρυμμένες στὰ δίχτυα τῆς ψυχῆς του.
Φεύγανε φεύγανε οἱ νεκροὶ ὁλοένα Κι ἡ μοναξιὰ
τοῦ χάραζε τὸν ἁρμυρὸ σταυρὸ στὰ χέρια κι ἔγραφε
κι ἔγραφε τὸν Ποιητὴ καὶ τὸ Δεσπότη του κατονομάζοντας
ποὺ μὲ τὸν τρόπο του Ἐκεῖνος, λέει, τὸν ἐλεοῦσε,
ὅμως ἐξαργυρώνοντας φυλὴ καὶ γένος
γιὰ ἕνα ζευγάρι κάλτζαις καὶ μιὰ φανέλα
σὲ κίβδηλους καὶ μισεροὺς ἐμπόρους καὶ στιχοποιούς.
Τώρα πῶς νὰ ἐπαναλάβει στὶς ὀρφανὲς τὶς ἀδελφές του
ἀπὸ ντροπὴ καὶ ἀγωνία δὲν σᾶς ἔγραψα
-γιατὶ κοντεύει πιὰ πενήντα πέντε-
καὶ ὁ μεγάλος καημὸς εἷναι ποὺ δὲν παίρνω λεπτὰ
κουράγιο, ἕως νὰ δώσῃ ὁ Θεὸς νὰ οἰκονομήσω λεπτὰ
καὶ ταπεινά, τελειώνοντας, νὰ γράφει καὶ νὰ γράφει
ὅσο ζοῦν-
τὸ Σεβαστέ μοι πάτερ, σᾶς προσκυνῶ ἐν βίᾳ
ἢ Σᾶς ἀσπάζομαι, φιλῶν τὴν χεῖρα ὑμῶν
καὶ τῆς μητρός μου.
Θὰ τοῦ ἀπαντήσει στὴν ἀρχὴ ὁ ἀγαθὸς λευίτης
νὰ μάθει πὼς οἱ συμβουλές του δὲν εἷναι τὰ δεσμὰ
ποὺ ἔτσι ἀστόχαστα δικάζει καὶ τοῦ καταμαρτυρεῖ
καὶ πὼς αὐτὸς δὲν εἷναι χωροφύλακας, ὅσο κι ἂν
ὁ καημὸς
κι ἡ στέρηση τὸν κάνουν νὰ ἐλεεινολογεῖ τὴν κόρη του
τὴν Οὐρανία καὶ τοὺς γιούς της, ποὺ ἐνῶ θά ῾πρεπε
νὰ ἧταν στύλοι τοῦ πατρικοῦ του οἴκου
καὶ νὰ συνδράμουν κατὰ δύναμιν,
ἐκεῖνοι ἀγνοοῦν καὶ περιστάσεις
καὶ συγγένειες (κι αὐτὴ τὴ σαϊτιὰ θὰ τὴν περάσει
στὴν καρδιά του ὁ δικαστὴς πατέρας του
φαρμακωμένη·
μέχρι τὸν ἄλλο κόσμο θὰ τὸν κυνηγᾶ ὁ Δικαστὴς
Ἱερέας)
τοῦ γράφει τὸ λοιπόν:
«... ἐγκλείω ἐπιστολὴν πρὸς τὸν ἀρχιεπίσκοπον
ἦς ἀντίγραφον ὄπισθεν ἀνάγνωσον καὶ ἐὰν ἀρεστόν,
ἐγχείρισον. Λάβε τὸ νόημα καὶ μεταχειρίσου
τὸν κολακευτικώτερον τρόπον... καὶ παρακάλεσον
διὰ τὴν ἐνέργειαν κ.λπ. ἄλλως, παράδος
τὴν ἐσφραγισμένην...»
Καὶ ἀναμένει ἀπάντηση
καὶ ἀσπάζεται
καὶ μένει- ὁ πατήρ.
Πολὺν καιρὸ μετά, χρόνια μετά, στὶς ἀγρυπνίες
τοῦ προφήτη Ἐλισσαίου
κάτι θὰ εἷχε ἡ ψυχή του ἐννοήσει
ἀπὸ τὴν τάξη καὶ τὴ ζυγαριὰ τοῦ κόσμου
γιατὶ ἀλλιῶς δὲν ἐξηγεῖται
πῶς ἀπ᾿ τὰ ψίχουλα ποὺ τοῦ κληρώσανε
στὴ μοιρασιά του
τὰ μισὰ νὰ τὰ σκορπάει στὰ πουλιὰ
καὶ τ᾿ ἄλλα στοὺς Ἀγγέλους τῆς ὁλονυχτίας.
Φεύγανε φεύγανε οἱ ζωντανοὶ ὁλοένα
δοῦλοι τῆς δόξας ποιητὲς κι ἀνάξια στεφανωμένοι
κι ἄλλοι πολλοὶ στὴ δύση τοῦ αἰώνα
τὸν βλέπανε νὰ τρέχει στὰ μυστικὰ συμπόσια
ἐνῶ ἐμεῖς δὲν εἴδαμε, δὲν ξέρουμε.
Μονάχα στὰ γραπτά μας τὰ εἴδαμε.
Μονάχα ἐκεῖ τὰ μάθαμε.
Κορίτσια ὄνειρα γυμνὰ σκορποῦν στὸν ὕπνο του
μαργαριτάρια
καὶ στοὺς ἀφροὺς τῆς κλίνης του τρέχουν καὶ
κολυμποῦν.
Τί ἐννοεῖ ὅταν μιλᾶ γιὰ ἰνδάλματα καὶ νύμφες
γι᾿ αὐτὲς ποὺ μόλις πέρασαν τὰ δεκατρία χρόνια τους
κορίτσια ξανθοπλόκαμα μὲ τὸν μελίχρυσο λαιμὸ
μὲ τὰς λευκὰς ὡς γάλα ὠμοπλάτας-
κνῆμες, ἰσχία, στέρνα καὶ κόλποι γλαφυροὶ
μέθη μιᾶς νιότης νοητῆς παραχθεῖσα διὰ μικρᾶς
δόσεως ρευστοῦ.
Τί ἐννοεῖ καὶ μᾶς τὸ κρύβει γιὰ τὸ νεκρὸ ἐξάδελφό του
τὸν ὁμόψυχο καὶ ὁμόσκηνο
πόσα ἐννοεῖ ὅταν στενάζει γιὰ ἀναμνήσεις παιδικές,
τὰ ἴχνη τὰ ὑγρά, τὰ μαλακὰ πτίλα, ὁ χνοῦς,
ὃν ἐκρίπτει ὁ ἄνεμος
καὶ γιὰ τὸν ἄλλο, πιὸ παλιά, σὰ γράφει ἀπαρηγόρητος
καὶ ποῦ ἡ θεσπεσία ἐκείνη ἔκφρασις τῆς μορφῆς
καὶ ἡ ὄψις ἡ νοήμων
καὶ τὸ ὄμμα τὸ γλυκύτατον; Καὶ ποῦ τὸ ἀμβρόσιον
νεῦμα τῶν ὀφρύων καὶ τὸ νεκτάρειον τῶν χειλέων
μειδίαμα; Καὶ ἡ δρόσος καὶ τὸ ἄρωμα καὶ ὁ ἀνθὸς-
γιατὶ ξεχνοῦν ἢ κάνουν πὼς δὲ βλέπουν οἱ πορνοβοσκοὶ
πὼς ἔρχονται οἱ λέξεις ἔπειτα ἁγνότης καὶ ἀθωότης
καθὼς κυνηγημένοι σὲ χρόνια τεθωρακισμένα
καὶ φασιστικὰ
τί ἐννοεῖ γιὰ τοὺς νεκρούς του, ἐπιμένουν- κι ἄλλα
ὀνόματα κι ὁράματα ποὺ πέρασε κρυφὰ κι ἀπὸ
τὴν πίσω πόρτα
στὰ γραπτά του ποὺ μύριζαν λιβάνι
δι᾿ αὐτοὺς καὶ τὰ πουλιὰ δέησιν μινύρονται
προσευχὴν ἀναστενάζουν
πάλι στὸν ἴδιο τὸ νεκρὸ ἐξάδελφο.
Ἔτσι καὶ κάπως ἔτσι ἡ φαιδρὰ ἐκείνη ἐποχὴ
τοῦ αἰῶνος φαντάζομαι θὰ στέναζε
κι ἑξήντα χρόνια ἀργότερα, θὰ τό ῾λεγε χωρὶς ντροπὴ
χωρὶς ντροπὴ (πρόστυχη ράτσα καὶ ἄπονη)
ὁ Βάρναλης-
μὲς στὰ κρασοπουλειὰ κι αὐτὸς χαϊδεύοντας τὰ πισινὰ
καμιᾶς μικρῆς κοκόνας
πὼς ναὶ μὲν ἅγιος, ἀλλὰ μὲ τ᾿ ἀγοράκια ντέ.
Στὸ περιοδικὸ Ἑστία τοῦ 1892 μὲ ὕλην ἐκλεκτὴν
καὶ ποικιλωτάτην καὶ καλλιτεχνικὰς εἰκόνας
ἐν Γερμανίᾳ ἐκτελουμένας
ἐκεῖ, θυμᾶμαι, πρωτοδιάβασα τὸ πρῶτο μερακλίδικο
στιχάκι ποὺ ἀναφέρει:
«σὰν κλῆμα μὲ κλαδεύουνε καὶ κλαδεμοὺς δὲν ἔχω».
Στὴν καμαρούλα γράφει ἀπ᾿ τὸ ξημέρωμα.
Καὶ χρόνια μετά, μᾶς λέει, τὸ ὅλον 1350 σελίδες,
κάποια μετάφραση τοῦ Φίνλεϋ, μόλις τὴν τέλειωσε
(ποῦ πῆγαν, ποῦ χαθήκανε αὐτὲς οἱ ἅγιες ψηφίδες)
καὶ πάλι ἐκλιπαρεῖ τὸ Βλαχογιάννη
καὶ πάλι ἐκλιπαρεῖ γιὰ χρήματα, σχεδὸν γονατιστὸς
γράφει στὸ Βλαχογιάννη, Κι ἔχει ντροπὴ ὁ ἄμωμος
καὶ ἡ ντροπή του εἶναι ποὺ δὲν ἔχει τρόπο νὰ ξεναγήσει
τὸν Καρκαβίτσα στὸ νησὶ μὲ ἐκδρομὲς καὶ τέτοια
καὶ εὐτυχῶς ὁ Καρκαβίτσας
-μύρο τὸ κύμα ποὺ τὸν τύλιξε-
ἤτανε κουρασμένος ἀπὸ τὸ μεγάλο
τὸ ὑπηρεσιακὸ ταξίδι.
Κι ἄλλοτε προσπαθεῖ νὰ κάνει, λέει, νόμο-τρόπο,
(Θέ μου, τί λέξη, τί καημός, καὶ δὲν γκρεμίζεσαι)
νὰ στείλει ἐπὶ συστάσει τοὺς δύο τόμους τοῦ Γόρδωνος
κι αὐτὸς ποὺ σκέπασε μὲ τὰ χρυσὰ φτερά του
τὸν οὐρανὸ τοῦ αἰώνα μου
δὲν ξεύρει πῶς νὰ συσκευάσει τὰ χαρτιά.
Δὲν ξεύρει πῶς νὰ τοὺς ταχυδρομήσει.
Φεύγουνε φεύγουνε κι οἱ ζωντανοὶ ὁλοένα
νεκροὶ ποὺ ντύνονται τὰ χρόνια τῶν ἀνέμων
κι ὁ ἀδελφός του πιὰ ἐντύθηκε τὰ δίχτυα
ἴδια μ᾿ ἐκεῖνα ποὺ μαζεύουν οἱ τρελοὶ τὴ νύχτα
τ᾿ ἄστρα
καὶ κάποιος φίλος του Γεώργιος Χριστοφίλης
εὐπαίδευτος καὶ εὐλαβὴς ἀνὴρ
φόρεσε κι ἐκεῖνος τὸ Ἀγγελικὸ Σχῆμα.
Ὑποστηρίξατέ τον, γράφει στὸν πατέρα του
19 Οκτωβρίου τοῦ 1889
καὶ ξανὰ ἡ θλιβερὴ ἐπωδὸς σὰ μαγγανεία
σὰ νὰ διαβάζεις συνταγὲς γιὰ ξόρκια σὲ παλιὲς φυλλάδες:
ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρός.
Παίρνει τὰ λόγια του, λοιπόν, καὶ κάθε λέξη
τὴ στολίζει
μὲ τ᾿ ἄνθη τοῦ ἐπιτάφιου
κάθε ψηφίο μὲ ἀκριβὴ πορφύρα καὶ μὲ μάλαμα
τοὺς στίχους του μὲ κίτρα τῆς θαλάσσης.
Ρίζα χρυσοπλοκώτατη εἶναι ἡ ψυχή του τώρα.
Ὁ κλῆρος του δὲν ἤτανε γιὰ δεξιώσεις πρὸς τιμήν του
τῆς πριγκίπισσας Μαρίας
μήτε γιὰ τὸ παράσημο τοῦ Σταυροῦ τοῦ Σωτῆρος
παραμονὴ ποὺ θά ῾φευγε γιὰ τὰ παλάτια
τῶν οὐρανῶν
ὁ κλῆρος του δὲν ἤτανε γιὰ χοροεσπερίδες
τραπέζωμα στὸ σπίτι τοῦ Συγγροῦ,
τσάι στοῦ Νεγρεπόντη καὶ στοῦ Στρέιτ
ἢ σὲ τοκογλύφους, τζογαδόρους τῆς πατρίδας,-
στὰ ἐξοχικὰ τὰ μέγαρα ἐκεῖνα μὲ τ᾿ ἀγάλματα
αὐτὸς δὲν κρούει τὰς θύρας τῶν μεγάλων
-ποιῶν μεγάλων-
αὐτός, ὁ βασιλεύς, ποὺ ἡ κτίσις ὅλη τοῦ ἀνήκει
δὲν ἔχει τίποτε νὰ ὁρίσει
οὔτε ἔχει σπίτι στὰ Κοτρώνια, ἀμπέλι στὴν Ἀμμουδιὰ
ἐλαιώνα στὸ Λεχούνι, χωράφι στὸ Στροφλιὰ
τάλιρα, κολονάτα, ρηγίνες, δισχίλια, χίλια, πεντακόσια
ἀδιάφορο-
κι ὅλο ζητάει τὸν κόπο του
κι ὅλο ζητάει νὰ ἐξοφλήσει
πάλι καὶ πάλι ἐκλιπαρεῖ τὸ Βλαχογιάννη,
σχεδὸν γονατιστὸς γράφει στὸ Βλαχογιάννη
Φίλτατε Γιάννη... Ἀγαπητὲ Ἰωάννη...
Φεύγουνε φεύγουνε κι οἱ ζωντανοὶ ὁλοένα
φεύγει ὁ πατέρας του κι ἡ μάνα του
κι ὅλο παρηγορεῖ τὶς ἀδελφές του ὁ κύκνος
ὅτι θὰ δοῦν καλύτερες ἡμέρες ὅταν θὰ ἐκδοθοῦν
τὰ ἔργα του
(ἄχ, γερο-Μαρασλῆ, μόνο ὑποσχέσεις εἷσαι ἀπὸ
τὴν Ὀδησσὸ)
καὶ πρὶν σωπάσει, ψάλλει ἀπὸ τὶς Ὧρες
τῆς παραμονῆς τῶν Φώτων
«τὴν χεῖρα σου τὴν ἁψαμένην».
Χαρίκλεια, Σοφούλα, Κυρατσούλα
τρέξετε, φύγετε, πηγαίνετε, φωνάξτε τὸν παπά.
Αὐτός τὸ σκοτεινὸ τρυγόνι
ποὺ εἷχε χρεωθεῖ ἐτοῦτο τὸν ἀγαρηνὸ αἰώνα
ἦταν γιὰ κάποια νοσοκόμο τοῦ Εὐαγγελισμοῦ
τὴν Πολυξένη Μπούκη
τὸν ἄντρα της μὲ τοὺς ρευματισμοὺς τὸ Νίκο
τὸ μανάβη
(παρακαλῶ οἱ δίκαιοι ἂς μεσιτέψουνε στὴ Δέσποινα
τοῦ κόσμου ν᾿ ἀναπαυτοῦν κι οἱ δυό τους)
γιὰ τὴ γερόντισσα Συγκλητικὴ γιὰ τὴ μικρὴ
τὴν Κούλα
τὴ Φιφὴ τὴν Οὐρανία τὸ Σεραϊνὼ
γιὰ τὴ φαμίλια τοῦ Φλασκογιάννη τοῦ αἰγοβοσκοῦ
κι ἄλλους ποὺ πῆρε τὸ ἄδικο κι ἡ νύχτα
κι ἀπὸ τὸ αἷμα τους τὸ χῶμα εὐωδιάζει
κι ἐμένα ἐμένα ἐμένα ποὺ σοῦ γράφω
ἀγαπημένε μου παπποὺ
καὶ θὰ σοῦ δώσω αὐτὸ τὸ γράμμα σὺν Θεῷ
ἰδιοχείρως.

***

Στις ερημιές τοῦ Ἅδη ποὺ κατοίκησε, μονάχα
τρωκτικὰ τὰ χρόνια ἑτοίμαζαν μελανοχίτωνες
θρόνους νὰ πέφτουν καὶ λαοὺς νὰ ντύνονται
τὴ στάχτη
κι ἀράχνες ἄγνωστες καὶ πουλιὰ σιδερένια
νὰ κακουργοῦν τὸν οὐρανό.
Τὸ γένος τῶν φονιάδων πιὰ πληθύνεται.
Σὲ μυστικὰ ἐργοστάσια μὲ τὸ κρυφό τους χέρι
ἐκεῖ ἑτοιμάζουνε θανάτους καὶ θανάτους
κι ἐκεῖ τὸ θολωμένο μάτι τους
σφραγίζει τὸν ξανθὸ καιρό.
Ἄγγελοι Ἄγγελοι κολυμποῦν μὲς στὰ πηγάδια
που ὀνειρεύεται
αὐτὸς μιὰ βρυσούλα μονάχα ἔχει στὰ μάτια του
καὶ τὴν καρδιά του μαῦρο καὶ λιωμένο κουβάρι.
Ὅμως τί ἄλλο νὰ τοῦ κάνει κι ἡ Θεοτόκος.
Μὲ φῶτα χρυσὰ τοῦ στολίζει τὸ μαξιλάρι
ἐκείνη τοῦ ράβει τὰ κουμπιὰ τοῦ σακακιοῦ
μπαλώνει τὰ τριμμένα ροῦχα, τὰ μεταποιεῖ,
ἐκείνη ἀνοίγει τὴν πορτούλα
τάγματα καὶ συντάγματα καὶ στρατιὲς
στὸ καμαράκι ὅπου δὲν ἔχει νὰ πληρώσει ἐνοίκιο.
Φεύγουνε φεύγουνε οἱ νεκροὶ ὁλοένα
κι ἄλλοι ποὺ ζήσανε τὸν κόσμο σὰ νεκροὶ
Νέα Ζωή, Ἑστία, Παναθήναια, Μὴ Χάνεσαι,
δρόμοι τῆς Μυτιλήνης, τῆς Σμύρνης,
τῆς Κωνσταντινούπολης,
ὀνόματα σὰ χρώματα ποὺ σβήνουν στὸ νερὸ
κι ὁ Αλεξανδρινὸς ποὺ τὸν ὑπερασπίζεται ἡ κορυφὴ
τῶν κορυφῶν τὸν ὀνομάζει.
Τώρα, δυὸ τρεῖς σαρδέλες, τὸ τυρί, ἐλιές, λακέρδα,
κι ἄλλοτε στὸ χαρτὶ λίγος χαλβὰς ἢ ταραμὰς
καὶ ὁ γενναῖος φίλος του κυρ-Στέφανος ὁ ἁμαξὰς
μαζὶ κι αὐτὸς δεμένος στὸ ἅρμα (εἶχε ἅρμα;)
τοῦ προφήτη Ἐλισσαίου.
Τί νὰ καταλάβει ἀπ᾿ αὐτὰ ὁ δόλιος Κάπα Σκόκος
ὅταν τοῦ γράφει ...ἂν ἔχητε κανὲν εὔμορφον
νησιωτικὸν διηγηματάκι... καὶ εὐθὺς ἅμα τῇ λήψει
θὰ σᾶς ἐμβάσω... τὸ ἐκ δραχμῶν 25 ἰσότιμον...
Πάλι καλὰ ποὺ τὸν ἀσπάζεται μετὰ φιλίας καὶ τιμῆς
ὁ Κάπα Σκόκος.
Ἀλλὰ ὁ καιρὸς εἷναι στενὸς μὲ μιὰ χαραματιὰ μονάχα
ἴσα ἴσα γιὰ νὰ μπαίνουν στὸ σκοτεινὸ κατώι
δυὸ τρεῖς κλωστὲς τοῦ ἥλιου
ἴσα ἴσα γιὰ νὰ βλέπει τὰ καρφιὰ
καὶ νὰ καρφώνει τὰ φέρετρα τῶν φίλων του.

***

Καθόταν ἡ Φραγκογιαννοὺ στὸ πεζουλάκι τῆς αὐλῆς
καὶ μπάλωνε τὰ ροῦχα τῆς φαμίλιας της
κι ἀπ᾿ τὴν κληματαριά της
χοντρὲς σταγόνες τὸ σκοτάδι σὰ χαλάζι
ἔριχνε ὁ ἥλιος τοῦ μεσημεριοῦ στὴν ποδιά της
ἀλλὰ ἐκεῖνος περιδιάβαζε στὶς ἄλλες ἀμμουδιὲς
κι ἔτρεχε κι ἔτρεχε
λὲς νὰ προλάβει τὸν ἑαυτό του
ἐκεῖ ποὺ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀγκυλώνει τὸ ἄδικο
καθὼς ὅταν σηκώνεται τὸ χέρι τοῦ φονιᾶ
καὶ τὸ μαχαίρι γράφει ἀπ᾿ τὴν ἀρχὴ τὸν κόσμο.

***

ΧΑΜΟΓΕΛΟΥΣΕ σὰν τ᾿ ἀγάλματα ποὺ εἷναι ἀκόμη
στὰ ὑπόγεια τῶν μουσείων·
κομμένα δάχτυλα σπασμένα χείλη
(τί ν᾿ ἄγγιξαν τί φίλησαν ποιός τὰ προσκύνησε
κι ἐσὺ ὀνειρεύεσαι πὼς ἄνοιξα τὴν πόρτα,
ποιά πόρτα ποιό παράθυρο
Τὸ σπίτι αὐτό, τὰ χρόνια αὐτά, τὰ λόγια ἐκεῖνα
Μήτε παράθυρο καὶ μήτε πόρτα
μὲ πόλεμο καὶ μ᾿ ἄλλο πόλεμο, ποιὸ πόλεμο
ποιὰ ἐποχὴ
ἄφησα τὶς ἀρβύλες μου στὸ πεζούλι καὶ προχώρησα
τὸ σπίτι ἄδειο, -Ποιό σπίτι καὶ ποιός κῆπος,
τί μοῦ λὲς
Αὐτὰ τὰ ὄνειρα δὲν ἔχουν γιατρικὰ
κι αὐτὲς οἱ λέξεις ποὺ ἔχεις γράψει στὰ πατώματα
φαρμακερὲς σαΐτες σημαδεύουν τὴν καρδιὰ
τοῦ καιροῦ)
ἔλεγα, λοιπόν, γιὰ τ᾿ ἀγάλματα· κομμένα δάχτυλα
σπασμένα χείλη
μπαίνω στὸ σῶμα τους τὴ νύχτα κι ἀπὸ κεῖ
κατασκοπεύω τὸν αἰώνα μου
τὰ βλέπεις κάποτε μ᾿ ἕνα φεγγάρι τούρκικο
στεφανωμένα μὲ τὶς δάφνες καὶ τὶς προσφορὲς
λείψανα παλαιῶν ἀγνώστων ναυαγίων
«εὐχαριστῶ», κομμένα πόδια καὶ καράβια
τὰ βλέπεις νὰ περνοῦν σ᾿ ἕναν ἀράπικο οὐρανὸ
φόρεσε κάτι, ἕνα μάλλινο στοὺς ὤμους
τρυπάει τ᾿ ἀγιάζι σὰν κι αὐτὸ ποὺ θὲς νὰ πεῖς
πές το λοιπὸν νὰ σώσω τὴν ψυχὴ μου.
Νὰ σώσω αὐτὸ τὸ δέρμα ποὺ μὲ φυλακίζει.
Αὐτὸ τὸ δέρμα καὶ τὸ αἷμα καὶ τὰ κόκαλα.
Τὸ τζακισμένο σῶμα μου ποὺ μ᾿ ἔχει φυλακίσει
τρεῖς αἰῶνες.

***

Μ᾿ ΕΝΑ ΚΛΑΔΑΚΙ οὐρανοῦ ἀνάμεσα στὰ δόντια του (δῶ-
ρο τῆς νύφης τῆς Φραγκογιαννοῦς, μόνο καὶ μόνο για-
τὶ πέρασε ἀπ᾿ τὴν πόρτα της), Καὶ τὸ κεφάλι σκυμμέ-
νο, Σὰ νά ῾ταν πάνω σὲ ἄλογο, Καὶ νά ῾χε πάρει, λέει,
τοὺς δρόμους, Καθὼς ποὺ βγαίνουν κάποτε στὶς πόρτες
κι ἡ ζητιανιὰ χαράζει τὸν ἁρμυρὸ σταυρὸ στὰ χέρια τ᾽
ἁπλωμένα, Τοῦ λοιμικοῦ καιροῦ τοὺς δρόμους, Ἐκεῖ
ποὺ οἱ ἄνθρωποι δὲ χωρατεύουν μὲ στιχάκια παρὰ μο-
νάχα θέλουν θαύματα- καὶ θαύματα χειροπιαστά.
Τί νὰ τὰ κάνουν τὰ βιβλία καὶ τὰ λόγια; Καὶ τὰ μηνύ-
ματα τοῦ ἔξω κόσμου, ὁ Παλαμᾶς τὰ διαβάζει ὄρθιος
στὰ βιβλιοπωλεῖα.
Τί νὰ τοῦ δώσει ὁ «Πυγμαλίων» κι ὁ «Ἀλφρέδος»
δεκαεννιὰ χρονῶ καὶ μόνος μὲς στὸν Πειραιὰ
-μὲ τ᾿ ἄδικο καὶ τὸν μπαλτὰ τῆς ἐπαρχίας τὸ παιδί-
τὰ ἔκπληκτα μάτια του ἀνακαλύπτουν τὸ κορμί του
τώρα ποὺ ἡ κάμαρα εἶναι δική του
τώρα ποὺ ἡ σάρκα του εἶναι δική του
κι ἂς μὴν τὸ γράφει πουθενά, κι ἂς μὴν τὸ λέει,
τὸ μαστιγώνει, τὸ σκοτώνει τὸ κορμί του·
βρίσκει μονάχα νὰ μᾶς πεῖ πὼς ἐντὸς τοῦ ἀτμοπλοίου
δὲν ἠμπόρεσε νὰ γλιτώσει τὸν ναῦλον
(πρώτη κατάθεση στὸ Δικαστήριο τοῦ Πατέρα του)
καὶ ἄνω κάτω τρέχει, λέει,
ὡς νὰ ἐπρόκειτο νὰ καταμετρήσει τοὺς δρόμους
τῆς μεγάλης Αθήνας καὶ νὰ χορτάσει κονιορτόν, Καὶ
φυσικά, κι αὐτὸ γραμμένο ἐν ἄκρᾳ βίᾳ.
Καὶ πόνος ἀνεκλάλητος, τριάντα χρόνια ὕστερα,
θὰ γράψει,
τὸ παρελθόν του θὰ τὸ βλέπει μὲ τὰ ἴδια του τὰ μάτια.
Τὸ εἶδε ὡς μαῦρο φάντασμα.
Τί παρελθὸν καὶ τί κορμὶ- τὸ ἴδιο κάνει.
Μ᾿ ἕνα κλαδάκι οὐρανοῦ, τὸ λοιπόν, καὶ σὰ νὰ περνοῦσε
τὸ σκοτεινὸ καιρὸ ψηλαφώντας, Καὶ Κάποιος Κάποιος
τὸν πλησίασε, καθὼς τὰ ἱστοροῦνε κλαίγοντας καμιὰ φο-
ρὰ οἱ γριὲς πῶς τὶς πλησίασε ἡ Παναγία, Καὶ τὰ μπα-
λωμένα τὰ ροῦχα του λάμπανε στὸ στερέωμα, Καὶ σὰν
Ἄγγελος ἤτανε μὲς στὰ ὁράματά του καὶ ἤτανε, λέει, ζη-
τιάνος, Κι ὁ ἄλλος σκύβει γιὰ νὰ τοῦ χαϊδέψει τὸ κεφάλι,
ἀλλὰ ὁ καιρὸς εἶναι λίγος καὶ στενὸς καὶ λειψὸς
κι ἡ Οὐρανία χαμένη, ξεχασμένη, σκορπισμένη, ψίχου-
λο μουσικῆς καὶ νύχτα νύχτα, μαζὶ κι ὁ ἀδελφός του ὁ
Γεώργης, καὶ σὰν τὸ ζέον ποὺ ἐκοκκίνισε τὴν γῆν, Κι
ὁ καβαλάρης κατεβαίνει ἀπὸ τ᾿ ἄλογο, Καὶ τοῦ δένει
τὶς πληγές, Καὶ τοῦ προσφέρει κρασί, Καὶ τὸν ξαπλώ-
νει στὴν ἀμμουδιά, Καὶ τὸν ρωτάει τὰ νέα τοῦ κόσμου,
Κι ἐκεῖνος πάλι παίρνει τὸ κερί, Καὶ πάλι τρέχει στὶς
ἐρημιές, Κι ἂς τὸν ζητάει ὁ ἄλλος κι ἂς τὸν φωνάζει ὁ
ἄλλος, Στὶς ἐρημιές, θυμᾶται, τοῦ Ἅδη ποὺ κατοίκησε,
Καὶ ξέρει πὼς ἕνας ἄλλος κιόλας, παρόμοια κάπου ἀλ-
λοῦ θὰ σκύβει ἀπὸ τ᾿ ἄλογό του,
Ἀφοῦ μόνο οἱ ἄλλοι πάντα καὶ πάντα ἔτσι κάνουν.
Κι ἔτσι ἀκούγονται οἱ Ὧρες τῆς καρδιᾶς του.

***

ΤΟΝ ΕΙΔΑ νὰ τρέχει δίπλα μου πλάι στὸ συρματόπλεγ-
μα, Κρατοῦσε λάμπα καὶ τὸ στόμα του ἀνοιχτό, Σὰν τὴ
νύχτα τὸ στόμα του καὶ μιὰ νύχτα, Καὶ τὰ νύχια του
σὰν τὸ θειάφι, Ποιόν γύρευε; Ποιός τὸν ζητοῦσε; Ἀπὸ
καιρὸ κι ἀπὸ χρόνια μᾶς τό ῾λεγε πὼς Κάποιος, Κά-
ποιος θά ῾ρθει νὰ τὸν ζητήσει, Τὸν ζήτησε ἢ πέρασε καὶ
τὸν ζητοῦσε, Μᾶλλον θὰ τὸν ζητήσει καταλάβαμε, Για-
τὶ τὰ ροῦχα του τὰ καλὰ καὶ τὰ μαῦρα τὰ φύλαγε στὸ
μπαοῦλο διπλωμένα προσεκτικά, Καὶ στὶς ἡλιόλουστες
μέρες τά ῾βγαζε καὶ τὰ κοίταζε καὶ τὰ ξεσκόνιζε-
Ἡ Σοφία δὲν μπορεῖ πιὰ ν᾿ ἀσχολεῖται μὲ δουλειὲς τοῦ
σπιτιοῦ, ἡ Χαρίκλεια τὸ ἴδιο, ἡ Οὐρανία καὶ ὁ Γεώργης
ἔχουν φύγει, ὁ πατέρας καὶ ἡ μάνα ἔχουν φύγει, Κάθε-
ται, ποὺ λές, ἡ Σοφία στὸ περβάζι καὶ κοιτάζει περα-
στικούς, Ποιός, ποιός νὰ περάσει τέτοια ὥρα, Κανεὶς
κανεὶς δὲν περνᾶ, Περισσότερο λογαριάζει πὼς θὰ πε-
ράσει, Τὸν σκέπτεται καὶ τὸν μεταμορφώνει ὅπως ἐ-
κείνη θέλει, Καμιὰ φορὰ τὰ βράδια συζητᾶ μὲ φίλες της
τὰ νέα, Τὰ παλιὰ ἐκεῖνα, ξέρεις, ποὺ παίρνουν ξαφνικὰ
μιὰν ἄλλη διάσταση καὶ τὴν τάξη ποὺ ἐμεῖς τοὺς δίνου-
με, Καὶ δὲν εἶναι πιὰ τὰ δικά μας προβλήματα καὶ μήτε
τῶν ἄλλων καὶ δὲν εἶναι κανενός. Τελικά, μονάχα ἡ Κυ-
ρατσούλα, ἐκείνη ἀντέχει καὶ εἷναι εὔθραυστη καὶ λευ-
κὴ καὶ φέγγει σὰν ὡραῖος βασανισμένος ὄρθιος στίχος.
Αὐτὴ ποτίζει τὸ παρτέρι μὲ τὸ μαϊντανό, τὸν ἄνηθο καὶ
τὰ κουκιά, Κι αὐτὴ πάλι πηγαίνει στὰ χωράφια καὶ μα-
ζεύει τὶς ἐλιές.
Ἔτρεχε κι ἔτρεχε πλάι στὸ συρματόπλεγμα καὶ τὸ στό
μα του ἀνοιχτὸ καὶ σὰν τὴ νύχτα, Μιὰ νύχτα τὸ στόμα
του, Καὶ κάτι ἄλλο, Κάτι σὰ λάβαρο σὰν ἑξαπτέρυγο
τὸν κυνηγοῦσε ἢ τὸ κρατοῦσε καὶ δὲ φαινότανε στὴν
ἀπόσταση, Τὰ δόντια του κίτρινα κι ἕνα χρυσό, στὸ βά-
θος, γυάλιζε μέχρι τὸν Κάτω Κόσμο, Ἀλλὰ ἐκεῖνος
ποὺ περίμενε δὲν ἦρθε καὶ μήτε ὡς μαῦρο φάντασμα-
Κι ἴσως ἐμεῖς μονάχα δὲν τὸν εἴδαμε, ἂν καὶ νὰ ῾ρχό-
ταν πῶς θὰ τὸν βλέπαμε, Καὶ πῶς θὰ γνωρίζαμε τὸ κορ-
μί του χωρὶς τὰ σημάδια τοῦ Ἀθώου ποὺ παιδεύτηκε;
Ἦρθε, ἐπέμενε, ἦρθε καὶ θά ῾ρθει καὶ θὰ ξανάρθει, ἀλ-
λὰ τοῦ ῾λειπε τὸ φῶς, τὸ κάτι, Νὰ κρατάει λάμπα κε-
ρὶ λάβαρο ἢ ἑξαπτέρυγο, Κι ἐκεῖνος πήγαινε πρὸς τὰ
ἐκεῖ νὰ τοῦ δώσει βοήθεια -ποιά βοήθεια- καὶ νὰ κρα-
τάει σκοπιὰ καὶ νὰ δίνει σινιάλο μὲ τὴ βαρκούλα ποὺ
θὰ ῾ρχότανε. Στὸ τέλος τὰ μπέρδευε, μᾶς μπέρδευε, κι
ὁ ἴδιος μπερδευόταν πιὸ πολύ, ἐγὼ εἷμαι μονάχα γιὰ νὰ
γράφω, λέει κάποτε, Ἀλλὰ τὸν ἄλλον, τὸν βρήκανε κά-
ποιοι ἄλλοι, ὅπως γίνεται πάντα μὲ τοὺς ἄλλους γιὰ τὰ
δικά μας, Στὸ δρόμο στεκότανε, σ᾿ ἕνα γεφύρι καὶ συ-
ζητοῦσε μὲ τὰ πουλιά, τώρα ποιά πουλιὰ καὶ ποιά γε-
φύρια μὴν τὰ ρωτᾶς, ἀναπαύσου μονάχα, κοιμήσου, Τὸ
σῶμα του ἔλαμπε, λέει, μαλαματένιο, Πορφύρες καὶ
μουσικὲς ἤτανε τὰ μαλλιά του, τὰ ἄλλα προφάσεις
γιὰ ν᾿ ἀκούγονται θαύματα γιὰ κείνη τὴν Παναγία στὸ λό-
φο, Καὶ γιὰ νὰ γράφουν οἱ κλεπταποδόχοι, Μασοῦσε
μᾶς λένε εὐκάλυπτο καὶ σὰ νὰ παραμιλοῦσε, ντυμένος
τὸν Ἅδη μὲ τὴν παντιέρα γιὰ τὸ βυθὸ ποὺ βούλιαζε
αὐτὸς κι ἐκεῖνος, ἡ ζωγραφιὰ- ὁ ἑτοιμόρροπος αἰώνας,

***

ΧΑΜΟΓΕΛΟΥΣΕ σὰν τ᾿ ἀγάλματα.
Κομμένα δάχτυλα σπασμένα χείλη σὰν ἀπὸ σκόρο
φαγωμένα κι ἀπὸ λέπρα
καὶ μέσα του ἕνα ἄλλο στερέωμα ἤτανε χῶρες
ἄγνωστες μὲ γλῶσσες ἔντρομες καὶ μιὰ γραφὴ
καθὼς τὸ ζῶο τὸ πληγωμένο ποὺ ἀγριεύει.
Στάθηκε λίγο νὰ φωτογραφηθεῖ,
Vite, vite, ψιθυρίζει στὸ Νιρβάνα.
Vite, vite, ψιθυρίζει ἀνήσυχος
μὰ γιὰ ποιόν καὶ τί σημαίνει,
Nous excitons la curiosité du public,
ἴσως γιὰ κεῖνα τὰ παιδιὰ τοὺς γαβριάδες
ποὺ τὸν τριγύριζαν περίεργα νὰ δοῦν τὴν ἀνακάλυψη
πανόραμα ἢ τὸ Μανόλη Αναγνωστάκη ποὺ μοῦ
τό ῾λεγε
καὶ τ᾿ ἄκουγε κι ὁ Σπύρος Βραχωρίτης τς... τς... τς...
Μὲ τὸ Νιρβάνα πάλι καὶ τὸν πολλὰ ὑποσχόμενο
Αὐγέρη, τότε-
στὰ μέρη τῆς Ἁγίας τῆς Εἰρήνης, ἐκεῖ στὸ ταβερνάκι
θὰ πεῖ στὸ νεαρὸ τὸ φίλο του ἀπ᾿ τὴν Αἴγυπτο
καθὼς θὰ σκύβει γιὰ νὰ φάει
τί ὡραῖος ποὺ εἷναι ὁ τράχηλός σου
καὶ θὰ τὸ λέει μὲ καμάρι πιὰ ὁ Αὐγέρης
καθὼς ποὺ λένε κάποτε οἱ ἄνθρωποι ὅταν πίνουν
γιὰ ἱστορίες τοῦ στρατοῦ ἢ κατακτήσεις.
Ὅταν μιλοῦν γι᾿ αὐτὸν
μοῦ ῾ρχονται στὸ μυαλὸ μαραγκιασμένοι ἄνθρωποι
στεγνοὶ σὰ στέρνες καὶ μισοὶ ἀπὸ παλιὲς
καὶ κληρονομικὲς ἀρρώστιες, ἀνάπηροι ἀπ᾿ τὶς φυλακές,
τὸν πόλεμο, τὶς ἐξορίες,
ποὺ ἔχουν τυλίξει τὸ λιβάνι σὲ χαρτάκια
καὶ τὸ πουλοῦν στὰ πανηγύρια
κι ἔξω ἀπ᾿ τὰ νεκροταφεῖα.

***

ΠΕΡΝΑΕΙ ἕνας φονιὰς καὶ τὸν ρωτάει κατὰ ποῦ πέφτει
ὁ δρόμος. Αὐτὸς τοῦ δείχνει τὸ δρόμο τῶν ἀθώων.
-Ἐκεῖ ἐκεῖ θὰ πρέπει νὰ σταθεῖς, τοῦ λέει, ἐκεῖ ἐκεῖ
καὶ θὰ τοὺς δεῖς, ἐκεῖ θὰ τοὺς γνωρίσεις. - Ποιούς;
τὸν ρωτάει ὁ φονιάς, - Γιατὶ αὐτοὶ μονάχα, - Μὰ
ποιούς; ξαναρωτάει ὁ φονιάς, - Ἔχουν τὰ μάτια ποὺ
κερδίζεται τὸ φῶς. Κίνησε νὰ φύγει ὁ φονιὰς γελώντας
καὶ τὸν εὐχαρίστησε. Τὸν φίλεψε μιὰ φούχτα ἁλάτι καὶ
ψωμί, - Δὲν ἔχω, λέει, ἄλλα, Κι εἶσαι μωρὲ κι ἀλα-
φροΐσκιωτος. - Ὅλα τὰ ἔχεις, λέει αὐτός. Καθὼς
ἔφευγε ξαναρωτάει ὁ φονιὰς ἀπ᾿ τ᾿ ἄλογό του. - Καὶ
δὲ μοῦ λές, ποιός ἔκανε κουμάντο, κυρ-Ἀλέξαντρε, στὴ
μοιρασιὰ τοῦ κόσμου, γιατὶ ἐγὼ πῆρα μονάχα ἕναν
κλῆρο ἀπονιᾶς κι ἔτσι μὲ ξέρει ὁ κόσμος. Λέει ὁ Ἀλέ-
ξανδρος. - Τὸν οὐρανὸ τὸν βλέπεις καὶ στὴ γῆ, ἂν
βλέποντας τὸ χῶμα, μόνο ἐκεῖνον σκέπτεσαι. Λέει ὁ
φονιάς. - Ἐγὼ κοιτάζω οὐρανὸ καὶ τὰ ματάκια μου
γεμίζουν αἷμα. Κοιτάζω χῶμα, πάλι αἶμα. Τὸ λοιπόν;
Λέει ὁ Ἀλέξανδρος. - Τὸ αἷμα εἶναι ὁ οὐρανός. Ἂν δὲν
τὸν βλέπεις, δὲ φταῖς ἐσύ. Κι εἶπε ὁ φονιάς. - Θέλω
νὰ δῶ. Λέει ὁ Ἀλέξανδρος. - Τὰ μάτια σου. Τὸ αἷμα
δὲ σκορπίστηκε ἀκόμη. Κοίταξε πάλι, κοίταξε, κι ὅταν
ξαναβρεθεῖς ἐδῶ μοῦ λές. Ἐδῶ πάντα θὰ μ᾿ ἕβρεις. Λέει
ὁ φονιάς. - Πάντα μαζί σου ἤμουνα. Μόνο τώρα μὲ βλέ-
πεις; Κι ἔχει παράπονο κι αὐτὸς κι ἔχει μιὰ λύπη τώ-
ρα σὰν ἄνθρωπος ποὺ τοῦ τὰ πῆραν ὅλα ξαφνικά. Λέει
ὁ Ἀλέξανδρος. - Ὑπάρχουμε κι οἱ δυὸ κάτω ἀπὸ κεῖνο
ποὺ πονᾶς καὶ μέσα σὲ κεῖνο ποὺ ὁ ἕνας τὸ κρατάει σφι-
χτὰ κι ὁ ἄλλος τοῦ κρατάει τὸ χέρι μὴν τὸ χάσει. - Δὲν
εἷναι αὐτὸ τὸ δύσκολο, τοῦ λέει ὁ φονιάς. Ἐγὼ σοῦ λέω
ἄλλα. Πάντα μαζί σου καὶ μὲ στέρηση. - Κατάλαβα,
τοῦ λέει ὁ Ἀλέξανδρος. Εἶμαι ὁ φονιάς μου. Γιατὶ ἐσὺ
κρατᾶς ἀπὸ τὸ γένος λουλουδιῶν κι ἀπὸ φυλὲς ποὺ εὐω-
διάζουν τὰ γραπτά τους, γιατὶ κοιμοῦνται μέσα τους που-
λιά. Ἐγὼ φυλάω τὴ σκοπιὰ σὲ τοῦτο τὸν αἰώνα, κι ὁ
κλῆρος μου εἷναι τῶν θυμάτων. Κι εἶμαι αὐτὸ κι αὐτὸς
ποὺ ἐπιθυμεῖς κι ἐγὼ τὸ προσκυνῶ, ὁ Κύριός μου κι ὁ
Δεσπότης μου.
Τὸ ρωμαίικο, αὐτὸ ἂς ὄψεται.
Δὲν ἔχει τέλος ὁ πόνος ὁ ἑλληνικός.

***

ΣΤΑ ΠΟΡΦΥΡΑ τὰ σεντόνια τοῦ ὕπνου
ἐκεῖ διαβάζει μονάχα τὸ ὄνομά του
κιθαρωδὸς τῆς νυκτὸς καὶ οἰνοπότης
Καὶ καθὼς ποὺ τοῦ ἔλαχεν ὁ κλῆρος τῶν θυμάτων
-αὐτὸς ὁ συρράπτης ἐπιφυλλίδων-
ὁλονὲν ἐχανόταν στὰ δαιμόνια τοῦ ρέματος
κι οἱ νεκροὶ ἂς ἀγρυπνοῦν κι ἂς πληθύνονται
στὴν κοίμηση τῶν λουλουδιῶν.
Πῶς νὰ δεῖ τὸ ἀλλιῶς καὶ πῶς νὰ τὸ σφραγίσει
καὶ χωρὶς τὸ σκοινὶ πῶς ν᾿ ἀνεβάσει ἀπ᾿ τὶς στέρνες
τ᾿ ἀηδόνια
καὶ νὰ νηστεύει πρὶν ζωγραφίσει τὸ μαρτύριο
τῶν ἀνθρώπων.
Φεύγουνε φεύγουνε οἱ ζωντανοὶ ὁλοένα
νεκροὶ ποὺ ντύνονται τὰ λόγια τῆς θαλάσσης
τὸν κόσμο πιὰ τὸν βλέπει μὲς στὰ χέρια του
ὸ μαῦρο φάντασμα ποὺ εἷδε στὸ κορμί του
τὸ μαῦρο φάντασμα ποὺ ἦταν τὸ κορμί του
(κι ὁλοένα πιὸ λίγοι κι ὁλοένα πιὸ μόνοι
ἐκεῖ ποὺ τελειώνει μιὰ ἐγκατάλειψη
καὶ περιμένεις τὴ συκοφαντία).
Τί παρελθὸν καὶ τί κορμὶ Πάντα τὸ ἴδιο κάνει.

***

Ο ΑΛΕΛΦΟΣ ΤΟΥ πρίγκιπας τῆς Σκιάθου
καὶ τῆς Σκοπέλου.
Οἱ ἀδελφές του οἱ Μεγάλες Δούκισσες
Οὐρανία, Χαρίκλεια, Σοφία, Κυρατσούλα,
(μεταξωτά, δαντέλες καὶ βελοῦδα καὶ ταφτάδες)
ὁ ἄλλος ποὺ ἔφυγε μικρός, διάδοχος τοῦ θρόνου τῆς ἐλιᾶς
καὶ πῆρε αὐτὸς τὸν τίτλο,
ὁ ἴδιος Κύριος καὶ Δεσπότης, πῆρε τὸ στέμμα
καὶ δέκα τίτλους
ἀπὸ τὸν πατέρα του, τὸ Δικαστὴ Ἱερέα, γενιὰ κι αὐτὸς
ἀπὸ τὸ δεντρὶ τοῦ Ἰούδα
-φαρμάκι μὲς στὰ φύλλα τοῦ γιαλοῦ-
καὶ τὴν ἐπικαρπία τῶν κτημάτων τ᾿ οὐρανοῦ
ἀπ᾿ τὴ μητέρα του.
Γενεὲς γενεῶν οἱ πριγκίπισσες λύπες του
κι ἀπὸ τὴν κούνια του
προφῆτες, ὅσιοι καὶ μάρτυρες
καὶ μοναχοὶ μὲ τὸ τρίχινο ράσο
καὶ τὴν καρδιὰ σὰ γυαλάκι τῆς λάμπας
στὸ ταπεινὸ τὸ γραφεῖο τοῦ ληξιάρχου ἐκεῖ
θὰ πρωτόγραψαν... Σήμερον, τὴν 4ην τοῦ μηνὸς
Μαρτίου, τοῦ ἔτους 1851,
ἐνώπιον ἐμοῦ τοῦ Ληξιάρχου τῆς πόλεως Σκιάθου
ἐμφανισθεὶς (ποιὸς ἐμφανίστηκε)
κι ἀργότερα, ὅσοι ψηλαφίζουν τὰ σκοτάδια καὶ ζοῦν
μὲ τὸ φῶς
Κι ὅσοι ψηφίζουν τὴ θάλασσα καὶ ζοῦν στὰ βουνά-
ἄχ, πόσα, πόσα τῶν ἄλλων, δικά μας, καὶ μόνο
γι᾿ αὐτοὺς-
ὡς σμῆνος ἀπειράριθμον πτερωτῶν ψυχῶν οἱ ἄλλοι.
Καρτερεῖτε κι ἐμέ, νὰ φωνάζει, καρτερεῖτε κι ἐμέ,
νὰ φωνάζω.
Κάπου, κάπου γίνεται μιὰ δίκη γιὰ μᾶς, ναί,
κάποιοι, ναί, κάπου δικάζουν, μακριὰ μᾶς δικάζουν
ἐρήμην μας,
πληρωμένοι δικαστές, ψευδομάρτυρες, διάδρομοι, ναί,
δικηγόροι,
καὶ χρόνια χρόνια, ναί. Τὸ κορμί του θὰ τὸ βλέπει,
πῶς τὸ βλέπει-
κι ὅλους ποὺ σκύβουν ἀπ᾿ τὸ ξανθό τους τὸ ἄλογο
καὶ τοῦ δίνουν ἐλεημοσύνη.
Καθώς, λοιπόν, ἐσήμαινε ὁ ὄρθρος
κι ἐνῶ στεκόταν μπρὸς στὴ βρύση νὰ πλυθεῖ
καὶ φανταζόταν μουσικὲς ποὺ εἶχε κλεισμένες
στὰ δίχτυα τῆς ψυχῆς του
καὶ τὰ νερὰ ἱερουργοῦσαν ἀκόμη μὲς στὸν ὕπνο του
ἐκεῖ γιὰ μᾶς σταμάτησε ἡ ζωή του
ἀλλὰ γιὰ τὸ σκοτεινὸ τρυγόνι
La diritta via era smarrita*.
*Δάντης: Ἡ εὐθεία ὁδὸς εἶχε χαθεῖ.
Ἡ μικρὴ ταπεινὴ ἐκκλησία τοῦ προφήτη Ἐλισσαίου βρισκόταν στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰώνα στὴν ὁδὸ Ἄρεως, στὸ Μοναστηράκι, καὶ ἐκεῖ πήγαινε ὁ Γέροντας καὶ ἔψαλλε στὶς ὁλονυχτίες.
Τὸ ποίημα εἷναι ἕνας φόρος τιμῆς καὶ συγχρόνως μιὰ παραληρηματικὴ ἀλλὰ κατανυκτικὴ συνομιλία τοῦ Μάνου Ἐλευθερίου μὲ τὸ συγγραφέα τῆς Φόνισσας. Τοιχογραφία μὲ ψηφίδες ἀπὸ γεγονότα, πρόσωπα καὶ συμβάντα τῆς ζωῆς τοῦ μεγάλου πεζογράφου μέσα ἀπὸ ἐπιστολὲς καὶ λογοτεχνικὰ κείμενά του.
Μιὰ ἐσωτερικὴ συνομιλία κι ἕνας διάλογος σὰν νυκτερινὸς ψαλμὸς ὀδύνης, ταπείνωσης καὶ συγχρόνως θαυμασμὸς καὶ προσευχὴ πρὸς τὸν Γέροντα, ποὺ τὸ 2001 ἔκλεισαν 150 χρόνια ἀπὸ τὴ γέννηση καὶ 90 ἀπὸ τὴν κοίμησή του.
-Ἡ πρώτη ἔκδοση ἦταν ἀφιερωμένη στὸν Ἀνδρέα Θ. Κίτσο-Μυλωνᾶ καὶ τὸν Εὐγένιο Σώγκα.
-Οἱ δὺο πρῶτες ἐκδόσεις τῆς συλλογῆς «Ἀγρυπνία γιὰ τὸ σκοτεινὸ τρυγόνι στὴν ἐκκλησία τοῦ προφήτη Ἐλισσαίου» κυκλοφόρησαν στὰ 1975 καὶ 1980 σὲ ἐλάχιστα ἀντίτυπα ἐκτὸς ἐμπορίου.(1)
Το κείμενο είναι :
(1)Από τον προσωπικὸ Ἱστοχῶρο του Νεκτάριου Μαμαλοῦγκου
http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/alexandros_papadiamantis/
Και ο Γκάτσος
Δεν έχω σπίτι πίσω για να ρθω
ούτε κρεβάτι για να κοιμηθώ
δεν έχω δρόμο ούτε γειτονιά
να περπατήσω μια Πρωτομαγιά
Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα
μου τα ‘πες με το πρώτο σου το γάλα
Μα τώρα που ξυπνήσανε τα φίδια
εσύ φοράς τα αρχαία σου στολίδια
και δε δακρύζεις ποτέ σου μάνα μου Ελλάς
που τα παιδιά σου σκλάβους ξεπουλάς
Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα
μου τα ‘πες με το πρώτο σου το γάλα
Μα τότε που στη μοίρα μου μιλούσα
είχες ντυθεί τα αρχαία σου τα λούσα
και στο παζάρι με πήρες γύφτισα μαϊμού
Ελλάδα  Ελλάδα μάνα του καημού
Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα
μου τα ‘πες με το πρώτο σου το γάλα
Μα τώρα που η φωτιά φουντώνει πάλι
εσύ κοιτάς τα αρχαία σου τα κάλλη
και στις αρενες του κόσμου μάνα μου Ελλάς
το ίδιο ψέμα πάντα κουβαλάς
Στίχοι Γκάτσος, μουσική Ξαρχάκος, τραγούδι Δημητράτος.
rembetiko Mana Mou Ellas

http://www.youtube.com/watch?v=k8nLLqMibc8&feature=related
Και;έχουμε τέτοια παραδείγματα σήμερα;
Από ένα μικρό δωμάτιο στο Mountain View, στην California ο Sal Khan διδάσκει τον κόσμο Δωρεάν. Ένας παγκόσμιος δάσκαλος 1.516 μαθημάτων που όλο και αυξάνουν. Οι 1.516 βιντεοσκοπημένες μίνι διαλέξεις του διδάσκουν όλη την Υδρόγειο δωρεάν. Τα θέματα του κυμαίνονται από απλή πρόσθεση μέχρι διανυσματικό λογισμό και τις εκστρατείες του Ναπολέοντα. Τα βίντεο του υπάρχουν στο YouTube.
“Ξεκινώ ένα εικονικό σχολείο για τον κόσμο, διδάσκοντας τα πράγματα όπως θα ήθελα να τα διδαχτώ”.
Ο Khan ποτέ δεν σπούδασε επίσημα και δεν είναι δάσκαλος. Τα σύντομα και χαμηλής τεχνολογίας βίντεο του τα φτιάχνει σε μια γωνία της κρεβατοκάμαρας του. Χρησιμοποιεί ένα βίντεο Camtasia των 200 δολαρίων, ενα Wacom Bamboo Tablet των 80 δολαρίων και ένα ελεύθερο αντίγραφο του SmoothDraw3 σε ένα οικιακό PC.
Όμως κάθε μέρα τις διαλέξεις του τις βλέπουν 70.000 φορές, δύο φορές όλο το φοιτητικό δυναμικό του UC Berkeley. Το κοινό του κυμαίνεται από ανθρώπους του δημοτικού μέχρι αναλυτές της Morgan Stanley και Πακιστανούς μηχανικούς. Αφότου ξεκίνησε η ιστοσελίδα του έχει δεχθεί 16 εκατομμύρια επισκέψεις.
Φωτογραφία από:
http://en.wikipedia.org/wiki/Salman_Khan_(educator)
http://www.khanacademy.org/about
Η εικόνα του τείχους του Πειραιά είναι από:
http://llogopedia.blogspot.com/
Υ.Γ.1.Η ανάρτηση που υπολόγιζα δεν ήταν γι’αυτό το θέμα,ήταν για το νέο νομοσχέδιο που ρυθμίζεi τα θέματα της Κοινωνικής οικονομίας, γεγονός που περιμέναμε πολλά χρόνια. Όμως δεν ξέρω τι κώδικες χρησιμοποιούν τα υπουργεία και δεν κατάφερα να ανεβάσω το κείμενο.Φυσικά θα ξαναπροσπαθήσω.
Υ.Γ.2.εδώ και κάποιες ημέρες ,σε ορισμένα blog δεν μου ολοκληρώνει την αποστολή σχολίου,έτσι σε πολλά κείμενα δεν πήγε ποτέ ότι έγραψα.
Το ιστολόγιο δεν ευθύνεται για το περιεχόμενο ξένων ιστοσελίδων.

Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2011

Τα βαμπίρ είναι παντοτινά

Αποδοχή της πραγματικότητας.
Ω!!!!! ο  Bill

Ο Bill Gates (αυτός που βρίζετε όταν κολλάνε τα windows) αναφέρει στην ομιλία του αυτή ότι προκειμένου να μειωθούν οι εκπομπές διοξειδίου, γίνεται εξαιρετική δουλειά με τα εμβόλια η οποία σε συνδυασμό με το σύστημα υγείας θα βοηθήσει στη μείωση του παγκόσμιου πληθυσμού κατα 15%. (τα εξηγούσε σε ένα βίντεο που δεν υπάρχει πια,το πάτησε το τραίνο...)
http://www.youtube.com/watch?v=kQeewGSGajk&feature=player_embedded
Αλλά δεν πειράζει.


Όλα ζουν αν τα θυμάσαι

Εδώ βρισκόμαστε σήμερα: στην Αίγυπτο,το Αφγανιστάν,το Μπαχρέιν τη Λιβύη... στον Πόλεμο.
Οι λαϊκές εξεγέρσεις στον αραβικό κόσμο συνεχίζονται, και χιλιάδες πολίτες στη Μέση Ανατολή και την Βόρειο Αφρική ξεσηκώνονται κατά των καθεστώτων. Εκτός ελέγχου είναι η κατάσταση στη Λιβύη, όπου οι πληροφορίες κάνουν λόγο για σφαγή, οι ξένες δυνάμεις ασκούν πιέσεις για εκτόνωση της κατάστασης στο Μπαχρέιν, ενώ στους δρόμους βγήκαν και πάλι οι φοιτητές της Υεμένης.


Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2011
Ο πρόεδρος του Σουδάν Όμαρ Χάσαν αλ Μπασίρ, ανακοίνωσε ότι δε θα θέσει υποψηφιότητα για νέα θητεία, σε μια προσπάθεια εισαγωγής μεταρρυθμίσεων για τον εκδημοκρατισμό της χώρας, σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters. 
21 Φεβρουαρίου 2011

Αποφασισμένος να αιματοκυλήσει τη Λιβύη παρά να παραιτηθεί εμφανίζεται ο Μουαμάρ Καντάφι, που αντιμετωπίζει τη μεγαλύτερη πολιτική πρόκληση στην 42χρονη εξουσία του.
Ελευθεροτυπία: Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2011

Αφγανιστάν: το ΝΑΤΟ θέρισε ξανά γυναικόπαιδα
Δεκάδες αμάχους, ανάμεσά τους πολλές γυναίκες και παιδιά, θέρισαν τις τελευταίες μέρες οι κοινές επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ και των αφγανικών δυνάμεων στην επαρχία Κουνάρ, σύμφωνα με δηλώσεις του τοπικού κυβερνήτη.



«Σκοτώθηκαν σε χερσαίες και αεροπορικές επιδρομές στην περιοχή Γκάζι Αμπάντ», δήλωσε στο πρακτορείο Reuters ο κυβερνήτης της Κουνάρ, Φαζλουλά Γουαχίντι. 
Ο ίδιος ανέφερε ότι μεταξύ των τουλάχιστον 64 νεκρών-αμάχων, οι 20 ήταν γυναίκες, τα 29 παιδιά ή έφηβοι και μόνο 15 ενήλικοι. Πηγή: Reuters,και enet.gr. 21 Φεβρουαρίου 2011
Επίθεση βομβιστή αυτοκτονίας στην Κουντούζ
Βομβιστής αυτοκτονίας σκότωσε και τραυμάτισε περίπου 40 ανθρώπους σε επίθεση που πραγματοποιήθηκε σε κυβερνητικό κτίριο στο βόρειο Αφγανιστάν. Κυβερνητικός αξιωματούχος της επαρχίας  δήλωσε στο πρακτορείο Ρόιτερς ότι ο βομβιστής αυτοκτονίας εξαπέλυσε το χτύπημα τη στιγμή που πλήθος πολιτών είχε σχηματίσει ουρά περιμένοντας να παραλάβει ταυτότητες. Η βία πλήττει την Κουντούζ ολοένα και περισσότερο καθώς το αντάρτικο των Ταλιμπάν εξαπλώνεται στο νότιο και το ανατολικό τμήμα της.
Βυθισμένη στο χάος η Λιβύη
Εκατοντάδες οι νεκροί ενώ χάνει έδαφος ο Καντάφι
Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2011 ( 15:07 )
«Αυτό που ζούμε είναι αδιανόητο. Αεροσκάφη και ελικόπτερα βομβαρδίζουν τυφλά τη μια περιοχή μετά την άλλη. Πυροβολούν ο, τι κινείται. Υπάρχουν πολλοί, πάρα πολλοί νεκροί», λέει ένας ανώνυμος κάτοικος της Τρίπολης, μιλώντας σε διεθνές ειδησεογραφικό δίκτυο.
Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=2&artId=386061&dt=22/02/2011#ixzz1EhP3qKhO
Ποταμοί αίματος θα κυλήσουν"απειλεί  ο γιος του Μουαμάρ Καντάφι, Σαΐφ αλ-Ισλάμ, σε τηλεοπτικό του διάγγελμα και προειδοποίησε για τον κίνδυνο εμφυλίου πολέμου, τονίζοντας ότι ο στρατός είναι αποφασισμένος να διαφυλάξει την τάξη με οποιοδήποτε κόστος.
«Η Λιβύη βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι. Είτε συμφωνούμε σήμερα σε μεταρρυθμίσεις, είτε δεν θα θρηνήσουμε 84 νεκρούς, αλλά χιλιάδες και ποταμοί αίματος θα κυλήσουν σε ολόκληρη τη Λιβύη», είπε στο διάγγελμά του.
Ο Καντάφι άνοιξε τις πύλες της κολάσεως
Με διάγγελμα  ξεκαθάρισε ότι προτιμάει να «πεθάνει σαν μάρτυρας» παρά να παραδώσει την εξουσία.
 http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=11381&subid=2&pubid=5546696
Τρομοκρατία, σφαγές, βομβαρδισμοί και δολοφονίες συνθέτουν το εκρηκτικό κλίμα
Μακελειό στην Τυνησία από τα μέσα Δεκέμβρη.
Φρίκη στη Νιγηρία.
Εκτιμάται ότι 300 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στα επεισόδια βίας μεταξύ μουσουλμάνων και χριστιανών στο βόρειο τμήμα της Νιγηρίας.
Και πιο μέλλον δρομολογούν οι  διαχειριστές;

The Great Global Warming Swindle _Greek Subtitles Part 6
https://vimeo.com/channels/344231/9092816


Και μέσα σε όλα και ο Εγκέλαδος.

Γλυπτό που τον αναπαριστά στον κήπο του ανακτόρου των  Βερσαλλιών
Ο Εγκέλαδος, ήταν ένας από τους Γίγαντες με εκατό χέρια (Εκατόγχειρες) γιος του Τάρταρου και της Γης. Όταν  θυμάται τον άδικο χαμό του,  εκδηλώνει το θυμό του με ηφαιστειογενείς εκρήξεις και σεισμική δραστηριότητα.
Και μετά;
Η ... κίνα ;
Η ... ιαπωνία ;
Η ... ιταλία ;
Η ... ισπανία ;
Η ... τουρκία ;
Η ... ρωσία ;
Η ... αλβανία ; ...

Κι εδώ σε εμάς;

Συγκαλυμμένος ρατσισμός από προοδευτικές πένες
Η Αφρική έχει επιλεγεί σαν ένα παράδειγμα "της έκφρασης της σκοτεινής ανθρώπινης φύσης" και των γεγονότων που εκδηλώνονται όταν βρισκόμαστε υπό την επήρεια αυτής. Ας εξερευνήσουμε λοιπόν τα γεγονότα, ας τα κάνουμε συνείδηση μας και ας δημιουργήσουμε ένα καινούριο κόσμο μέσα από τα λάθη του παρελθόντος.(απόσπασμα κειμένου)


Τα βαμπίρ είναι παντοτινά

Του ΜΑΚΗ ΝΟΔΑΡΟΥ στην enet.gr
Πάνω από τριάντα παιδικές ψυχές με ειδικές ανάγκες έχουν «δραπετεύσει», από το 1988 μέχρι σήμερα, από το ίδρυμα ΚΕΠΕΠ των Λεχαινών Ηλείας, «αθόρυβα» χωρίς οι αρμόδιοι να δημοσιοποιήσουν τα αίτια και τις ακριβείς συνθήκες του θανάτου τους.Έχει συνέχεια:
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=251922
Δεν είμαστε τέτοιοι ή πάντα ήμαστε τέτοιοι και το κρύβαμε;(3)

Η αθλιότητα της ζωής έγινε η 


Τα βαμπίρ είναι παντοτινά
Η μανία με τους βρικόλακες ως αλληγορία για το κυνήγι της άφθαρτης νεότητας, της παντοδυναμίας και του ανέφικτου έρωτα.(2)
Η καταγωγή του πιο δημοφιλούς σύγχρονου μύθου μπορεί να χάνεται στην Κεντρική Ευρώπη των μεσαιωνικών χρόνων, αλλά η αξεπέραστη ελληνική μυθολογία έχει να επιδείξει στοιχειά όπως η Έμπουσα ή η Λάμια, που έχουν πολλά κοινά στοιχεία με το αιμοβόρο τέρας που ξυπνάει τρόμο και λαγνεία στις καρδιές των ανθρώπων. Η Λάμια ήταν βασίλισσα της Λιβύης και ερωμένη του Δία, που ορκίστηκε να πάρει εκδίκηση για τη δολοφονία των παιδιών της από την Ήρα πίνοντας το αίμα των άλλων παιδιών. Η Έμπουσα, που ανήκε στην κουστωδία της θεάς του Κάτω Κόσμου, Εκάτης, και μπορούσε να πάρει διάφορες μορφές, ανέβαινε στον κόσμο των ζωντανών για να τους πιει το αίμα. Μετά από αυτές τις τρομερές «κυρίες», η εγχώρια παράδοση δεν έχει να επιδείξει άλλους σπουδαίους βρικόλακες (ή βουρδούλακες, όπως είναι γνωστοί στην ελληνική ύπαιθρο), παρόλο που η ορθόδοξη Εκκλησία έβαλε το χεράκι της στην εδραίωση των δοξασιών για την ύπαρξή τους με τη διδασκαλία της περί αφθαρσίας του σώματος ως αποτελέσματος αφορισμού. Πολύτιμες πληροφορίες για τις ελληνικές δοξασίες περί βρικολάκων υπάρχουν στην εξαιρετική μελέτη του Μόνταγκ Σόμερς, «Ο Έλλην βρυκόλαξ» (εκδόσεις Δελφίνι 1995), όπου παρατίθεται και η άποψη του Ν.Π. Πολίτη, καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από το βιβλίο του «Παραδόσεις του ελληνικού λαού»: «Οι κάτοικοι της Σαντορίνης είναι γνωστοί ως οι ικανότεροι και πιο αποτελεσματικοί εξολοθρευτές βρικολάκων»! Το βιβλίο κλείνει έξοχα με την παράθεση του παραδοσιακού τραγουδιού «Του νεκρού αδερφού», το οποίο διηγείται την ιστορία του Κωνσταντή που σηκώνεται από τον τάφο για να εκπληρώσει μια υπόσχεση που έχει δώσει στη μητέρα του. Το τραγούδι τελειώνει με δύο γυναίκες να πεθαίνουν αγκαλιασμένες, ενώ ο Κωνστανής γίνεται άφαντος. Επιστρέφει άραγε στον Κάτω Κόσμο ή μένει να ταλαιπωρεί τους ζωντανούς; Δεν το μαθαίνουμε ποτέ. Οι βρικόλακες της σύγχρονης λογοτεχνίας κράτησαν τα καλά της φανταστικής ύπαρξής τους και ξεφορτώθηκαν κάθε μειονέκτημα: Περπατούν στο φως της μέρας, μερικοί ακόμα κι όταν καίει ο ήλιος, δεν έχουν πρόβλημα να βολτάρουν σε εκκλησίες, βλέπουν την αντανάκλασή τους σε καθρέφτες, βγαίνουν φωτογραφίες, επιλέγουν να επιβιώνουν πίνοντας το αίμα μόνο ζώων, και φυσικά ερωτεύονται με εφηβικό πάθος ..


Και επειδή το κλίμα είναι βαρύ, δώσε μας ένα χαμόγελο ....





Εφευρετικοί οι νέοι της Αιγύπτου στην προσπάθειά τους να προφυλαχθούν


H ΕΛΛΑΔΑ ΞΕΦΕΥΓΕΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΤΡΟΪΚΑΝΟΥΣ !
Πατήστε στο σύνδεσμο γιατί η ενσωμάτωση είναι απενεργοποιημένη.
http://www.youtube.com/watch?v=5tzeMnAAnjM&feature=related
Η πραγματική ιστορία του Κυνόδοντα συμβαίνει εδώ και πολλά χρόνια στην Κρήτη.
7 Φεβρουαρίου 2011 by SykoFantiS Bastoyni
Διαβάστε έτσι ώστε αν δείτε την ταινία να είστε λίγο πιο … υποψιασμένοι.
http://www.e-cannibals.gr/blog/?p=3981
(1)http://thalamofilakas.blogspot.com/2011/02/blog-post_5326.html
Αποσπάσματα από κείμενο της Αναστασίας Καμβύση
(2)http://www.bookpress.gr/afieromata/iounios/vampire-einai-pantotina
(3)http://simplemangreek.blogspot.com/2010/07/blog-post_28.html
http://garizo.blogspot.com/search/label/%CE%91%CE%A6%CE%A1%CE%99%CE%9A%CE%97
Εικόνες από:
http://garizo.blogspot.com/
http://www.texnologia.gr/
 http://palioskilo.blogspot.com/2011/02/improvised-helmets-in-streets-of-cairo.html
Το ιστολόγιο δε ευθύνεται για το περιεχόμενο ξένων ιστοσελίδων.
Γράψτε ένα σχόλιο

Σάββατο 19 Φεβρουαρίου 2011

Ακτιβισμός και social media

Κάλεσμα για την Κυριακή 20 Φεβρουαρίου - Ώρα 11:00 πμ
Μικροί και μεγάλοι,
ελάτε να φυτέψουμε σπόρους από ντόπιες παραδοσιακές ποικιλίες που θα χαριστούν στη γιορτή του Απρίλη ώστε να βοηθήσουμε στη διατήρηση και διάδοση τους επαναπροσδιορίζοντας αξίες που χάνονται λόγω της εμπορευματοποίησης της διατροφής μας.
Τα παιδιά θα συμμετάσχουν στο περιβαλλοντικό εργαστήρι, φυτεύοντας και υιοθετώντας τους σπόρους τους.
Μετά την σπορά θα ακολουθήσει συλλογική κουζίνα.
Περισσότερα: http://votanikoskipos.blogspot.com/
Μαθαίνοντας από το περιβάλλον και ο ένας από τον άλλο για μία εναλλακτική πραγματικότητα του εδώ και τώρα.
Η Ομάδα Πρωτοβουλίας Οικογιορτής Μαραθώνα
Ζητά βοήθεια.
Παρακαλούμε  λένε, επικοινωνήστε μαζί μας αν θέλετε και πιστεύετε ότι μπορείτε να βοηθήσετε σε κάποιο από τα παραπάνω στάδια και τομείς της προετοιμασίας! Η βοήθειά σας είναι πολύτιμη και η εμπειρία πιστεύουμε που θα έχουμε όλοι ότι θα είναι μοναδική.
Το mail επικοινωνίας είναι marathon.ecogathering@gmail.com
Σύντομα θα αναγγελθεί η ημερομηνία και ο τόπος της πρώτης συνάντησης
γνωριμίας με τους βιοκαλλιεργητές της περιοχής μας για να συζητήσουμε μαζί την προετοιμασία της πρώτης Οικογιορτής του Μαραθώνα, τους στόχους της και τα οργανωτικά. (η συνάντηση αυτή θα είναι πιθανότατα την επόμενη Κυριακή 27 Φεβρουαρίου)
Υπάρχει από τώρα όμως ανάγκη βοήθειας στη προετοιμασία αυτής της
αυτο-οργανωμένης προσπάθειας και θα αναζητήσουμε τρόπους με τους οποίους μπορεί ο καθένας να βοηθήσει. Το μήνυμα αυτό σας έχει σταλεί με την εντύπωση ότι είστε ανάμεσα στα άτομα που θα έχετε την όρεξη και τη δυνατότητα να βοηθήσετε ή θα μπορέσετε να μεταφέρετε αυτή την πρόσκληση σε άλλους που ίσως θα ήθελαν και θα μπορούσαν να βοηθήσουν!
Στο μεταξύ εδώ θα βρίσκετε πληροφορίες για την προετοιμασία της εκδήλωσης:http://marathonecofestival.wordpress.com/ και,
http://oikogiorti.gr/
Και ακόμη
The revolution will not be tweeted
Σ’ ένα πρόσφατο άρθρο του στο περιοδικό New Yorker, ο συγγραφέας Malcolm Gladwell, έκανε δριμεία κριτική στους ευαγγελιστές των social media. Ουσιαστικά, ο συγγραφέας είπε ότι ο ακτιβισμός στα social media είναι αναποτελεσματικός. Κατά τον Gladwell, αυτό που γίνεται στα social media δεν είναι καν ακτιβισμός, αλλά μια μορφή συμμετοχής των χρηστών σε κάποιες δημόσιες εκδηλώσεις στήριξης και διαμαρτυρίας διάφορων τάσεων. Η επιχειρηματολογία του βασίζεται στη διάκριση των όρων ακτιβισμός και social media.
Απ’ τη μια ο ακτιβισμός είναι μια υψηλού ρίσκου δράση, απαιτεί ισχυρούς δεσμούς μεταξύ των συμμετεχόντων, μια ιεραρχική δομή οργάνωσης και πραγματικές θυσίες απ’ την πλευρά των πολιτών, ενώ απ’ την άλλη τα social media αφορούν σε χαμηλού ρίσκου δραστηριοποίηση, δημιουργούν χαλαρούς δεσμούς μεταξύ των χρηστών, βασίζονται σε δίκτυα κι όχι ιεραρχίες, ενώ δεν αξιώνουν πραγματικές θυσίες, μερικά κλικ μπορούν να είναι αρκετά. Ως διάκριση όρων, το σχήμα του Gladwell γενικά με βρίσκει σύμφωνο.
Τόσο ο ακτιβισμός όσο και τα social media έχουν αυτά τα χαρακτηριστικά που περιγράφει. Το λάθος όμως που κάνει ο αρθρογράφος είναι ότι θεωρεί αυτές τις δομικές διαφορές αξεπέραστες, ότι ουσιαστικά ακτιβισμός μέσω των social media δεν θα μπορέσει ποτέ να υπάρξει. Νομίζω ότι η πραγματικότητα ολοένα και πιο συχνά θα τον διαψεύδει. Τα social media είναι σχετικά νέα υπόθεση: ακόμα πειραματιζόμαστε, ακόμα δοκιμάζουμε. Σε πολλές περιπτώσεις υπάρχουν θετικά δείγματα ευαισθητοποίησης και κινητοποίησης πολιτών. Στην υπόθεση των παράνομων διαφημιστικών πινακίδων, που με αφορά και προσωπικά, μπορεί να μη ξεχύθηκαν χιλιάδες άνθρωποι στους δρόμους, αλλά δημιουργήθηκε μια δυναμική μέσω των social media, που επί δέκα χρόνια ήταν αδιανόητη μόνο με την αποσπασματική κάλυψη των παραδοσιακών Μέσων.
Φυσικά, τα social media δεν είναι πανάκεια. Ο ακτιβισμός απαιτεί όντως δέσμευση, ισχυρούς δεσμούς, δομές που ευνοούν την λήψη αποφάσεων, τη στρατηγική, κι έχει μεγάλο ρίσκο ενώ τα social media, όπως βλέπουμε στο facebook ευνοούν τα ανέξοδα κλικ, μια πρακτική εξαιρετικά αλλοτριωτική, που θέλει τους χρήστες να συμμετέχουν σε δεκάδες κι εκατοντάδες διαμαρτυρίες χωρίς ουσιαστικά να φέρνουν οποιοδήποτε αποτέλεσμα ή να συνδέονται με κάποιο ουσιαστικό τρόπο μεταξύ τους. Αλλά βέβαια, είμαστε ακόμα στην αρχή.
Ο Gladwell τιτλοφορεί το άρθρο του Small Change (Μικρή Αλλαγή) με υπότιτλο The revolution will not be tweeted (Η επανάσταση δε θα γίνει τουήτ). Όμως πολλές μικρές αλλαγές μπορούν να οδηγήσουν σε μια μεγαλύτερη, και η όποια επανάσταση μπορεί να κρυφτεί σε χιλιάδες τουήτς…
Τα παραδείγματα αλλάζουν. Μπορεί να μην ευνοείται μια μεγάλη δομική αλλαγή μέσω των social media, αλλά μπορούν να επιταχυνθούν εξελίξεις, να δημιουργηθούν δυναμικές, να πιεστούν αρμόδιοι, να κινητοποιηθούν πολίτες και να αυτο-οργανωθούν.
Για το τελευταίο, αυτό που λέει ο Gladwell είναι ενδιαφέρον. Τα δίκτυα δεν είναι αποτελεσματικά, λέει, γιατί δημιουργούν χαοτικές συνθήκες, οι οποίες αποτρέπουν την κεντρική λήψη αποφάσεων και την εκπόνηση στρατηγικών, ενώ όλες οι αποτελεσματικές οργανώσεις στηρίζονται σε ιεραρχίες. Τα social media είναι μ’ άλλα λόγια «σκορποχώρι», ενώ ο ακτιβισμός απαιτεί δομή στρατού. Και πάλι ο Gladwell αποκλείει το ενδεχόμενο αυτές οι δύο αντικρουόμενες δομές να συνεργάζονται στη βάση συγκεκριμένης ατζέντας, διατηρώντας την αυτονομία τους στη γενική εικόνα. Συχνά, τα social media κάνουν τη δουλειά του ενορχηστρωτή και του «στρατολόγου», συνιστούν δηλαδή ένα στάδιο ή ένα μέρος ενός ακτιβισμού.
(1)Ο Ουάελ Γόνεμ, είναι το στέλεχος του ομίλου Google που συνελήφθη και κρατήθηκε επί πολλές ημέρες από τις αιγυπτιακές υπηρεσίες ασφαλείας επειδή συμμετείχε και οργανωτικά στις αντικυβερνητικές διαδηλώσεις.
Καταληκτικά: ενώ ο Gladwell αριστεύει στην ανάλυση, αδυνατεί ή δε θέλει να εμπνεύσει ή να εμπνευστεί κάποιου είδους σύνθεση, κάτι που είναι κατά τη γνώμη μου ζητούμενο σήμερα. Ακτιβισμός στα social media μπορεί να υπάρξει, αν υπάρχει συγκεκριμένο αίτημα κι έστω ένας τουλάχιστον χρήστης που το υποστηρίζει. Από εκεί και πέρα, όλα είναι ανοικτά. Είτε θα ακολουθηθεί ο πράγματι αποτελεσματικός δρόμος των παραδοσιακών ακτιβισμών, της δέσμευσης, της οργάνωσης, του υψηλού ρίσκου κ.λπ. είτε της φούσκας των ανέξοδων κλικ του facebook.
Εξαρτάται απ’ τους χρήστες, όχι απ’ το Μέσο. Το Μέσο όσο αποκλείει τον ακτιβισμό τόσο του δίνει και νέες ευκαιρίες. Εμείς είμαστε το Μέσο, που λέει κι ο Νταν Γκίλμορ. Απ’ το δωμάτιό μας, δεν μπορεί να μη γίνει η επανάσταση όπως τη φαντάζεται ο Gladwell, αλλά πολλές μικρές αλλαγές, που θα μεταφερθούν στον πραγματικό χώρο, και θα κάνουν μια μεγαλύτερη. Εκτός κι αν στην πορεία αλλοτριωθούμε. Τότε θα φταίει όμως μόνο το Μέσο; Ή συνολικότερα η κοινωνική μας οργάνωση; Νομίζω ότι απ’ το να συζητάμε διαρκώς θεωρητικά για τα ίδια τα Μέσα, είναι προτιμότερο να δοκιμάζουμε τις αντοχές, τα όρια και τις δυνατότητές τους προς το συμφέρον του κοινού καλού. Και να μιλάμε αφού έχουμε επιτύχει ή αποτύχει σε κάτι. Και γιατί όχι; Να το μοιραζόμαστε με τους άλλους στο twitter!
Του Μανώλη Ανδριωτάκη από το http://andriotakis.wordpress.com/
Όμως ….
Ένα μήνυμα μπορεί να βρει πολλούς τρόπους να ταξιδέψει..
Από χθες οι χρήστες του ίντερνετ στο Μπαχρέην μπορούν να διαβάσουν το ιστολόγιο "Mahmood's Den" του Mahmood Al-Yussef μόνο με ειδικό πρόγραμμα πλοήγησης, καθότι η κυβέρνηση έχει αποκλείσει από χθες την πρόσβαση σε αυτό μέσω των επισήμων διαδικτυακών παρόχων της χώρας. Εμείς όμως, μπορούμε να κλικάρουμε το Κρησφύγετο του Μαχμούντ χωρίς κανένα πρόβλημα,και βρίσκεται στη διεύθυνση: http://mahmood.tv/
Εικόνα του τραίνου από:http://melbourneartcritic.wordpress.com/2010/05/31/athens-graffiti/
(1)«Ο Ουαέλ Γονίµ είναι ο πιο σηµαντικός µπλόγκερ στην Αίγυπτο, οι µπλόγκερ ξεκίνησαν την επανάσταση, αλλά πολύ γρήγορα η επανάσταση τους ξεπέρασε. Μου έλεγαν – γιατί τους ξέρω όλους – ότι µε 30.000 διαδηλωτές θα ήταν ευχαριστηµένοι, και φτάσαµε τα 12 εκατοµµύρια!»
26 Ιανουαρίου 2011- Οι ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης Facebook και Twitter που είχαν χρησιμοποιηθεί για να οργανωθούν οι διαδηλώσεις παύουν να λειτουργούν στην Αίγυπτο. Περίπου 90.000 άτομα είχαν δηλώσει στο Facebook ότι ήταν έτοιμα να διαδηλώσουν.

7 Φεβρουαρίου - Πρώτη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου μετά τον ανασχηματισμό. Το στέλεχος του Google Ουάελ Γόνιμ απελευθερώνεται μετά από 12 ημέρες στη φυλακή.
Αποσπάσματα από το χρονικό των γεγονότων της Αιγύπτου,από τη NAFTEMPORIKI
Για την προέλευση της  εικόνας  με τη μοντέρνα Αγιογραφία δεν μπορώ να πω πολλά, γιατί  ακόμη μια φορά,δεν θυμάμαι  από που την έχω.
Το ιστολόγιο δεν ευθύνεται για το περιεχόμενο ξένων ιστοσελίδων.


Τρίτη 15 Φεβρουαρίου 2011

Αν έχεις σαν κι εμένανε απάνθρωπη καρδιά

Παιδαγωγικές ιστορίες. ΣΤ'
Ο Κούρτζ
Μεσημεριάτικος ύπνος, έβλεπα εφιάλτη. Ξυπνώντας, κάθησα να τον γράψω. Τα κενά τα συμπλήρωσα σ' ένα χαρτί για πλάκα.
Είχαν περάσει τα χρόνια, η κρίση είχε κυλήσει πιο πέρα, στο Κονγκό, γης μαδιάμ. Δεν υπήρχε πια ΟΗΕ, είχα μείνει άνεργος, και περπατούσα σε μία συνοικία, λασποκαλύβες με τσίγκινη σκεπή, χωρίς λεφτά, χωρίς χαρτιά, χωρίς αυτοκίνητο, χωρίς ταυτότητα, τίποτα. Συνάντησα ένα κορίτσι.
-Ποιανού είσαι; το ρωτάω.
-Κανενός, μου λέει. «Ο πατέρας μου βίασε τη μάνα μου, και τώρα δεν με θέλει κανένας γιατί είμαι του εχθρού.»
Αργότερα με πλησίασαν άνθρωποι της Εταιρίας να πάω να βρω κείνο τον πράκτορά τους που είχε ιδρύσει στις Λίμνες ιδιωτικό κράτος και να τον εξουδετερώσω πριν πάρει το θέμα έκταση. Ποιος ήταν πραγματικά ή άλλες λεπτομέρειες, δεν μου είπαν. Στις Βρυξέλλες γνώρισα τους βοηθούς μου, πέντε τον αριθμό.
Ένας κοντός που φόραγε φανέλα με το νούμερο εννιά της εθνικής Αγγλίας ειρωνεύτηκε, "εσύ είσαι που θα γίνεις ο Κούρτζ στη θέση του Κούρτζ;"
Οι άλλοι γέλασαν και μπήκαμε σ’ ένα αρχαίο Αντόνοφ. Ούτε διαβατήριο, ούτε τίποτα, μόνο τη φωτογραφία του Κούρτζ. Στην απογείωση κοίταζα τα φώτα σ’ ένα αυτοκινητόδρομο.
"Μην ανησυχείς", είπε πάλι ο κοντός, "εκεί στο Κονγκό είναι πανεύκολο, το δύσκολο ήταν στο Αφγανιστάν".
Τον ρώτησα τι έκανε στο Αφγανιστάν.
"S.A.S", είπε, "ειδικές αποστολές, προετοιμάζαμε το έδαφος. Όμως εδώ είμαστε ελεύθεροι επαγγελματίες, ακριβώς όπως εσύ". Προσγειωθήκαμε χαράματα. Μού δώσαν λεφτά για το ποταμόπλοιο, χρωματιστά μερμήγκια, άντρες με φορτωμένα ποδήλατα, γυναίκες με μπόγους στο κεφάλι, αλητάκια που ζητιάνευαν, “donnez-moi petit monnaie, donnez-moi petit monnaie”.
–Εσύ βρίσκεις τον Κούρτζ, κι’ εμείς εσένα, ο Δούρειος Ίππος, είπε ο κοντός κι’ εξαφανίστηκε.
Το πλήθος άλλαζε σε κάθε σταθμό καθώς ανεβαίναμε το ποτάμι. Ήμουν ο μόνος λευκός, κι’ όλοι στρέφαν απάνω μου τα πελώρια μάτια τους. Την τρίτη μέρα -κατά τας γραφάς- ένας πελώριος μαύρος με κουστούμι Αρμάνι με πλησίασε και μου είπε πως ο κύριος Κούρτζ ανυπομονούσε να με γνωρίσει. Κατεβήκαμε στην επόμενη σκάλα. Το πλήθος των γυναικών με περικύκλωσε κι’ άρχισε να με σπρώχνει και να με τραβάει γελώντας και να μου χουφτώνει τα τέτοια. Μού πήραν όσα λεφτά μου είχαν απομείνει, τα ρέιμπαν, το ρολόι και το πουκάμισο. Έπεσα κάτω, εμφανίστηκαν τότε κάτι πολεμιστές από έργο του εξήντα, κι’ άρχισαν να με χτυπάνε με καδρόνια και πέτρες. Μ' έσωσαν οι σωματοφύλακες εκείνου του πελώριου ανθρώπου. Φύγαμε σε δύο τογιότα πατρόλ, ψηνόμουνα στον πυρετό για χιλιόμετρα, άσφαλτος, χωματόδρομοι, ζούγκλα, λόφοι, μπανανοφυτείες, πρέπει να έβλεπα εφιάλτη πως βούταγα στη θάλασσα, δεν μπορούσα να βγω στην επιφάνεια, πνιγόμουν. Παράξενος ύπνος, μέσα στον εφιάλτη μου έβλεπα έναν άλλο εφιάλτη.
Στο τέλος εμφανίστηκε κι' εκείνος. Ο Κουρτζ.
–Από που είσαι, ρώτησε. Μετά, δεν θυμάμαι.
-Κοίτα γύρω σου, είπε ο Κούρτζ. "Επί Γης Ειρήνη"…
Ξύπνησα πεταμένος στον λάκκο της εξόρυξης. Γυναίκες και άντρες γυμνοί έσκαβαν ή ασελγούσαν στη λάσπη. Ποιάς Κίρκης γουρούνι ήμουνα;
-Τα Ηνωμένα μου Έθνη, φώναξε.
Γύρω, το συνοθύλευμα της συνοδείας του: ιντεραχάμουε και χούτου των πάλαι ποτέ FAR, αντάρτες μπανιαμουλέγκε, μάϊ-μάϊ αιμοδιψείς, κογκολέζοι λιποτάκτες και τούτσι βετεράνοι του FPR, χέμα και λέντου με τόξα και ακόντια, στρατηγοί της Ρουάντας, της Ουγκάντας, του Μπουρούντι, της Ανγκόλας, της Ζιμπάμπουε και της Ναμίμπιας, ατζέντηδες υπερακτίων, οροθετικές πόρνες, η χήρα ενός πρώην αυτοκράτορα, οπλαρχηγοί, πρόεδροι, και ήταν όλοι παιδιά, πολλά παιδιά με καλάζνικοφ και χειροβομβίδες...
-Φυλές που υποκινήσαμε. Κινήματα που κατασκευάσαμε. Μπίλιες του μπιλιάρδου, χτυπάς τη μία, χτυπάει την άλλη, να πέσει μία άλλη στη μαύρη τρύπα. Τα κράτη που διαλύονται στο ψέμμα που τα γέννησε, πια δεν εξυπηρετούν…
Ένας Θεός, ο Φόβος… Ένας Προφήτης, Εγώ…
Από αιχμάλωτος είχα βρεθεί προστατευόμενος. Υποψιαζόταν γιατί με είχαν στείλει; Ήταν ερωτευμένος πάντως με την φωνή του, τον άκουγα χωρίς να διακόπτω.
-Ο Μομπούτου, ο Τσόμπε, ο Καζαβούμπου, όλους τους γνώρισα, ήμουν εδώ πριν από αυτούς. Ο Λουμούμπα! Ένας μανιακός! Είτε το πιστεύετε είτε όχι, αυτός πρώτος το ξεκίνησε το μπουρδέλο, είναι στην ανθρώπινη φύση, έστειλε τον στρατό στη Μπακουάνγκα το εξηντα, έπνιξε την αποστασία στο αίμα, τι νομίζετε πως ήταν; ο Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης; χε-χε, ο Άγιος Φραγκίσκος με ρώσικα αεροπλάνα, καταλαβαίνετε γιατί τον περιποιήθηκαν τόσο όταν τον έστειλε ο Μομπούτου πακέτο στην Κατάνγκα. Τέλος πάντων, ο Ψυχρός Πόλεμος ανήκει στο παρελθόν, οι φασουλήδες των κομμουνιστών έγιναν θεσμικοί εταίροι των αμερικάνων, ακούς εκεί θεσμικοί εταίροι! 
Ο Καγκάμε, ο Μουσεβένι, ο Καμπίλα, ο Ντος Σάντος, άπαντες προϊόντα αυτής της μετάλλαξης, ας έρθουμε όμως στο θέμα μας, εγώ το είχα πει στην Εταιρία από το ενενήντα, χωρίς τους σοβιετικούς ο Μομπούτου ήταν άχρηστος, κι' επιπλέον ήταν πλέον ασύμφορος, πουλούσε πολύ ακριβά. 
Οι γάλλοι ήταν αρνητικοί, ο Μομπούτου ήταν η μόνη εγγύηση για όση επιρροή τους απέμενε εκεί, αντιδρούσαν στην προοπτική της αποσταθεροποίησής του, αντίθετα οι αμερικάνοι ενθουσιάστηκαν. Στην αρχή η επιχείρηση πήγε θαυμάσια, ειδικά όταν εξουδετερώθηκε ο Ρουϊγκέμα, γνωρίζετε τις λεπτομέρειες, χε-χε. Ο Μιτεράν λύσαξε φυσικά που η Εταιρία τον αγνόησε, έστειλε την Λεγεώνα στην Ρουάντα, ισορρόπησε την κατάσταση προς στιγμήν, αλλά ήταν φανερό, η Λεγεώνα ήταν κάτι προσωρινό, η Γαλλία δεν μπορούσε να εμπλακεί σε μιά νέα Ινδοκίνα. Εφηύρε λοιπόν εκείνη την συνθήκη στην Αρούσα, ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσαν να πετύχουν οι βατραχοφάγοι, την ώρα της μοιρασιάς θα επικρατούσε ένα απερίγραπτο χάος, απερίγραπτο χάος σας λέω, κάτι σαν λιβανέζικη σαλάτα, φατούς την λένε, την τρώνε και στην Κύπρο νομίζω, φατούς, διαπραγματεύσεις, βόμβες, δολοφονίες, εκλογές, εθνοκαθάρσεις, ξανά διαπραγματεύσεις, μικρά-μικρά κομματάκια, όλα ένα καλό ανακάτεμα, ωστόσο όλα μένουν μέσα στην γεωγραφικώς περιορισμένη σαλατιέρα, το τέλμα, όλα κολλάνε στο τέλμα, δεν υπάρχει νικητής, με εννοείτε, οπότε στο Ζαΐρ -όσον καιρό οι ρουαντέζοι θα ασχολούνταν με τα δικά τους- στο Ζαΐρ, λοιπόν, ο Μομπούτου θα κοιμόταν ήσυχος σ' αυτό το ρουαντέζικο μαξιλαράκι, χε-χε, λαμπρό μυαλό ο Μιτεράν, λαμπρό.
 Και ο Μομπούτου, τι κλέφτης, θεέ μου, ο κρατικός προϋπολογισμός και ο λογαρισμός του στην Ελβετία, ένα και το αυτό! Υπήρξε χρήσιμος αναμφίβολα, αλλά ας είμεθα σοβαροί, ο Μομπούτου να διαπραγματεύεται ίσοις όροις με την Εταιρία, ανήκουστο, ειδικά εκείνη την στιγμή, την κρίσιμη στιγμή, ακριβώς στο μπουμ των ηλεκτρονικών, καταλαβαίνετε...
-Έτσι φτάσαμε στο σχέδιο με τις ρώσικες ρουκέτες. Α! οι υπηρεσίες των γάλλων, αυτή τη φορά δεν ανακατεύτηκαν, χε-χε, όμως στο Παρίσι φυσικά κάποιοι γνώριζαν, άνθρωποι χωρίς τις γνωστές εθνικιστικές καθηλώσεις, καταλαβαίνετε, το ευρωπαϊκό κλιμάκιο της Εταιρίας χτίστηκε πάνω στα ερείπια της Gladio, βέβαια με την λήξη του Ψυχρού Πολέμου ο Γκροσούβρ είχε περιπέσει σε δυσμένεια, κανείς δεν τον χρειαζόταν πια, είχε διατηρήσει ωστόσο κάποιες επαφές εκεί μέσα η γριά αλεπού, κάτι λοιπόν έφτασε στ' αυτιά του, καθώς λοιπόν έψαχνε μιαν υπαρξιακή κολυμπήθρα να εξαγνιστεί πριν την οριστική σύνταξη, χε-χε, σκέφτηκε να προειδοποιήσει τον Χαμπιαριμάνα, φοβόταν όμως πως ο Χαμπιαριμάνα στον πανικό του να σώσει το τομάρι του θα αποκάλυπτε την πηγή της διαρροής, δηλαδή τον Γκροσούβρ, οπότε ο Γκροσούβρ ανέθεσε στον Μομπούτου να ενημερώσει εκείνος τον Χαμπιαριμάνα για το σχέδιο χωρίς να ανακατευτεί ο ίδιος, μεταξύ ψυχροπολεμικών βροντοσαύρων εμπιστοσύνη, καταλαβαίνετε, χε-χε, αλλά τελικώς και ο Μομπούτου πανικοβλήθηκε, ταλαντευόταν διαρκώς ο Μομπούτου, υπερήλικας πια και άρρωστος, σκέφτηκε πως αν ο Γκροσούβρ παραληρούσε λόγω πικρίας για τον παραμερισμό του και γεροντικής άνοιας, ποιόν θα κατηγορούσαν ότι σαμποτάρει την διάσκεψη στο Νταρ ες Σαλαάμ διαδίδοντας βλακείες; Αυτόν, δηλαδή τον Μομπούτου, του οποίου η πολυθρόνα έτριζε επίσης, οπότε αποφάσισε να μην πει τίποτα του Χαμπιαριμάνα, αλλά μετά σκέφτηκε πάλι, και κατέληξε πως αν αντιθέτως ο Γκροσούβρ είχε δίκιο, ποιος εγγυόταν πως η διάσκεψη δεν ήταν διπλή παγίδα για να ξεπαστρέψουν και τους δύο -τον Χαμπιαριμάνα και τον Μομπούτου; Αποτέλεσμα όλης αυτής της παλινωδίας ήταν να πάει ο ανυποψίαστος Χαμπιαριμάνα στο Νταρ ες Σαλαάμ αλλά να μην πάει ο Μομπούτου, χε-χε, όμως μόλις μαθεύτηκε πως ο Χαμπιαριμάνα απεδήμησε εις Κύριον, ο Μομπούτου φοβήθηκε πως ο Γκροσούβρ θα τον υποψιαζόταν για προδότη της γαλλοφωνίας που δεν ειδοποίησε τον Χαμπιαριμάνα, και θα τον διέβαλε στον Μιτεράν, κι' αλλοίμονο για τον Μομπούτου αν έχανε την γαλλική υποστήριξη, έσπευσε λοιπόν να καλύψει την γιγαντιαία γκάφα του με μιαν γιγαντωδέστερη. Τηλεφώνησε λοιπόν την ίδια στιγμή τα καθέκαστα στο Κιγκάλι, στο σόϊ της μαντάμ και τους είπε πως ο Γκροσούβρ του είχε κελαηδήσει το σχέδιο με τις ρουκέτες για να ειδοποιήσει τον μακαρίτη, αλλά πρόσθεσε και μια προσωπική νότα στα γεγονότα, δηλαδή είπε πως αυτός -ο Μομπούτου- είχε ειδοποιήσει με την σειρά του τον πρόεδρο, τον είχε εκλιπαρήσει να μην πάει στο Νταρ ες Σαλαάμ, αλλά αλλοίμονο! εκείνος δεν τον πίστεψε δυστυχώς, και πήγε. Το σόϊ της μαντάμ ενημέρωσε αμέσως τον χωροφύλακα, με τον οποίο είχε στενές σχέσεις από το ενενήντα, διότι ο χωροφύλακας ήταν άνθρωπος του στενού περιβάλλοντος του Μιτεράν, απόλυτης εμπιστοσύνης δηλαδή, και κάτι μήνες πριν την δολοφονία είχε πεταχτεί στο Κιγκάλι να μιλήσει με τους κουνιάδους του Χαμπιαριμάνα. Τους είχε ψήσει πως αν ο Καγκάμε είχε κατά νου να βγάλει από τη μέση τον προδότη τον γαμπρό τους, ε, λοιπόν τόσο το καλύτερο, γιατί στην περίπτωση αυτή ο λαός -οι χούτου δηλαδή- θα επαναστατούσαν όπως το πενηνταεννιά -ειδικά άμα τους τσιγκλάγανε λιγάκι- και θα καθάριζαν αυτή τη φορά οριστικά με τους τούτσι, και δικαίως αφού η ύπουλη αυτή ράτσα θα είχε δολοφονήσει τον πρόεδρό τους εν ψυχρώ. Στην περίπτωση μάλιστα που το FPR θα τολμούσε να ανακατευτεί ξανά στα εσωτερικά τους, τους διαβεβαίωσε πως εν τοιαύτη περιπτώσει, ο πρόεδρος Μιτεράν θα ήταν αποφασισμένος να στείλει την Λεγεώνα στην Ρουάντα, αυτή τη φορά για τα καλά, μαζί με αεροπλάνα και άρματα και ελικόπτερα, χε-χε, κι' έτσι θα τέλειωναν και με το FPR μια για πάντα, μ' έναν σμπάρο δυο τρυγόνια. Εκείνο που δεν ήξεραν όμως οι κουνιάδοι ήταν πως ο χωροφύλακας είχε στρατολογηθεί από την Εταιρία, κι' έτσι τόχαψαν το παραμύθι περί γαλλικής επεμβάσεως, κι' ο διοικητής της προεδρικής φρουράς -που φυσικά ήταν στο σόϊ της μαντάμ μέχρι κόκαλο- είπε στις περιπόλους του να κάνουν τα στραβά μάτια εκείνο το βράδυ, έτσι οι εκτελεστές -τρεις κομμάντος του FPR με βελγικές στολές κλεμμένες από το ξενοδοχείο Mille Collines- έφτασαν με το σκοτάδι σ' ένα ύψωμα έξω από την περίμετρο του αεροδρομίου, όπλισαν τις ρώσικες ρουκέτες -που δεν είχε φέρει ο χωροφύλακας, όπως πιστεύουν κάτι άγγλοι κολλεγιόπαιδες- και περίμεναν ήσυχα-ήσυχα την άφιξη του Φάλκον. Τον Γκροσούβρ τον καθάρισαν τις επόμενες ώρες, δουλειά του χωροφύλακα δηλαδή, μην συνεχίσει να ξερνάει κι' αλλού, ο ξεμωραμένος. Α! δεν σας είπα το πιο κωμικό, η χήρα ανέθεσε του χωροφύλακα να αποκαλύψει το σκοτεινό σχέδιο του Καγκάμε στην κοινή γνώμη, χε-χε, κι΄ ο χωροφύλακας εμφανίστηκε στην τηλεόραση και πράγματι κατήγγειλε για την δολοφονία το FPR, πράγμα που ήταν τεχνικώς ορθό, και είπε ακόμη πως τον Γκροσούβρ τον έφαγαν γιατί μαρτύρησε το σχέδιο με τις ρουκέτες, που ήταν επίσης αλήθεια, αλλά μετά έβγαλε το μαραφέτι με τα καλώδια, το κουνούσε μπροστά στην κάμερα, χε-χε, όμως το μαραφέτι ήταν ένα κομμάτι από τον αυτόματο πιλότο, αυτό μαθεύτηκε αμέσως από τους κατασκευαστές που βγήκαν με ανακοίνωση την επομένη, και βγήκε και η Ντασσώ και ανακοίνωσε πως τα Φάλκον της δεν έχουν καν μαύρο κουτί, ε ναί, ποιος να πιστέψει μετά τις τερατολογίες του χωροφύλακα, οι πληροφορίες είναι όπως τα μήλα, βάζετε ένα σάπιο στο πανέρι και σαπίζουν όλα, εν ολίγοις ο χωροφύλακας έκανε όλο αυτό το τσίρκο ώστε οι υποψίες να πέσουν στις γαλλικές υπηρεσίες που σας έλεγα, μεγαλοφυής κίνηση. Εν τω μεταξύ, οι κουνιάδοι είχαν βάλει μπροστά το μεγαλεπίβολο σχέδιο να απαλλαγούν απ' τους τούτσι, γεγονός που πυροδότησε την επέμβαση του FPR όπως ξέρουμε, και ο γαλλικός στρατός έφτασε όπως είχε υποσχεθεί ο χωροφύλακας, αν και με τρεις μήνες καθυστέρηση, γύρισαν εν τω μεταξύ οι τούτσι στην Ρουάντα κι' έδιωξαν τους χούτου, χε-χε, τι σας έλεγα; χτυπάς την μία μπάλα, χτυπάει την άλλη κι' αυτή την άλλη, χε-χε, μεγάλος μαιτρ ο χωροφύλακας...
-Πάντως, τι σημασία έχει αν είναι έτσι ή αλλοιώς; Μπορώ να σας ξεφουρνίσω τριάντα τέτοιες ιστορίες και τις αντίθετές τους σε όσες παραλλαγές θέλετε, πιθανόν ο Γκροσούβρ όντως να αυτοκτόνησε, ή να τον σκότωσαν για άλλους λόγους, ήταν μπερδεμένος και στις μεγαλοαπάτες του χρηματιστήριου, ξέρετε. Μπορεί και ο χωροφύλακας να μην είχε ιδέα για το σχέδιο με τις ρουκέτες, εκείνο το τηλεοπτικό σόου, χε-χε, να κοστολογήθηκε μερικά εκατομμύρια φράγκα στην τεθλιμμένη και αφελή πελάτιδά του. 
Κι' άλλωστε είναι πιθανόν το αεροπλάνο να το έριξαν οι εσκιμώοι, και πιθανόν ο Χαμπιαριμάνα να πίνει μαργαρίτες στο Ακαπούλκο, πρέπει να καταλάβετε, αγαπητέ, πραγματικότης δεν υπάρχει, η πραγματικότης είναι το φαίνεσθαι, η πραγματικότης είναι τα όνειρα και οι εφιάλτες μας, η πραγματικότης είναι η βεβαιότης ότι συνέβη ή δεν συνέβη ή πιθανώς ότι συνέβη κάτι, και τέλος πάντων, κάποιος πρέπει να την επινοεί συνεχώς αυτήν την βεβαιότητα, διότι η βεβαιότης αύριο θα είναι κάτι διαφορετικό, τι σημασία έχει, για τ' Όνομα του Υψίστου! 
Τι σημασία έχει ποιανού ήταν το σχέδιο με τις ρουκέτες και ποιος το διεκπεραίωσε, το θέμα είναι αλλού, το μπουρδέλο έπρεπε να μετακινηθεί, έπρεπε να βρεθεί τρόπος να κυλήσει από την Ρουάντα ως εδώ, στο Ζαΐρ, στο Κονγκό, στο Κιβού, στην μαύρη τρύπα με το κολτάνιο, οι μπάλες του μπιλιάρδου που σας έλεγα, δεν σας μιλώ για το αμερικανογαλλικό καυγαδάκι, δεν διαφωνώ, το αμερικανογαλλικό καυγαδάκι πρέπει να διευθετηθεί, δεν συμφέρει κανέναν, πρέπει να βρεθεί ένα modus vivendi τέλος πάντων, οι κινέζοι καιροφυλακτούν, βλέπετε τι συμβαίνει στο Νταρφούρ, το μπουρδέλο όμως είναι άλλο θέμα, το μπουρδέλο πρέπει να διαφυλαχθεί ως κόρη οφθαλμού, είναι μια δημιουργική αντίθεση, κρατάει τις τιμές του κολομβοτανταλίτη χαμηλά, εξοργίζομαι με τους αυτόκλητους, τους αλτρουιστές κι’ όλους αυτούς τους νάρκισσους που θέλουν να βάλουν εδώ πέρα κάποια τάξη, και ποιος τους είπε πως το μπουρδέλο δεν έχει τάξη, η ασφαλέστερη εφικτή σταθερότης είναι η διαρκής αποσταθεροποίηση...
-Σκηνοθετώ, αντιλαμβάνεστε; σκηνοθετώ, δεν είναι απλώς ίντριγκα, είναι η Τέχνη του Αμοιβαίου Φόβου, χρησιμοποιείστε το μυαλό σας, τι απαιτήσεις θα έχει αυτός ο άγριος αν αύριο -υποθετικώς πάντα- εξέλιπε το δέος του αντιπάλου αγρίου, αυτές οι συμμορίες που εκτρέφω, μονομάχοι στην αρένα της Υφηλίου, καλέ μου κύριε, σπέρνουν τα ζιζάνια και διατηρούν την ισορροπία...
Τα παιδιά, τα παιδιά, δεν ξέρετε τι θαύματα μπορούν να κάνουν με τις χειροβομβίδες τα παιδιά, δεν σκέπτονται, δεν έχουν υπερεγώ, τα ζηλεύω, η πρωτόπλαστη ελευθερία στην φυσική της αφέλεια, τα ζηλεύω τα παιδιά, πεθαίνουν χωρίς να πάνε σχολείο, συνεχές σκασιαρχείο, τι ομορφιά! όλο σκανταλιές, ******** ω! τα κομμένα κεφάλια στα παλούκια, καμία σημασία, είναι το laissez faire, laissez passer στην πιο καθαρή του μορφή, καλό, κακό, προσχήματα των αδυνάτων, πόλεμος και ασθένεια, ο έλεγχος των γεννήσεων στο χαμηλότερο κόστος…
-Φυσική επιλογή είναι η βούληση των ανωτέρων, χρειαζόμαστε ζωτικό χώρο, έχετε διαβάσει Μάλθους; Νίτσε; Δαρβίνο; ταράχτηκαν οι Φαρισσαίοι, ουαί! ουαί! λέγω υμίν, ταράχτηκαν από τον σκοπό χωρίς προσχήματα, από το κορμί χωρίς ηθική, από το σπέρμα το πατροκτόνο, ενοχλήθηκε η Εταιρία επειδή τα γράφω στο μπλόγκ, τι υποκριτές...
-Στείλαν εσένα…Ένας μπακαλόγατος να εισπράξει τον λογαριασμό…Στην θυσία μου η αλήθεια θα λάμψει, δεν υπάρχει αλήθεια, η αρμονία μου θα φωτίσει ένα Νέο Πολιτισμό…
Μου μίλαγε με την τσιριχτή φωνούλα του καθώς κοιτιόταν σ’ ένα καθρέφτη.
-Αν τον γυρίσω πάνω σου, το είδωλό μου θα δεις, εσύ είσαι κανένας.
Η ευμάρειά σου, το λάϊφστάϊλ σου, το σέρφινγκ στο ίντερνετ, το πλεϊστέϊσιον για τα Χριστούγεννα, τα διαμαντένια σκουλαρίκια της γυναίκας σου, η πολεμική τεχνολογία και η Επιβίωση της Φυλής είμαι Εγώ, γενοκτονία και γενοκτονία συνεχώς, τι εννοούν μ' αυτό;
Υφίστασαι γιατί Είμαι…
Έτσι παραληρώντας έβαλε μπροστά μου ένα πιάτο γλυκάδια με καφτερές πιπεριές.
-Σ’ άρεσαν; είπε μετά. «Είναι ανθρωπινά… η Φρίκη…Η Φρίκη…Ή την παίρνεις μαζί σου ή πάει εναντίον σου…Και επί Γης Ειρήνη…»
Την άλλη μέρα ο κοντός-φανέλα-με-το-εννιά μου έφερε το κεφάλι του σερβιρισμένο σε φύλλα μπανανιάς. Του είχαν γεμίσει το στόμα με την μαύρη λάσπη του κολτάνιου. Μ’ έβγαλαν βίντεο να το κρατάω με μια μασέτα ματωμένη στο άλλο χέρι και φόντο τα αρχικά κάποιας επινοημένης οργάνωσης. Δεν ήταν το δικό του αίμα, είχε ξεραθεί, σφάξαν μια κότα επί τούτου.
–Μην ανησυχείς για το βίντεο, μάλλον δεν θα το χρειαστούν ποτέ, είπε ο κοντός.
"Αν, βέβαια, δεν αρχίσεις να διαδίδεις ανοησίες. Σ’ άρεσε το Κονγκό;"
Κύριο Κούρτζ νεκρός.
Τόξερε, τον είχαν ξεγράψει. Γι' αυτά που έλεγε, όχι γι' αυτά που έκανε.
Είχε βρει την καρδιά του σκότους και είχε δώσει ειρμό στο ακατανόητο.
Σε αντίθετη πορεία τώρα εγώ, κατέβαινα πάλι το ποτάμι, ξύπναγα από αλλεπάλληλους εφιάλτες, μπάμπουσκες με την μορφή του Γκροσούβρ, του χωροφύλακα, του Καγκάμε, του Χαμπιαριμάνα, της χήρας, η μια μέσα στην άλλη, δεν τέλειωναν, δώστου πάλι απ’ την αρχή, ξανάβγαιναν μ’ άλλη σειρά, ο Καγκάμε, ο χωροφύλακας, η χήρα, ο Γκροσούβρ, ο Χαμπιαριμάνα...
Και τι κατάλαβα;
Συνένοχος τώρα, Ρουάντα, στην παιδική σου αγριότητα.
Ο Κανένας
Την Δευτέρα 15 Μαρτίου 2010.
υπήρχε πια ΟΗΕ ......
Ο Κανένας
Πήγε στην Ρουάντα ως εκπρόσωπος της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε. Κατέγραψε τα όσα έζησε εκεί στο βιβλίο του “Μπαζουνγκού, ένα οδοιπορικό στη Ρουάντα (Μάρτιος-Ιούνιος 1995)”.
Εκδότης: Ποντίκι
Συγγραφέας: Βασίλης Νικολαΐδης
Ημ. Έκδοσης: 01/01/1990
Μπορεί να βρεθεί στα βιβλιοπωλεία. Εδώ να τον ευχαριστήσουμε για το κουράγιο του να καταγράψει τόσο γλαφυρά τις μπερδεμένες καταστάσεις που διαδραματίζονται στην Αφρική. Στα σημεία***έγινε  λογοκρισία.
Ακόμη περισσότερα μπορεί κάποιος να διαβάσει στο  http://rwandanissi.blogspot.com/
έχει επίσης κυκλοφορήσει προσωπικούς δίσκους όπως :
Οδός Σανταρόζα (Μάης 1982, Minos)
Ελλάς (Απρίλης 1984, Minos)
Η νύχτα ήταν πάλι κάπου αλλού (Νοέμβριος 1989, Σείριος)
Ατασθαλίες (1993, Lyra)
Συμμετείχε επίσης στιχουργικά και ερμηνευτικά σε δίσκους των “Χάνομαι γιατί Ρεμβάζω”.
Έγραψε τους στίχους του δίσκου “Το νησί των λωτοφάγων” (1990) σε μουσική του Στάμου Σέμση και ερμηνεία της Έλλης Πασπαλά.
Τον συναντάμε επίσης να εκθέτει ζωγραφικά του έργα (το εξώφυλλο του δίσκου «Η νύχτα ήταν πάλι κάπου αλλού» είναι δικό του) μαζί με συναδέλφους του μουσικούς και τραγουδιστές.
Τις πληροφορίες αντλήσαμε από:
http://www.mensa.org.gr/phpBB3/viewtopic.php?f=27&t=239&st=0&sk=t&sd=a
και
http://occupmed.blogspot.com/2008/07/blog-post.html
για όσους θέλουν να ακούσουν τα τραγούδια του.
Οδός Σανταρόζα
http://www.youtube.com/watch?v=cHGgM95vXC4
Η Κίρκη σε νταλίκα
http://www.youtube.com/watch?v=kKV_uVmhMS8
Η ιστορία της Μαρίας
http://www.youtube.com/watch?v=zhojLERKsxw&feature=related
Η Ιστορία της Μαρίας Νο 2
http://www.youtube.com/watch?v=GzINro2IswA
Εικόνες από:
http://oursurprisingworld.com/malawi-part-1/
https://picasaweb.google.com/chrismos53/VIPUMI
http://misha.pblogs.gr/