Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΤΗΣ ΒΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΥΝΑΜΗΣ.
ΕΝΑ ΧΡΟΝΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΣΤΟΝ ΠΡΩΙΜΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΟΣΜΟ
Η δημιουργία μιας ασφαλούς πολιτικής επικράτειας και η ανάγκη διατήρησής της αποτελούσε τον στόχο των συντεταγμένων ανθρώπινων κοινωνιών από την αρχή της εμφάνισής τους. Η έμφυτη ανάγκη του ανθρώπου να επιβιώσει, να δημιουργήσει διαδόχους (αυξάνεσθε και πληθύνεσθε), να δαμάσει τον τόπο που πατά και να τον επεκτείνει (γεμίσατε όλην την γην), ζωγράφισε το αιώνιο και διαρκές χρονικό της βίας και της επικράτησης του ισχυρού επί του αδυνάμου σε κάθε άκρη του κόσμου (και κατακυριεύσατε αυτής, Γένεσις 1,28. 9.1-2)
Η διεκδίκηση ενός τόπου και η αύξηση της έκτασής του προς όφελος μιας καλύτερης και πλουσιότερης ζωής για όλη την κοινότητα είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα των κοινωνιών με δυναμικές δομές ιεραρχίας.
Η αρχαιότερη εμφάνιση τέτοιων στοιχείων κοινωνικής διαστρωμάτωσης στον πρώιμο ελληνόφωνο κόσμο χρονολογείται στα τέλη της μεσοελλαδικής ΙΙ περιόδου (περί το 1700 π.Χ.) και τεκμηριώνεται ανασκαφικά με την ανεύρεση του πρώτου εντυπωσιακού τάφου πολεμιστή στο τείχος της 9ης πόλης της Κολώνας στην Αίγινα.
Ο νεκρός, που αναγνωρίζεται ως ηγεμόνας, θάφτηκε με το πολύτιμο ξίφος, το δόρυ, το λαμπρό μαχαίρι και το οδοντόφρακτο κράνος του πλάι στο μνημειώδες τείχος και όχι σε κάποιον συνηθισμένο χώρο ταφής, αποτελώντας στο εξής έναν αφηρωισμένο προστάτη πολεμιστή που κάποτε διαμόρφωσε τη συλλογική μοίρα της πόλης. Παρόμοιες ταφές της ίδιας εποχής στη Βοιωτία δείχνουν την παράλληλη εμφάνιση των ηγεμόνων-πολεμιστών στην ηπειρωτική Ελλάδα, ενός φαινομένου που δεν είχε προηγούμενο στον κόσμο της μέσης εποχής του Χαλκού, αλλά που επρόκειτο να δημιουργήσει μια νέα ταραχώδη και ένδοξη εποχή, μια οδύσσεια της βίας και της δύναμης, που καθιέρωσε τον
πρώτο μεγάλο ελληνικό πολιτισμό, τον Μυκηναϊκό.
Η διπλή ιδιότητα του ηγεμόνα-πολεμάρχου στο ίδιο πρόσωπο εγκαινιάζει τον ορισμό της εξουσίας στην αρχαιότητα. Έννοια που θα ήταν για αιώνες ταυτόσημη με τη διά της βίας επιβολή, πολύ πριν δώσει τη θέση της στην πειθώ των λόγων.
Οι πρώτοι ελληνόφωνοι άρχοντες του Αιγαίου
Η δημιουργία των πρώτων τοπικών βασιλείων και η συγκέντρωση ισχύος στο πρόσωπο του ηγεμόνα-
πολεμιστή γενικεύθηκε στη μεσοελλαδική ΙΙΙ περίοδο (17ος αι. π.Χ.), όπως αποδεικνύει η πληθωρική εμφάνιση των μνημειακών βασιλικών τάφων. Στις Μυκήνες (Ταφικός Κύκλος Β) αναδύθηκε μια νέα δυναστεία αρχόντων, που έζησαν στα τέλη εκείνου του αιώνα ως κραταιοί πολεμιστές και πλούσιοι
δυνάστες.
Η χάλκινη πανοπλία των ΔενδρώνΘάφτηκαν με ξεχωριστές τιμές, παίρνοντας μαζί τους μακρά ξίφη του τύπου Α, οδοντόφρακτα κράνη και έναν μεγάλο αριθμό αμύθητων κτερισμάτων, που περιελάμβαναν μια χρυσάργυρη προσωπίδα (αρ. κατ. 174), κύπελλα από πολύτιμα μέταλλα, κοσμήματα από χρυσό, κεχριμπάρι, γυαλί, ορεία κρύσταλλο, ημιπολύτιμους λίθους και μινωικούς σφραγιδόλιθους (αρ. κατ. 174). Κοντά στους ηγεμόνες-πολεμιστές θάφτηκαν με πολυτέλεια οι σύντροφοί τους, γυναίκες που φέρουν όλα τα χαρακτηριστικά του κάλλους και της εκλέπτυνσης.
Τον ίδιο καιρό, στη νοτιοδυτική Μεσσηνία κατασκευάστηκαν τύμβοι καθώς και οι πρώτοι θολωτοί τάφοι από Κρήτες τεχνίτες, για να σκεπάσουν τον αιώνιο ύπνο των νέων αρχόντων της περιοχής. Η γέννηση της μνημειώδους αρχιτεκτονικής του θανάτου που μιμείται το ανάγλυφο της γης (τύμβος) και τη θόλο του ουρανού (θολωτός τάφος) αντανακλά τη φιλοδοξία των νέων δυναμικών προσώπων, που πλούτισαν, όπως πιστεύεται, από τη διακίνηση πολύτιμων υλών μεταξύ της Αδριατικής θάλασσας και της μινωικής Κρήτης και διεκδίκησαν τον τόπο και τη μοίρα τους με τα όπλα και την τέχνη του πολέμου. Ωστόσο, ο πλούτος των νεκρών της αμέσως επόμενης, υστεροελλαδικής Ι, περιόδου (16ος αι. π.Χ.) δεν έχει προηγούμενο.
Ταφικός Κύκλος Α' Τελετουργικά σκεύη-ρυτά από τους τάφους 4(IV) και 5(V)Οι άνδρες του Ταφικού Κύκλου Α ήταν κυριολεκτικά καλυμμένοι με χρυσό. Τρεις από
τις πέντε χρυσές προσωπίδες του νεκροταφείου είχαν τοποθετηθεί επάνω σε ισάριθμους ηγεμόνες, τα κτερίσματα των οποίων δεν αφήνουν αμφιβολία για τα διοικητικά και πολεμικά τους αξιώματα. Όλοι τους συνοδεύθηκαν από μεγάλο αριθμό ξιφών κοπής και νύξης, μάχαιρες και εγχειρίδια.
Η περίπτωση του «άρχοντα» του τάφου IV (ταφή Π) είναι η πιο χαρακτηριστική. Κάτω από τη χρυσή μάσκα βρισκόταν το πρόσωπο ενός τριαντάχρονου νεκρού, που κρατούσε στο δεξί χέρι ένα πολύτιμο σκήπτρο εξουσίας (αρ. κατ. 170]. Το χρυσό έλασμα στο στήθος του (αρ. κατ. 170) αντικαθιστούσε συμβολικά τον πολεμικό του θώρακα και τα πολυάριθμα ξίφη, οι μάχαιρες και τα εγχειρίδια, που του ανήκαν, υποδήλωναν την υπεροπλία του στη ζωή.
Χρυσά και αργυρά επιτραπέζια σκεύη από τους Τάφους IV και V
Τα κατάλοιπα των οικισμών, οι μνημειώδεις τύμβοι και οι θολωτοί τάφοι της ίδιας εποχής στην ηπειρωτική χώρα υποδεικνύουν την ύπαρξη και άλλων πρώιμων τοπικών κέντρων. Οι ισχυροί άνδρες του 16ου αι. π.Χ. ήλεγχαν άλλοτε τη μεγάλη αγροτική παραγωγή (Ασίνη, Μαραθώνας, Εύτρηση) και άλλοτε τον πολύτιμο ορυκτό πλούτο (Θορικός), ενισχύοντας ολοένα και περισσότερο την εξουσία τους
Η πολεμική τους εξάρτυση ήταν τυποποιημένη. Περιελάμβανε μακρά ξίφη, οδοντόφρακτα κράνη (EAM 6507 και αρ. κατ. 194), χάλκινες και λίθινες αιχμές βελών, λόγχες και εγχειρίδια (αρ. κατ. 172), γνωστά τόσο από τα ταφικά σύνολα όσο και από την απεικόνισή τους στις εικονιστικές τέχνες της εποχής. Η περίπτωση της μικρογραφικής τοιχογραφίας της Δυτικής Οικίας του Ακρωτηρίου είναι χαρακτηριστική. Όσοι δέχονται ότι οι πολεμιστές της εποχής αυτής με τα οδοντόφρακτα κράνη ήταν αποκλειστικά ελλαδικής και όχι γενικά αιγαιακής προέλευσης αναγνωρίζουν στην περίφημη πομπή των κρανοφόρων με τις πυργόσχημες ασπίδες τους πρώιμους Μυκηναίους πολεμιστές.
Οι μορφές τους προσεγγίζουν μια πόλη με συντεταγμένο τρόπο, όπως προελαύνει ένας στρατός, χωρίς να είναι σαφές αν πλησιάζουν ως φίλοι ή ως εχθροί. Αντίστοιχη είναι η σκηνή που αποτυπώθηκε στο αργυρό «ρυτό της πολιορκίας» του τάφου IV των Μυκηνών . Μια οχυρωμένη πόλη δέχεται την από θαλάσσης επίθεση οπλοφόρων, με τρόπο που να προοιωνίζεται η πτώση της. Η αγωνία των αμυνομένων μοιάζει να αποτυπώνει ολοζώντανα τη μοίρα όσων αντιστάθηκαν στη βία των νικητών του πρώιμου ελληνικού κόσμου. Στον αργυρό κρατήρα του ίδιου τάφου (ΕΑΜ Π 605-607) απεικονίζεται ανάγλυφα η μάχη σώμα με σώμα δύο ομάδων πολεμιστών. Η ετερότητα των αντιπάλων τονίζεται με τη χρήση διαφορετικού τύπου ασπίδας, εν είδει εθνικού-πολεμικού διακριτικού.
Η συγκέντρωση όλων των παραπάνω αριστουργηματικών κτερισμάτων με τις πολεμικές σκηνές (του αργυρού ρυτού, του κρατήρα και του εγχειριδίου) στα κτερίσματα του τάφου IV φαίνεται πως αθροίζει εικονογραφικά τα γνωρίσματα σπουδαίων ηγεμόνων, στους οποίους θα είχαν εναποθέσει όσο ζούσαν μεγάλες προσδοκίες. Η έξαρση της πολεμικής εικονογραφίας του 16ου αι. π.Χ. ερμηνεύεται συχνά ως αποτέλεσμα της δυναμικής εμφάνισης των πρώιμων ελληνόφωνων αρχόντων-πολεμιστών. Επίσης, όπως αναφέρθηκε, οι μορφές με το χαρακτηριστικό οδοντόφρακτο κράνος
ταυτίζονται από τους περισσότερους μελετητές με τους πολεμόχαρους Μυκηναίους.
Η δύναμη των όπλων και οι πολεμικές επιχειρήσεις των Μυκηναίων στις επόμενες δύο φάσεις της προανακτορικής εποχής (υστεροελλαδική ΙΙ και ΙΙΙΑ1 περίοδοι) είχαν ως αποτέλεσμα την εμφάνιση ακόμα περισσότερων κέντρων εξουσίας.
Στη Μεσσηνία, η Μάλθη, η Περιστεριά και ο Εγκλιανός αποτέλεσαν σημαντικές επικράτειες με αμύθητο πλούτο. Οι νεκροί με τα ξίφη στον τάφο του «Γρύπα-Πολεμιστή» της Πύλου, στο Ρούτσι Μεσσηνίας (ΕΑΜ Π 8339), στον λάκκο του θολωτού τάφου του Βαφειού (αρ. κατ. 176 και ΕΑΜ 1798), στον τάφο του Σταφύλου στη Σκόπελο (αρ. κατ. 175) και στον θολωτό τάφο της Μιδέας (αρ. κατ. 177) έχουν επενδυθεί με πολυτέλεια και ξεχωρίζουν για τον συμβολισμό της πολεμικής τους ετοιμότητας. Σε καμιά από τις ταφές αυτές, που πλημμυρίζουν από αντικείμενα εκλεπτυσμένης τέχνης, δεν λείπουν τα μακρά και φονικά ξίφη, οι λόγχες και τα εγχειρίδια, υποδηλώνοντας ότι η εξουσία της εποχής συνδύαζε με τρόπο αυτονόητο την άνθηση των τεχνών με τη βίαιη επιβολή των όρων του ισχυρού.
Xάλκινο εγχειρίδιο με εμπίεστη διακόσμηση από χρυσό και άργυρο. Διακοσμείται με ναυτίλους σε θαλάσσιο τοπίο. Θολωτός τάφος Μυρσινοχωρίου Πύλου, 15ος αι. π.Χ.
Ο υπαινιγμός του Axel Persson, ανασκαφέα του θολωτού τάφου της Μιδέας, ότι η απόθεση της νεκρής βασίλισσας στον λάκκο με την ταφή του βασιλιά ήταν η κορυφαία προσφορά προς τιμήν του, σκιαγραφεί μια εποχή όπου ο νόμος ήταν η ισχύς και η βούληση του ενός.
Την ίδια εποχή κτίζονται οι περισσότεροι θολωτοί τάφοι του μυκηναϊκού κόσμου από το Ηραίο του Άργους και τον Μαραθώνα ως το Διμήνι του Βόλου, ο καθένας εκ των οποίων σηματοδοτεί τον τόπο της δράσης και της αιώνιας απόθεσης των εκπροσώπων αυτής της βίαιης και απόλυτης εξουσίας1.
Στην εποχή αυτή χρονολογείται και η περίφημη χάλκινη πανοπλία των Δενδρών, ένας τύπος θώρακα που επικράτησε στη μυκηναϊκή οπλουργία και έδωσε φυσική υπόσταση στο κύρος και την ανδρεία της μυκηναϊκής πολεμικής μηχανής
Οι Μυκηναίοι στην Κρήτη
Η αρχικά ειρηνική και διαδραστική συνύπαρξη των νέων αρχόντων του μυκηναϊκού κόσμου με το σύνθετο και πανίσχυρο δίκτυο των μινωικών ανακτόρων και τους οικονομικούς του δορυφόρους στο Αιγαίο (Κυκλάδες, Δωδεκάνησα, πόλεις της νοτιοανατολικής Μικράς Ασίας) έφτασε στο τέλος της στα μέσα του 15ου αι. π.Χ.
Είχε προηγηθεί η καταστροφική έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η συρρίκνωση της οικονομικής και διοικητικής δύναμης του μινωικού κόσμου και της επιρροής του. Από την υστερομινωική ΙΙ περίοδο (β μισό του 15ου αι. π.Χ.) και εξής συνέβη μια δραματική αλλαγή στον ρου της κρητικής ιστορίας: η βίαιη καταστροφή των οικισμών και των ανακτόρων από τα Χανιά ως το Παλαίκαστρο στην ανατολική ακτή. Τα καμένα αρχαιολογικά στρώματα και οι ενδείξεις εκτεταμένης βίας υποδηλώνουν μια γενικευμένη ταραχή, που αν δεν οφείλεται σε εσωτερικά κινήματα, τότε επιβεβαιώνει την παλιά πεποίθηση των μελετητών για την «απόβαση» ορισμένων Ελλαδιτών στο νησί. Την εποχή αυτή χρονολογείται η εμφάνιση των πρώτων λαξευτών τάφων στην περιοχή της Κνωσού (Ζαφέρ Παπούρα, Κατσαμπάς) και στα Χανιά (περιοχή Δικαστηρίων), που είναι πολύ διαφορετικοί σε μορφή και χρήση από τους λιγοστούς γνωστούς τάφους της νεοανακτορικής περιόδου και φέρουν ύποπτα «μυκηναϊκά» χαρακτηριστικά.
Πρόκειται για τάφους ηγεμόνων-πολεμιστών, που πληθαίνουν στην αμέσως επόμενη υστερομινωική ΙΙΙΑ1 περίοδο (αρχές του 14ου αι. π.Χ.) και εντοπίζονται σε στρατηγικής σημασίας θέσεις (Κνωσός, Αρχάνες, Φαιστός, Χανιά). Οι νέοι λαξευτοί τάφοι είχαν αρχιτεκτονική μορφή, κτερίσματα
και ταφικές πρακτικές που παραλληλίζονται με εκείνες του πρώιμου μυκηναϊκού κόσμου. Εμφανίστηκαν σε θέσεις διοικητικής σημασίας, που είχαν φτωχό
παρελθόν ταφικού πολιτισμού στην προηγούμενη νεοανακτορική περίοδο.
Η δραματική αλλαγή στις ταφικές πρακτικές της Κρήτης που ακολούθησε μέσα στον 14ο αι. π.Χ., καθώς και η ανεύρεση των αρχείων της Γραμμικής Β γραφής στην Κνωσό, προσφέρουν βάσιμες ενδείξεις γενικευμένων ανατροπών, που θα μπορούσαν να οφείλονται σε βίαιες πολιτικές εξελίξεις. Η γενίκευση της εισαγωγής νέων εθίμων ταφής και η χρήση της μυκηναϊκής ελληνικής γλώσσας
για τις ανάγκες της διοίκησης του μόνου ανακτόρου που χρησιμοποιήθηκε εκ νέου υποδεικνύουν για τους περισσότερους μελετητές την επέκταση της σφαίρας επιρροής των πολεμιστών-αρχόντων της ηπειρωτικής Ελλάδας. Η εμφάνιση παρόμοιων ταφικών εθίμων και η σταδιακή αλλαγή του υλικού
πολιτισμού στα μεγάλα κέντρα των Κυκλάδων (Κέα, Μήλος), των Δωδεκανήσων (Ρόδος, Κως) και της νοτιοανατολικής Μικράς Ασίας (Μίλητος, Ίασος) ενισχύουν την εικόνα της υπερπόντιας επικράτησης των νέων ισχυρών αρχόντων του Αιγαίου: των Μυκηναίων Pax Mycenaica: η εποχή των ανακτόρων.
Η Οδύσσεια της βίας και της εξουσίας του μυκηναϊκού κόσμου συνεχίστηκε αμείλικτη. Στα μέσα του 14ου αι. π.Χ. περίπου και για λόγους που μας είναι άγνωστοι, η τάξη των πραγμάτων συγκλονίστηκε για μία ακόμα φορά. Σύμφωνα με τα ανασκαφικά και επιγραφικά στοιχεία, το ανάκτορο της Κνωσού καταστράφηκε με βία έναν Ιούλιο και εγκαταλείφθηκε σχεδόν οριστικά. Τον ίδιο καιρό, οι περισσότεροι θολωτοί τάφοι της Πελοποννήσου σφραγίστηκαν και ορισμένοι «ατιμάστηκαν» χρησιμοποιούμενοι ως οστεοφυλάκια. Μεγάλα διοικητικά κέντρα αλλά και κοινοί
οικισμοί παρήκμασαν, καταστράφηκαν με βία ή εξαφανίστηκαν εντελώς, ενώ κάποιες άλλες θέσεις αναδείχθηκαν σε κέντρα της νέας εποχής. Πρόκειται για την αναδιανομή της εξουσίας και την εμφάνιση των μυκηναϊκών ανακτόρων, που προέκυψε με τη δύναμη των όπλων και την επιβολή των ισχυρών επί των υπολοίπων. Το διοικητικό κέντρο που επικράτησε στην Κρήτη ήταν αυτό των Χανίων. Στην Πελοπόννησο ανέτειλαν τα νέα ανάκτορα της Πύλου, του Αγίου Βασιλείου στη Λακωνία, των Μυκηνών και της Τίρυνθας, ενώ είναι άδηλο αν υπήρχαν και άλλα σε μεγάλες περιοχές χωρίς χαρτογραφημένη διοίκηση . Στη Στερεά Ελλάδα εικάζεται πως κατασκευάστη-κε ένα όμοιο ανάκτορο στην Ακρόπολη της Αθήνας, ενώ εντοπίστηκαν ανασκαφικά τα ανάκτορα της Θήβας, του Ορχομενού και του Βόλου (Διμήνι, Παλαιά).
Στον έλεγχο των ανακτόρων πρέπει να περιλήφθηκε ολόκληρη η Θεσσαλία, η Εύβοια, η Μίλητος και, σύμφωνα με τα αρχεία των Χετταίων, ορισμένα νησιά (ίσως η Σάμος και τα Δωδεκάνησα). Οι περιοχές που έμειναν εκτός του ανακτορικού κόσμου (Αιτωλοακαρνανία, δυτική Φωκίδα, νησιά του νότιου Ιονίου πελάγους, η νότια Ήπειρος και ίσως οι Κυκλάδες) συμμετείχαν στη μυκηναϊκή κοινή, αλλά όχι στο διοικητικό της σύστημα. Μέσα στο β΄ μισό του 14ου αι. π.Χ. φαίνεται πως καταστράφηκε στις φλόγες και το νεόκτιστο ανάκτορο του Αγίου Βασιλείου Λακωνίας. Οι διαπιστωμένες ανασκαφικά καταστροφές του 13ου αι. π.Χ. (υστεροελλαδική ΙΙΙΒ1-2 περίοδος) δείχνουν να
οφείλονται σε φυσικά και όχι ανθρωπογενή αίτια (π.χ. σεισμούς). Ορισμένα ανάκτορα (Μυκήνες, Τίρυνθα, Αθήνα) και κάποιες ακροπόλεις (Μιδέα, Λάρισα Άργους, Τείχος Δυμαίων, Γλας κ.ά.) οχυρώθηκαν με κυκλώπεια τείχη, ενώ άλλα έμειναν ατείχιστα, απολαμβάνοντας μια ιδιότυπη Pax Mycenaica.
Ρυτό από κέλυφος
αυγού στρουθοκαμήλου στο οποίο προσαρμόστηκε αργυρό στόμιο και
διακοσμητικές χρυσές και χάλκινες ταινίες. Μιδέα (Αργολίδα), θολωτός
τάφος, 15ος-14ος αι. π.Χ
Η κυρίαρχη εικονογραφία της εποχής σε τοιχογραφίες, αγγειογραφία, ελεφαντουργία και κοσμηματική – τέχνες που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των ανακτόρων – μας χάρισε πομπές γυναικών με δώρα (αρ. κατ. 148), σκηνές βασιλικού κυνηγιού, κωπήλατα πλοία της ανοιχτής θαλάσσης, σφίγγες (αρ. κατ. 77), γρύπες και τελετουργικές οκτώσχημες ασπίδες (αρ. κατ. 147, 149), περιορίζοντας σε ελάχιστες περιπτώσεις τις σκηνές πολέμου και βίας (τοιχογραφίες ανακτόρου της Πύλου).
Η εξουσία εξέπεμπε την αυτοπεποίθησή της με τον στιβαρό συμβολισμό των κυκλώπειων κατασκευών, τους λέοντες στην πύλη των Μυκηνών, την κατασκευή λιγοστών αλλά μνημειωδών θολωτών τάφων (Ατρέως, Κλυταιμνήστρας, Μενιδίου, Ορχομενού) και τον μικρό αριθμό των ταφών με ξίφη. Η ανακτορική μυκηναϊκή περίοδος δίνει την εικόνα ενός κόσμου που επιδόθηκε επιτέλους στα έργα της ειρήνης. Ωστόσο, δεν λείπουν οι έμμεσες πληροφορίες για αιματηρές συγκρούσεις, με σκοπό τη διατήρηση της επικράτειας, όπως συνέβη στην περίπτωση της Μιλήτου, την οποία διεκδικούσαν οι Χετταίοι, σύμφωνα με τα αυτοκρατορικά αρχεία της Hattusa. Η μυκηναϊκή ανακτορική αυτοπεποίθηση βασιζόταν στην επιβολή του δικαίου και των βουλών του άνακτα και των αρχόντων του, που τεκμηριώνεται μέσα από τα πλούσια αρχεία των πινακίδων της Γραμμικής Β γραφής, αρχείων που οφείλουν τη διάσωσή τους στις φλόγες του τέλους εποχής. Οι πινακίδες της Πύλου, που αποτελούν το μεγαλύτερο corpus πληροφοριών του είδους, εικονογραφούν γενναιόδωρα το σύστημα παραγωγής (αρ. κατ. 72), φορολόγησης (αρ. κατ. 179), διανομής (αρ. κατ. 127), αποθήκευσης (αρ. κατ. 182) και διοίκησης των επαρχιών που υπάγονταν στο ανάκτορο. Η αρτιότητα της οργάνωσης και η έμφαση στην καταγραφή του φορολογητέου κτηματολογίου της επικράτειας αφήνουν να εννοηθεί πως η φοροδιαφυγή θα ήταν μια εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση και η τιμωρία της ενδεχομένως παραδειγματική.
Η δύναμη του ανακτόρου στηριζόταν στη σοφά οργανωμένη διοικητική του δομή. Επικεφαλής ήταν ο άναξ (wa-na-ka) και κάτω από αυτόν βρίσκονταν ο ηγέτης του
λαού (ra-wa-ke-ta, λαFαγέτας). Τρίτοι στην ιεραρχία ήταν οι τελεσταί (te-re-ta), κατόπιν έρχονταν οι επέται (e-qe-ta), δηλαδή οι ακόλου-θοι, και κάτω από αυτούς αναφέρονται οι βασιλείς (qa-si-re-u), που ήταν οι επιστάτες της εργασίας των τεχνιτών του ανακτόρου. Το μυστικό της ασφάλειας των ανακτόρων ήταν το οπλοστάσιό τους.
Η παραγωγή και η διανομή του οπλισμού ήταν στις προτεραιότητες της άρχουσας τάξης, όπως διαφαίνεται στα αρχεία των πινακίδων. Στην Πύλο αναφέρεται η αποθήκευση τροχών αρμάτων και ένας μεγάλος αριθμός χάλκινων θωράκων(to-ra-ke). Τα όπλα αυτά αποτελούνταν από δέκα μεγάλα και πέντε μικρά χάλκινα ελάσματα (επιρράμματα, o-pa-wo-ta), που σχημάτιζαν τον τύπο της πανοπλίας που γνωρίζουμε από τον τάφο των Δενδρών (αρ. κατ. 195). Ο χάλκινος θώρακας είχε το δικό του ιδεόγραμμα. Αναφέρονται, επιπλέον, χάλκινα κράνη ενός τύπου που δεν έχει βρεθεί ακόμα στα αρχαιολογικά σύνολα της εποχής, αποτελούμενου από τέσσερα επιρράμματα και δύο παραγναθίδες. Στο αρχείο της Κνωσού καταγράφονται χάλκινα δόρατα και χιλιάδες αιχμές βελών (pa-ta-ja), ενώ διακρίνονται τα μακρά ξίφη από τα πολυάριθμα φάσγα-να (pa-ka-na), δηλαδή τα εγχειρίδια, που είναι αποθηκευμένα στο οπλουργείο της φρουράς του ανακτόρου. Σε ορισμένες περιπτώσεις προσδιορίζεται ότι τα εγχειρίδια είναι εφοδιασμένα με τα επίμηλα και τις επενδύσεις των λαβών τους από ελεφαντόδοντο ή κέρατο (de-so-mo). Ο μεγάλος αριθμός τέτοιων πολυτελών όπλων έχει ερμηνευθεί ως προϊόν μαζικής παραγωγής προς εξαγωγή, μια υπόθεση που συνάδει με την ανταλλαγή πολυτελών δώρων και εμπορευμάτων μεταξύ των κέντρων της ανατολικής Μεσογείου. Ωστόσο, στις πινακίδες της Γραμμικής Β γραφής δεν υπάρχει σαφής μνεία για το τόξο και απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά σε ασπίδες, κνημίδες και κράνη από χαυ-λιόδοντες, όπλα που γνωρίζουμε από τα ευρήματα των ανασκαφών.
Ο μυκηναϊκός ανακτορικός στρατός είχε επικεφαλής τα μέλη της τάξης των ευγενών, που φαίνεται πως κατείχαν την τέχνη της μάχης και έφεραν πάνω τους μακρά ξίφη, όπως γνωρίζουμε από τους τάφους (αρ. κατ. 177) αλλά και από τα ευρήματα του ναυαγίου στο Uluburun, ενός πλοίου με αμύθητο εμπό-ρευμα, πάνω στο οποίο επέβαιναν δύο άτυχοι Μυκηναίοι αξιωματούχοι γύρω στο 1300 π.Χ. Ωστόσο, το κύριο σώμα του στρατεύματος θα πρέπει να αποτελούνταν από έφεδρους οπλίτες, που παρείχαν τις υπηρεσίες τους ως αντι-στάθμισμα για την εκχώρηση γαιών από τον μονάρχη.
Γνωρίζουμε περισσότερα για τον θεσμό των εφέδρων του στόλου χάρη στο αρχείο της Πύλου. Στις τελευταίες ημέρες της ζωής του ανακτόρου καταγράφηκε η πληροφορία πως τριάντα άνδρες από την επικράτεια, που ήταν κωπηλάτες, κατευθύνονταν προς την Πλευρώνα για να παρουσιαστούν, πιθανόν λόγω έκτακτης ανάγκης.
Ωστόσο, παρά τη φαινομενικά άρτια προετοιμασία, η αμυντική διάταξη δεν απέτρεψε την τελική καταστροφή, που έγινε κα-τά τα φαινόμενα από εχθρική εισβολή, η οποία μετέτρεψε το ανάκτορο και τον οικισμό σε μια κόλαση φωτιάς. Η μόνη επιτυχία της ανακτορικής φρουράς ήταν η εξασφάλιση χρόνου για τους κατοίκους του ανακτόρου, που το εγκατέλειψαν εγκαίρως παίρνοντας μαζί τους τα πολυτιμότερα αντικείμενα και καταφεύγοντας ίσως σε ασφαλείς προορισμούς.
Και καθώς οι πινακίδες της Πύλου καταγράφουν τις δραστηριότητες των τριών πρώτων μηνών του νέου έτους, εκτιμάται πως το τέλος του ανακτόρου συνέβη τον Μάρτιο ή τον Απρίλιο κάποιας χρονιάς κοντά στο 1200 π.Χ. Το ίδιο βίαιο τέλος είχαν τα περισσότερα ανάκτορα και οι κεντρικοί οικισμοί του μυκηναϊκού κόσμου, κλείνοντας δραματικά μια σπουδαία ιστορική περίοδο, αλλά και διασώζοντας μέσα στις φλόγες τις πολύτιμες επιγραφικές της μαρτυρίες. Τα διοικητικά κέντρα που εγκαταλείφθηκαν χωρίς να υποστούν πυρπόληση (Ακρόπολη Αθηνών, Διμήνι) διέσωσαν μεν καλύτερα τα κατάλοιπά τους, αλλά όχι τις πινακίδες που ενδέχεται να διέθεταν στα αρχεία τους.
Η καταστροφή των μυκηναϊκών κέντρων φαίνεται πως ήταν το αποτέλεσμα μιας αλυσιδωτής κρίσης που έπληξε τα βασίλεια και τις αυτοκρατορίες της ανατολικής Μεσογείου. Η ανταλλακτική οικονομία αυτού του δικτύου και η υψηλή εξειδίκευση της παραγωγής του μυκηναϊκού ανακτορικού κόσμου δεν μπόρεσαν να απορροφήσουν την κρίση που επέφερε την κατάρρευση του οικονομικού συστήματος. Η αγροτική παραγωγή θα πρέπει να μειώθηκε, προκαλώντας λιμό, επιδημίες και εσωτερικές αναταραχές στα μυκηναϊκά κράτη, που ενδεχομένως να στράφηκαν το ένα εναντίον του άλλου. Υποτελείς ομάδες του πληθυσμού που θεωρούσαν εαυτούς καταπιεσμένους ίσως να βρήκαν την ευκαιρία να ενισχύσουν την αστάθεια και να επιτείνουν τη βία.
Ανάμεσά τους ορισμένοι μελετητές βλέπουν τους Δωριείς, έναν πληθυσμό που, όπως υποστηρίζουν, ήταν παρών στην Πελοπόννησο ήδη πολύ πριν από τη μυθολογική του «Κάθοδο» στα τέλη της μυκηναϊκής εποχής.
Την ανασφάλεια των τελευταίων χρόνων των ανακτόρων μαρτυρούν οι «θησαυροί», δηλαδή οι αποκρύψεις πολύτιμων μεταλλικών αντικειμένων, που είχαν στην κατοχή τους ορισμένες πλούσιες οικογένειες στο τέλος εποχής (ΕΑΜ 6214, 6225) και που αναγκάστηκαν να ασφαλίσουν βαθιά στο χώμα, μη γνωρίζοντας την τύχη που θα τους επεφύλασσε η μοίρα.
Μετανακτορικός κόσμος: η άνοδος της νέας τάξης των πολεμιστών.
Η επόμενη μέρα βρήκε τους μυκηναϊκούς πληθυσμούς σε μεγάλη αμηχανία.
Ορισμένες ανακτορικές θέσεις επιβίωσαν για ένα μικρό χρονικό διάστημα (Χανιά, Μυκήνες, Ακρόπολη Αθηνών) ή ενδυναμώθηκαν συνιστώντας νέα σημαντικά κέντρα (Τίρυνθα). Ολόκληρες επικράτειες, όπως η Μεσσηνία, σχεδόν ερημώθηκαν, ενώ άλλες περιοχές που βρίσκονταν έως τότε στην περιφέρεια του ανακτορικού κόσμου γνώρισαν μεγάλη πληθυσμιακή αύξηση (Αχαΐα, Λοκρίδα, ανατολική Κρήτη, Ρόδος).
Η οργάνωση των νέων μετανακτορικών κοινωνιών της υστεροελλαδικής ΙΙΙΓ περιόδου (12ος-α μισό 11ου αι. π.Χ.) ανέδειξε νέα τοπικά κέντρα, που δεν ήταν μεγαλύτερα από έναν κοινό οικισμό με περιορισμένη επικράτεια λίγων χιλιομέτρων.
Οι οικισμοί της περιόδου ήταν αυτάρκη χωριά με οικονομικό απόθεμα ίσο με μια μεγάλη αποθήκη. Νέοι άρχοντες έγιναν για άλλη μια φορά οι πολεμιστές, όπως ονομάστηκαν οι νεκροί των τάφων με τα ξίφη, τις λόγχες, τις περικνημίδες, τα εξαρτήματα ασπίδων και τα εργαλεία, που ξεχωρίζουν από τα υπόλοιπα μέλη της κοινότητάς τους και καλύπτουν χρονολογικά όλη την περίοδο.
Η πτώση του παλιού ανακτορικού κόσμου είχε ως αποτέλεσμα την ελεύθερη ανάπτυξη των διμερών εμπορικών επαφών μεταξύ των μετανακτορικών κοινωνιών και των υπερπόντιων λιμανιών της Δύσης και της Ανατολής. Μεσάζοντες σε αυτές τις συναλλαγές φαίνεται πως ήταν οι άρχοντες πολεμιστές, καθώς τα περισσότερα αντικείμενα εξωτικής προέλευσης εντοπίστηκαν στα κτερίσματά τους.
Η πτώση των μυκηναϊκών ανακτόρων ανέδειξε την εποχή της ευκαιρίας για τους τυχοδιώκτες του Αιγαίου. Η εικονογραφία της εποχής είναι γεμάτη με πολεμική δράση, βία και στρατιωτικές εξορμήσεις, πολεμικά πλοία (αρ. κατ. 7) και αγήματα στρατιωτών (αρ. κατ. 197 και ΕΑΜ 3256), που φαίνεται πως απηχούν τις τοπικές επιχειρήσεις των αρχόντων πολεμιστών ή την ελεύθερη δράση τους ως πειρατών και μισθοφόρων σε παντός είδους επιχειρήσεις και συμπλοκές. Τέλος, η ανεύρεση σε ορισμένα νεκροταφεία δύο ή περισσότερων ταφών πολεμιστών που ανήκουν σε διαδοχικές γενιές, αλλά περιλήφθηκαν στους ίδιους οικογενειακούς τάφους (Σπαλιαρέικα Αχαΐας, Μουλιανά Σητείας) υποδηλώνουν το κληρονομικό αξίωμα του πολεμιστή και θυμίζουν προκλητικά τους ομηρικούς βασιλείς και τον κόσμο των αξιών τους.
Άλλωστε, αν η πυρπόληση της Τροίας είναι κάτι περισσότερο από ένα λογοτεχνικό πυροτέχνημα, τότε θα πρέπει να ανιχνευθεί στο καμένο στρώμα της πόλης VIIa, που αντιστοιχεί με τα πρώτα μετανακτορικά χρόνια του μυκηναϊκού κόσμου.
Η ομηρική κληρονομιά στην αυγή του νέου κόσμου
Η αυγή της νέας χιλιετίας κληρονόμησε από τον παλιό μετανακτορικό κόσμο την κοινωνική οργάνωση σε μικρές τοπικές κοινωνίες, από τις οποίες προέκυψαν τρεις αιώνες αργότερα οι πρώτες πόλεις. Οι άρχοντες πολεμιστές του τέλους της ύστερης εποχής του Χαλκού έδωσαν τη θέση τους στους
βασιλείς της πρωτογεωμετρικής και της γεωμετρικής περιόδου (10ος-8ος αι. π.Χ.), που ανέλαβαν να συγκροτήσουν τις δικές τους επικράτειες και να εγγυηθούν την επιβίωση και την ευημερία τους. Πολεμιστές και αυτοί, εγκατεστημένοι σε ορθογώνια και αψιδωτά μέγαρα (Θέρμο, Λευκαντί, Νιχώρια κ.α.), αναλάμβαναν τις ιερουργίες που στεγάζονταν στον οίκο, δυνάμωναν με τελετουργικά συμπόσια και ανταλλαγές δώρων τις σχέσεις τους με τα άλλα ευγενή μέλη της κοινότητας και είχαν υπό τον έλεγχό τους τη χαλκουργία και τη σιδηρουργία, που βρίσκονταν στην καρδιά της νέας οικονομίας.
Κώστας Πασχαλίδης(απόσπασμα)
Πηγή: http://www.tap.gr/tapadb/files/ebooks/Odysseys.pdf