Δευτέρα 23 Απριλίου 2012

Οι αγώνες των καπνεργατών και η συμβολή τους στη διαμόρφωση του εργατικού κινήματος

Το καπνεμπόριο σε κρίση
Οι καπνοβιομηχανίες αγοράζουν τον καπνό από τους παραγωγούς τον αποθηκεύουν, και στη συνέχεια μετά από επεξεργασία παράγουν διάφορα προϊόντα (τσιγάρα, καπνό πίπας,κ.ά).
Από το χειροποίητο στο βιομηχανοποιημένο τσιγάρο(1)
Στα μέσα του 17ου αιώνα, στις προθήκες των βιβλιοπωλείων στη  Βαρκελώνη κάνει την εμφάνισή του ένα καινούργιο εμπόρευμα «Μικρά τετράδια χαρτιών για τσιγάρα». Πρόκειται για δεσμίδες μικρών ορθογώνιων  χαρτιών, εξευρωπαϊσμένοι απόγονοι των νοτιοαμερικάνικων «παπελίτος» που από τον 16ο αιώνα ανέφεραν στις αφηγήσεις τους οι ιεραπόστολοι που ταξίδεψαν στην Νότια Αμερική. Με τον ερχομό του σιγαρόχαρτου στην Ευρώπη, οι άλλοι τρόποι καπνίσματος ατονούν-και μέλλει να δημιουργηθεί το πιο παράδοξο προϊόν των επόμενων αιώνων.
Το τσιγάρο
Η επιλογή του σιγαρόχαρτου αποτελούσε για τους καπνιστές «στριφτών» τσιγάρων, μέρος της ιεροτελεστίας  του «στριψίματος». Το κοίταζαν, το άγγιζαν, το χάιδευαν, το διάλεγαν, το τοποθετούσαν ευλαβικά ανάμεσα στον αντίχειρα και τον δείκτη και επιμελώς  δούλευαν τις μικρές τούφες καπνού για να δώσουν το επιθυμητό σχήμα στο τσιγάρο τους.  Το στρίψιμο ενός τσιγάρου, είχε γίνει απαραίτητο στάδιο στην  απόλαυση καπνίσματος- μια ιεροτελεστία.
Καπνεργάτριες στην επεξεργασία
Τα  χειροποίητα τσιγάρα παρουσιάζονται το 1885. Μέχρι την εκπνοή του 19ου αιώνα τα πιο σημαντικά κέντρα συσκευασίας χειροποίητων σιγαρέτων βρίσκονται στην Ερμούπολη, τον Πειραιά, τον Βόλο, τη Λαμία, το Αγρίνιο,και μετά το 1913, εμφανίζονται και στη Μακεδονία.
Γύρω στο 1915, κάνουν την πρώτη τους  εμφάνιση «οι μηχανές τσιγάρων»αλλά  η βιομηχανοποίηση των σιγαρέτων δεν έγινε χωρίς αντιδράσεις.
 Η βιομηχανοποίηση  που κάλπαζε στη δεκαετία 1925-1935, κατεύθυνε τους βιομηχάνους καπνού να προσπαθούν μέσω των εφημερίδων να πείσουν τους αμετανόητους "στριφτές" (τσιγάρων) να προτιμούν το βιομηχανοποιημένο τσιγάρο, χρησιμοποιώντας γι'αυτό  διάφορα"σλόγκαν", όπως: «Με το χέρι; ή με την μηχανήν; Ποίον είναι το ευγενέστερον, το ιδανικότερον, το καλαισθητικώτερον: Το χέρι ή η μηχανή; Εις μερικάς περιστάσεις το πρώτον, εις μερικάς περιστάσεις το δεύτερον...
Στην Ελλάδα δεν γνωρίζουμε την ακριβή ημερομηνία εισαγωγής του σιγαρόχαρτου, αλλά στα πολυσύχναστα λιμάνια της χώρας μας δεν άργησαν να δεχτούν το καινούργιο εμπόρευμα. Ήδη από το 1866, τα χαρτοπωλεία στην Αθήνα, μεταξύ των άλλων προϊόντων τους, πωλούν και διαφημίζουν σιγαρόχαρτα.
Kάρτες τσιγάρων (3,5x5 εκ.) της καπνοβιομηχανίας I. Mέξη, με... καπνίζουσες καλλονές της εποχής.
Άλλο το τσιγάρο, άλλο το σιγαρέττο. Εδώ εφαρμόζεται η αντίστροφος αρχή. Το χειροποίητο είναι οπισθοδρόμησις, ή ανθυγιεινότης, ή προστυχιά, ή αηδία, ή βραδύτης. Το μηχανοποίητον είναι η αριστοκρατία, το ιδεώδες, ή ποίησις, ή υγιεινή, ή ταχύτης, ή ευμορφία, η ασφάλεια, το θαύμα...»
 «Ο εργατικός κόσμος είχεν εξαναστή κατ' αρχάς. Ενόμισεν ότι το άψυχον θα φάγει το έμψυχον. Ότι η μηχανή θα φάγει τον άνθρωπον. Και όμως εις την Αμερικήν, όπου τα πάντα εμηχανοποιήθησαν, αι ταχύτεραι σιγαρετομηχαναί συμβαδίζοσιν εκ παραλλήλου με τα υψηλότερα εργατικά ημερομίσθια».
Στην Αμερική όμως...
 Η σχέση του καπνιστή με το τσιγάρο έχει αλλάξει: η γευστική και οσφρητική αρμονία χάνονται. Οι αισθαντικές ιστορίες που το στρίψιμο ενός τσιγάρου δημιούργησε, χάνονται για πάντα στη λήκυθο των αναμνήσεων, μαζί με τις ονομασίες των τσιγαρόχαρτων, όπως: «Κλειώ», «Η Ωραία Ελένη», «Η Ευανθεία», «Τα Άνθη», «Η Ουρανία», κ.λ.π.

Διαφήμιση
Στην Ελλάδα το επάγγελμα του καπνεργάτη τσιγαροποιού άρχισε να φθύνει όταν οι μηχανές παρήγαγαν 200.000-250.000 τσιγάρα, σε επτά ώρες, έναντι 2.000-3.000 σιγαρέτων που παρασκεύαζε ο σιγαροποιός με τους δύο βοηθούς του. Η κάθε σιγαρετοποιητική μηχανή αντικαθιστούσε 100 εργάτες. Έτσι ξεκινούν οι  εργατικές κινητοποιήσεις ενόψει της καταφθάνουσας ανεργίας.
Σιγαροποιητικάς μηχανάς τελείων συστημάτων εκόμισεν το πρώτον εν Αθήναις ο καπνοβιομήχανος Κ. Βάρκας, εν Πειραιεί ο καπνοβιομήχανος Σπάθης και εν Πύργω ο καπνοβιομήχανος Β. Καραβασίλης τω 1909. 
Εκάστη σιγαροποιητική μηχανή λειτουργούσα επί 7 ώρας, ανεπλήρωνεν εκατό περίπου εργάτας.
tobacco factory
 Με την εξέλιξη της τεχνολογίας, οι βιομήχανοι άρχισαν να τοποθετούν αυτόματα μηχανήματα κατασκευής τσιγάρων, γεγονός που οδηγούσε σε εξαφάνιση το επάγγελμα των τσιγαράδων. Διαδοχικά, κάθε μήνα, απέλυαν πολλές δεκάδες εργατών, που ρίχνονταν στην ανεργία καταδικασμένοι να μην επανέλθουν στη δουλειά. Η απειλή αυτής της ολοκληρωτικής εξαφάνισης του επαγγέλματος, τους ανάγκασε να συγκαλέσουν,το 2ο Πανελλήνιο Συνέδριο καπνεργατικών οργανώσεων- μέσα σε έναν χρόνο από τη σύγκληση του 1ου- για να συζητήσουν αυτό το κρίσιμο πρόβλημα  που θα έκρινε το μέλλον του επαγγέλματος και της ζωής τους.
Στο 2ο Συνέδριο, αποφάσισαν να πάρουν μέρος  και οι καπνεργάτες της Δράμας, για πρώτη φορά. Στο συνέδριο στάλθηκαν εκ μέρους της οργάνωσης καπνεργατών «Η Ευδαιμονία» οι  Βασίλης Παπαθεοδώρου και Πρόδρομος Μοσχίδης (Μποντόσης) και εκ μέρους των γυναικών μια νεαρή, πολύ δραστήρια και μορφωμένη κοπέλα, η συναγωνίστρια Τσιαούση.
Κατά το Μικρασιατικό Πόλεμο, τα περισσότερα στελέχη της καπνεργατικής οργάνωσης «Η Ευδαιμονία» ήταν επιστρατευμένα και ήταν φυσικό η δράση της, καθώς και όλων των οργανώσεων, να ατονήσει. Μετά την κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου και το τέλος αυτού του πολέμου που έφερε τόσες καταστροφές και ξερίζωσε περισσότερο από ενάμιση εκατομμύριο Έλληνες της Μικράς Ασίας, επέστρεψαν ταλαιπωρημένα, και όσα στελέχη της οργάνωσης διασώθηκαν, άρχισαν να κινούνται δραστήρια για την επαναλειτουργία της «Ευδαιμονίας».
Το 1ο Παγκαπνεργατικό Συνέδριο της Θεσσαλονίκης έγινε το 1919 και έλαβαν μέρος αντιπρόσωποι από όλα τα διαμερίσματα της Ελλάδας. Στο συνέδριο μεταξύ των άλλων αποφασίστηκε η ίδρυση καπνεργατικής ομοσπονδίας με τον τίτλο «Καπνεργατική Ομοσπονδία Ελλάδος» (ΚΟΕ), έναν χρόνο μετά την ίδρυση το 1918 της «Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος» (ΓΣΕΕ).
Δεν πέρασε πολύς καιρός και με την επιστροφή του Πλαστήρα και των άλλων στρατηγών κηρύχθηκε στρατιωτικός νόμος, διαλύθηκαν με διάταγμα όλες οι οργανώσεις και κατασχέθηκαν τα αρχεία και τα έπιπλα των γραφείων τους.Ιστορία του καπνεργατικού κινήματος Δράμας.(σελ. 24-26)
 Στις 11 Νοεμβρίου του 1924, μία σελίδα της τοπικής ιστορίας της Καβάλας σφραγίστηκε με αίμα. Οι καπνεργάτες αντέδρασαν βίαια στις παρασπονδίες ενός καπνεμπόρου. Την εποχή εκείνη, στη μεγαλύτερη  Καπνούπολη, λειτουργούσαν περίπου160 καπνομάγαζα στα οποία εργάζονταν χιλιάδες καπνεργάτες που επεξεργάζονταν τα καπνά πριν αυτά εξαχθούν στο εξωτερικό. Η δουλειά είναι σκληρή, όμως για την Καβάλα, όπου δεν υπάρχουν άλλοι πόροι, είναι η δουλειά από την οποία ζει το σύνολο σχεδόν των κατοίκων της. Οι πρόσφυγες δεν έχουν εγκατασταθεί καλά καλά στην περιοχή, και οι τριβές καπνεργατών με καπνεμπόρους είναι καθημερινές. Η ενέργεια του καπνέμπορου Γρηγοριάδη που προσπάθησε να εξάγει καπνά χωρίς να έχουν υποστεί επεξεργασία ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι…  Χαρακτηριστικό είναι το δημοσίευμα της εφημερίδας ΕΜΠΡΟΣ που κάνει Δεύτερη Έκδοση και με τίτλο «Κομμουνιστικαί Ταραχαί εν Καβάλα» μεταφέρει την είδηση. 
Γράφει:«Αιματηρά Συμπλοκή Μετά Χωροφυλάκων και Στρατιωτών, Δύο Νεκροί και Τριάκοντα Τραυματίαι, Ιδιαίτερον Τηλεγράφημα του ΕΜΠΡΟΣ. Θεσσαλονίκη 10 Νοεμβρίου.
"Επίσημον τηλεγράφημα εκ Καβάλας αγγέλει ότι κατόπιν αποπείρας του καπνεμπόρου κ. Γρηγοριάδου όπως εξαγάγη ανεπεξέργαστα καπνά και της επεμβάσεως κομμουνιστών καπνεργατών, όπως εμποδίσωσιν την φόρτωσιν, επήλθε συμπλοκή μεταξύ χωροφυλάκων κατά την οποίαν εφονεύθη ο ανθυπομοίραρχος Σκαλιδάκης και ετραυματίσθησαν ο ταγματάρχης Σταυριανός και τρεις στρατιώτες δια λήθων. Ετραυματίσθησαν επίσης πολλοί καπνεργάται εκ των πυροβολισμών των χωροφυλάκων και των στρατιωτών.Επεκράτησε καθ όλην την πόλιν πανικός. Η αγορά τρομοκρατηθείσα έκλεισε, και οι πολίται έσπευδον να κλεισθώσιν εντός των οικιών των, κλείοντες τα παράθυρα. Μόλις την εσπέραν αποκατέστη η τάξις και οι κάτοικοι αναθάρρησαν".
 Το Φρουραρχείον εζήτησε επειγόντως ενισχύσεις εκ Πραβίου.
 Ο στρατός με ένσφαιρα όπλα φρουρεί την πόλιν.
 Έτσι περιγράφει τα γεγονότα της μέρας εκείνης ο δημοσιογράφος της εποχής, που παρά τον κομματικό του προσανατολισμό, παρουσιάζει  τα γεγονότα με γνώμονα την πραγματικότητα.
 Η συνέχεια βρήκε την πόλη φρουρούμενη από τον Στρατό ενώ λίγες μέρες μετά, δικάστηκαν οι συλληφθέντες από το στρατοδικείο Καβάλας και καταδικάστηκαν. Μεταξύ των καταδικασθέντων, ήταν ο τότε γενικός γραμματέας (το ’24 δεν είχαν προέδρους στα σωματεία) της έκτης καπνεργατικής ένωσης Καβάλας Γεώργιος Σταυρόπουλος, ο Παρασκευάς Μακέδος και ο Δημητράτος. Ο Δημητράτος είχε διατελέσει αργότερα και υπουργός εργασίας επί κυβερνήσεως Ιωάννη Μεταξά. Ακολούθησαν πολλές συλλήψεις, ανδρών και γυναικών. Η αντιπολίτευση έφερε το ζήτημα στην Εθνική Συνέλευση, στη Βουλή δηλαδή και κατηγόρησε τον υπουργό εσωτερικών Κονδύλη ως υπαίτιο των σκηνών λόγω της δημιουργίας στην Καβάλα και στη Δράμα φασιστικών εργατικών οργανώσεων που είχαν εξοπλιστεί από τον στρατό…
Από το λεύκωμα του Σπ. Μελετζή.εικ. 101.

Στην περίοδο από το 1929 έως το 1936, το επάγγελμα των καπνεργατών δέχτηκε νέο πλήγμα καθώς οι καπνέμποροι κατάφεραν να επιτύχουν τη σταδιακή αντικατάσταση των ανδρών εργατών με γυναίκες μέσω της αλλαγής του συστήματος επεξεργασίας. 
Το νέο σύστημα ονομαζόταν «Τόγκα» και στηριζόταν στη μαζική απασχόληση γυναικών εργατριών. Ενώ οι γυναίκες στα 1920 ήταν απλώς διπλάσιες από τους άνδρες, στα 1930 ήταν εφταπλάσιες.
Η Τρίτη περίοδος ωστόσο είχε θετικές εξελίξεις για τον καπνεργατικό συνδικαλισμό.
"Εάν δεν υπήρχε ο καπνός, δε θα ήτο δυνατόν να αντιμετωπιστεί το δημογραφικό πρόβλημα, το οποίον προέκυψεν μετά την Μικρασιατικήν συμφοράν. Ο εποικισμός της Μακεδονίας και της Θράκης κατά το 1922 εστηρίχθη μόνο εις τον καπνόν" (Πρακτικά Βουλής, συνεδρίαση 18/4/46).
To 1926 η κατακόρυφη άνοδος του συναλλάγματος, είχε άμεσες ευεργετικές επιπτώσεις στο καπνεμπόριο. Η Αγγλική λίρα πραγματοποίησε άλμα από τις 350 στις 450 δρχ., με αποτέλεσμα οι καπνέμποροι να κερδίσουν τεράστια ποσά. Έτσι οι καπνεργάτες κινητοποιούνται και απαιτούν ανάλογη αύξηση στα πενιχρά τους μεροκάματα. Οι καπνέμποροι, στις 31 Ιουλίου του 1926, ανακοινώνουν στο Σωματείο των καπνεργατών την απόφασή τους να αυξήσουν τα μεροκάματα των αντρών κατά 5 δρχ., δηλαδή στις 90 δρχ. και τα γυναικεία να καθηλωθούν στις 37 δρχ.
Αυτό θεωρείται «εμπαιγμός» και οι καπνεργάτες αξιώνουν 120 δρχ. σαν οροφή στα αντρικά μεροκάματα και αύξηση 15% στα γυναικεία. Οι καπνέμποροι αρνούνται κατηγορηματικά και έτσι οι καπνεργάτες πιστεύοντας ότι η αδιαλλαξία της εργοδοσίας θα καμφθεί, κήρυξαν απεργία το Σάββατο 31 Ιουλίου 1926.
Η εφημερίδα «ΕΜΠΡΟΣ» της 11ης Αυγούστου 1926 δημοσιεύει:
«Μετά την κήρυξιν της απεργίας, οι απεργοί συνεκεντρούντο καθ’ ομίλους έξωθεν των καπνεργοστασίων και καπναποθηκών και ημπόδιζον την λειτουργίαν αυτών δι’ απεργοσπαστών ή ελευθέρων εργατών τρομοκρατούντες αυτούς. Την νύκτα εκοιμώντο έξωθεν των εργοστασίων, τοποθετούντες σκοπούς με «νούμερα», δια να μην πλησιάσουν οι ιδιοκτήται. Εκ της στάσεως αυτής των απεργών προεκλήθησαν και πολλά επεισόδια….»
Οι αρχές αρνούνται και τους χορηγούν άδεια για την συγκέντρωσή τους στο χώρο της Αγίας Σωτήρας (το σημερινό Πάρκο), που τότε θεωρούνταν εκτός της πόλης.
 Το πρωί της Κυριακής 8 Αυγούστου, οι απεργοί άρχισαν να συγκεντρώνονται στον χώρο της Αγίας Σωτήρας, με μαύρες σημαίες πάνω στις οποίες έγραφαν:
«Δικαία απαίτησις, ή 100 δράμια ψωμί ή ένα χρόνο απεργία»
Γύρω στις 8 το πρωί είχαν συγκεντρωθεί γύρω στους 8000 απεργούς. Οι αρχές είχαν τοποθετήσει ισχυρή δύναμη χωροφυλακής στην «καμπή» της οδού Αγρινίου-Αμφιλοχίας, λίγο πιο πάνω από το Ταχυδρομείο και δύναμη Ευζώνων, που είχε έρθει από το Μεσολόγγι, έξω από το εξοχικό κέντρο «Χαραυγή».Μετά από τους λόγους που εκφωνήθηκαν, η συγκέντρωση διαλύθηκε και οι απεργοί σκορπίστηκαν άλλοι προς τον προσφυγικό συνοικισμό Αγίου Κωνσταντίνου και άλλοι προς την πόλη. Η ομάδα που κατευθύνθηκε προς την πόλη, ήρθε αντιμέτωπη με τις δυνάμεις της Χωροφυλακής. Ο ταγματάρχης Ζαμπετάκης που ήταν επικεφαλής, τους προέτρεψε να κατέβουν προς την πόλη ανά δύο άτομα. Οι απεργοί διαβεβαίωσαν τον Ζαμπετάκη ότι η συγκέντρωσή τους είχε διαλυθεί, αλλά αρνήθηκαν να χωριστούν σε ομάδες των δύο. Ακολουθεί συμπλοκή και η διαταγή του ταγματάρχη να πυροβολήσουν στον αέρα ήταν η αφορμή να επιτεθούν με πέτρες μερικές εργάτριες στην δύναμη της χωροφυλακής.
Οι σφαίρες που μέχρι τότε έπεφταν στον αέρα, γύρισαν προς τους απεργούς. 
Μία σφαίρα βρίσκει στο κεφάλι τον νεαρό, σχεδόν παιδί, Θεμιστοκλή Καρανικόλα,που, σύμφωνα με μαρτυρίες, βρέθηκε τυχαία στο χώρο του επεισοδίου.
Μία άλλη σφαίρα τραυματίζει θανάσιμα την έγκυο καπνεργάτρια Βασιλική Γεωργαντζέλη, που ξεψύχησε λίγο αργότερα. Ήταν 29 ετών και είχε ήδη δύο παιδιά, τον Γεράσιμο 9 ετών και την Παρασκευή 5 ετών.
Ο εργάτης Δ. Τσαμπάς τραυματίζεται σοβαρά στο μπράτσο, που ακρωτηριάστηκε.
Το νέο διαδίδεται στο Αγρίνιο γρήγορα και η κηδεία της Βασιλικής Γεωργαντζέλη και του Θεμιστοκλή Καρανικόλα, γίνεται στον Άγιο Δημήτριο παίρνοντας μορφή συλλαλητηρίου.
Τον Απρίλιο του 1936 συνήλθε στη Θεσσαλονίκη μέσα σε ενωτικό κλίμα το πρώτο πανακαπνεργατικό συνέδριο, από το οποίο προέκυψε  η Πανελλαδική Καπνεργατική Ομοσπονδία (Π.Κ.Ο) η οποία και ένωσε όλες τις παλαιότερες. Απόρροια του ενωτικού κλίματος που δημιουργήθηκε ήταν η μεγάλη απεργία των καπνεργατών της Μακεδονίας το Μάιο  του 1936. Η απεργία είχε ξεκινήσει στα τέλη Απριλίου κορυφώθηκε όμως στις 9 Μαΐου όταν κηρύχθηκε γενική απεργία στη Θεσσαλονίκη.
Η κύρια συγκέντρωση της απεργίας άρχισε γύρω στης 10.30 το πρωί. Η αστυνομία και ο στρατός κατέλαβαν στρατηγικές θέσεις στην περιοχή, ενώ πυροβόλα όπλα είχαν τοποθετηθεί σε κρίσιμα σημεία. Ο πρώτος εργάτης που πέθανε εκείνη την ημέρα, ίσως το πιο θρυλικό θύμα του εργατικού μεσοπολεμικού κινήματος χάρη στον ποιητή Γ. Ρίτσο, ήταν ένας οδηγός ταξί, Τάσος Τούσης. 
Οι εργάτες όμως συνέχισαν την διαδήλωση τους μεταφέροντας μαζί και το πτώμα του Τούση πάνω σε μια πόρτα. Στο Διοικητήριο η αστυνομία άνοιξε αδιάκριτα πυρ και σκότωσε επιτόπου άλλους εννέα εργάτες, ενώ πολύ μεγάλος είναι ο αριθμός των τραυματιών. 
 Λίγους μήνες αργότερα, τον Αύγουστο του 1936 επιβάλλεται η δικτατορία Μεταξά. 
Το κέντρο της πόλης είχε γίνει κανονικό πεδίο μάχης. Γι’ αυτό κρίθηκε σκόπιμο στρατιωτικός διοικητής να αντικαταστήσει τον αρχηγό της αστυνομίας. 
Η απεργία αυτή έδειξε, ότι παρά τα συνεχή πλήγματα ο κλάδος των καπνεργατών δεν έχασε τη ριζοσπαστική διάθεση του. Ήταν όμως πια μια μάχη οπισθοφυλάκων.
Ο Γιάννης Ρίτσος γράφει το ποίημα «Επιτάφιος» εμπνευσμένος από τα τραγικά γεγονότα, το οποίο μελοποιήθηκε από το Μίκη Θεοδωράκη.
 Φωτογραφικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη A. J. 142.85.
Καλλιέργεια καπνού. Φωτογραφία Δ. Χαρισιάδη 

Μαρτυρίες που έχει καταγράψει η κ. Κωνσταντίνα Μπάδα.
Ολόκληρο το κείμενο μπορείτε να το διαβάσετε στην ηλεκτρονική εφημερίδα "Η Νέα Εποχή".
«Ήρθαμε από τη Σάμο εδώ το 1922. Ήμουν δεν ήμουν δέκα χρονώ που πήγα στις καπναποθήκες. Δούλευα όπως και οι άλλοι. Έδινα στις άλλες εργάτριες νερό. Μετέφερα τα κασονάκια. Όλη μέρα... Το μεσημέρι κάναμε διάλειμμα, τρέχαμε στο σπίτι να φάμε κάτι και μετά ξαναγυρνούσαμε στην αποθήκη, ώσπου νύχτωνε... Όταν πήρα το πρώτο βδομαδιάτικο στα χέρια μου, τα λεφτά χάρτινα, τα κοίταζα, τα κοίταζα δεν είχαν και πολύ αξία για μένα αλλά τάβαλα στην τσεπούλα μου κι έτρεξα, έτρεξα στο σπίτι και τάδωσα στη μάνα μου. Όταν ερχόταν ο έλεγχος, μ' έβαζαν μέσα στα κασόνια, να μη με βρουν, γιατί ήταν παράνομο να δουλεύω. Μια φορά κόντεψα να σκάσω εκεί μέσα στο κασόνι που ήταν γεμάτο καπνό. Άρχισα να φωνάζω και να το χτυπάω με τα χέρια μου και μ' έβγαλαν... Έτσι ήταν τότε, ούτε γράμματα έμαθα ούτε τέχνη, μόνο στις αποθήκες, στον καπνό. Αποκεί πήρα σύνταξη...».
Εκεί λοιπόν στα καπνομάγαζα αρχίζει να διαμορφώνεται η εργατική συνείδηση κι εκεί γεννιέται το εργατικό κίνημα του Αγρινίου.
Το 1911 ιδρύεται το Σωματείο Καπνεργατών.
Το 1910 άρχισε να εφαρμόζεται για πρώτη φορά στο Αγρίνιο το σύστημα της επεξεργασίας καπνών σε «τόγκα». To 1920 είχαμε την πρώτη σύγκρουση των καπνεργατών με την εργοδοσία με αφορμή την «τόγκα», επειδή με το σύστημα αυτό οι εργοδότες χρησιμοποιούσαν γυναίκες που τα μεροκάματά τους ήταν πολύ χαμηλότερα από των αντρών, με αποτέλεσμα να υπάρχει ανεργία στις τάξεις των καπνεργατών.
«Το κακό έγινε με την Τόγκα. Το δικό μας σωματείο ήταν ισχυρό. Τα αφεντικά έφεραν την τόγκα και για αυτή έπαιρναν μόνο γυναίκες, κι οι άνδρες μας έμειναν χωρίς δουλειά. Τους συνέφερνε να παίρνουν μόνο γυναίκες, γιατί το μεροκάματο ήταν μόνο το ένα τρίτο από αυτό που έπαιρ­ναν οι άνδρες. Να φανταστείς ότι όταν οι άνδρες έπαιρναν ενενήντα δραχμές, οι γυναίκες παίρνα­με τριάντα επτά. Γιατί να μην πάρουν εμάς στη τόγκα... Μας έπεφταν οι πλάτες με τη «τόνκα», εδώ δεν ξεφυλλίζαμε τον καπνό, τον ξερμαθιάζαμε μόνο, ποστιάζαμε και πέρναγε από τη μηχανή. Οι άνδρες μας κάθονταν... Κάναμε μεγάλες απεργίες γι' αυτό. Και το '26, τότε που σκότωσαν την Γεωργατζέλη, καπνεργάτρια μπροστά μπροστά με την κοιλιά στο στόμα. Τους στρίμωξε τους χωροφυλάκους στην πορεία και μπάμ τη σώριασαν... Δε ντράπηκαν, με τη κοιλιά στο στόμα, κι άλλους δυο. Τι έχουν δει τα μάτια μας! Ούτε την κηδεία δεν άφηναν να γίνει στην εκκλησία του Αη-Δημήτρη».

Αποθήκες καπνού Παναγόπουλου
Από τον Απρίλιο του 1936 την Ελλάδα σαρώνει ένα μεγαλειώδες απεργιακό κύμα με κέντρο τη Θεσσαλονίκη και τους καπνεργάτες, που αποτελούν το πιο οργανωμένο κίνημα της εποχής. Η εξέγερση των εργατών στη Θεσσαλονίκη επεκτείνεται σε πολλές άλλες ελληνικές πόλεις, αποτελώντας έναν από τους βασικότερους σταθμούς στο ελληνικό εργατικό κίνημα.
Την εποχή της εργατικής εξέγερσης, είχε προηγηθεί η οικονομική ύφεση προερχόμενη από το κραχ του 1929 στην παγκόσμια οικονομία) και η συνακόλουθη πτώχευση του 1932. Όμως δεν ήταν μόνον αυτό το οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο. Πριν από την κρίση, στην Ελλάδα είχε ήδη αποτύχει οικτρά η Μεγάλη Ιδέα του Βενιζέλου. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, δεν υπήρχε πια η Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών. Επιπλέον, οι πρόσφυγες που είχαν έρθει στη χώρα είχαν δώσει μιας πρώτης τάξεως δικαιολογία σε εργοδότες να μειώσουν τα μεροκάματα.
Άλλη μια δικαιολογία για τους εργοδότες, ώστε να μειώσουν τις αμοιβές, ήταν ενδεχομένως και η παγκόσμια οικονομική κρίση της εποχής (1929-1932). Οι αμοιβές των 48.000 περίπου καπνεργατών έπεσαν από τις 135-150 δραχμές στις 75 δραχμές. Μάλιστα, πολλοί αναγκάζονταν να δουλεύουν δωρεάν μόνον για τα ένσημά τους.Πηγή
Με την αλλαγή της οικονομικής κατάστασης το 1929 εντάθηκε ο ανταγωνισμός της διεθνούς καπνοβιομηχανίας, ο οποίος μαζί με τις παράλληλες τάσεις συγκεντρωτισμού της παραγωγής στο κέντρο, οδήγησε σε μια σταδιακή παρακμή του καπνοβιομηχανικού κλάδου.
Η κατάσταση στη Δυτική Ευρώπη άρχισε να γίνεται πολύ δύσκολη. Η κρίση ξέσπασε και με αστραπιαία ταχύτητα απλώθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο.Όσες εταιρείες προέρχονταν από αγγλικά, γαλλικά, αμερικανικά και μονοπώλια άλλων χωρών, αντίθετων προς τη γερμανική επεκτατική πολιτική, έχοντας αντιληφθεί το σκοπό για τον οποίο η Γερμανία συγκέντρωνε αυτές τις τεράστιες ποσότητες καπνών, αντιδρούσαν με φανατισμό. Οι ντόπιοι όμως καπνέμποροι τυφλωμένοι από τους αφάνταστα ευνοϊκούς όρους κέρδους και σκεπτόμενοι τα υπερβολικά κέρδη που θα αποκόμιζαν δεν σταματούσαν με τίποτα. 
Πολλοί από τους ντόπιους καπνέμπορους δεν αρκέστηκαν μόνον στις ποσότητες που προγραμμάτισαν για το γερμανικό μονοπώλιο, αλλά η απληστία τους ώθησε να ξαναβγούν στα χωριά και να αγοράσουν όσα καπνά απέμειναν στα χέρια των καπνοπαραγωγών ελπίζοντας σε μεγαλύτερη ανατίμηση των καπνών στο μέλλον. 
Για να πετύχουν όμως να αγοράσουν τις υπερβολικά μεγάλες νέες ποσότητες έσπευσαν να δανειστούν μεγάλα κεφάλαια από διάφορες τράπεζες, οι περισσότεροι  από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Οι καπνεργάτες αναθάρρησαν και οι καπνέμποροι, προπαντός οι ντόπιοι, αποδέχονταν ό,τι και αν έβλεπαν να γίνεται από τα στελέχη των σωματείων των καπνεργατών. Ο χρόνος τελείωσε χωρίς καμιά ένταση στις σχέσεις καπνεμπόρων και καπνεργατών, αλλά όλα έδειχναν ότι έρχονταν δύσκολα χρόνια.
 Κατά τους τελευταίους μήνες του χρόνου οι μεγάλες καπνεμπορικές εταιρείες, για λογαριασμό των οποίων οι ντόπιοι καπνέμποροι αναλάμβαναν συνήθως παρτίδες καπνών, δημιούργησαν τραστ και όχι μόνον δεν ανέθεταν καμιά παραγγελία στους ντόπιους εμπόρους, αλλά δεν αγόραζαν και αυτά ακόμα τα καπνά που βρίσκονταν επεξεργασμένα στις αποθήκες τους. Το τραστ των μεγάλων καπνεμπορικών εταιρειών με τη διακήρυξη ότι δεν θα αγοράσουν τα καπνά των ντόπιων μικρών καπνεμπόρων έφερε όλους τους μικρούς καπνέμπορους σε απόγνωση. Η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ,είχε γερά δεμένους όλους αυτούς τους επίδοξους μελλοντικούς μεγαλοκεφαλαιούχους. Στο κυνήγι του εύκολου πλουτισμού  παρασύρθηκαν και πολλοί που απλά διέθεταν χρήματα άσχετοι με το καπνεμπόριο, και άλλοι που δανείστηκαν χρήματα, βάζοντας ενέχυρο τα σπίτια τους και όσα κτήματα είχαν, για να τα διαθέσουν στην αγορά και την επεξεργασία των καπνών. Όσο περνούσε ο καιρός και δεν πουλιόνταν τα καπνά τους και συνεχώς χρειάζονταν καπνεργάτες (στοιβαδόρους) -έστω και λίγους για συνεχή συντήρηση των καπνών τους, συνεπώς υπήρχαν συνέχεια έξοδα-, οι μικροί καπνέμποροι έβλεπαν με τρόμο ότι η αξία των καπνών που είχαν στις αποθήκες τους δεν θα κάλυπτε στο τέλος ούτε τους τόκους των χρημάτων που δανείστηκαν από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Από όλη αυτή την οικονομική τραγωδία των μικρών καπνεμπόρων στο τέλος δεν βγήκε ούτε και η τράπεζα που τους δάνεισε κερδισμένη. Οι χρεοκοπίες ήταν καθημερινές, ακολουθούσε η μία την άλλη, και έτσι δεν έμεινε κανένας από τους μικρούς καπνέμπορους, νέους και παλιούς, που να μην χρεοκοπήσει. Θυμάμαι τον μικρό αλλά και πολύ υπεροπτικό ντόπιο καπνέμπορο Χριστοδουλάκη που συνεχώς κρυβόταν επί τρία χρόνια μην τυχόν και συναντηθεί με τους πιστωτές του. Τραγική ήταν και οι μοίρα των αδελφών Χατζηκώστα που από μπακάληδες ξεκίνησαν να γίνουν καπνέμποροι και τα τίναξαν όλα στον αέρα παρασέρνοντας μαζί τους στη χρεοκοπία και αρκετούς από τους συμπατριώτες τους πρόσφυγες που είχαν την αφέλεια να τους εμπιστευθούν τις ομολογίες που πήραν ως αποζημίωση της περιουσίας τους στις χαμένες πατρίδες.
(1)Ιστορία του καπνεργατικού κινήματος Δράμας (1840-1940)σελ. 93-94)
Αναμνήσεις: Το μάζεμα του Καπνού στον Πρόδρομο Ξηρομέρου

Η άγνωστη "δίκη των Βιομηχάνων" το 1948
ΟΙ ΑΔΕΛΦΟΙ ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΟΥ ΣΤΟ ΕΚΤΑΚΤΟ ΣΤΡΑΤΟΔΙΚΕΙΟ!
  Κάθισαν στο εδώλιο κατηγορούμενοι  για συμμετοχή τους στην προπαρασκευή των «εγκλη­ματικών πράξεων» του ΚΚΕ. Η χαλκευ­μένη κατηγορία και  το πως χρησιμοποιήθη­κε από το κράτος.
Τον Μάιο του 1948, ενώ ακόμη μαίνεται ο εμφύ­λιος πόλεμος, μια δικαστική υπόθεση  συγκέντρωσε το ενδιαφέρον όλων. Πρόκειται για τη «δί­κη των βιομηχάνων» στο έκτακτο στρατοδικείο της Αθήνας. Ο επιφανέστερος, ανάμεσα στους κα­τηγορούμενους, ήταν ο Γιάννης Παπαστράτος, πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της καπνοβιομηχανίας (εκλέχτηκε στη θέση μετά τον θάνατο του αδελφού του Σωτήρη το 1940 και δια­τήρησε την ιδιότητα ως τον θάνατό του). 
«Πάπας» των καπνεμπόρων και, μαζί με τους αδελφούς του, ο μεγαλύτερος εξαγωγέας καταναλωτικών προϊ­όντων.
Είναι σαφές ότι στο πρόσωπο του δικάζο­νται όλοι οι Παπαστράτοι.
Η κατηγορία φοβερή και τρομερή:
«Υπαίτιοι ότι εκ συστάσεως εν Αθή­ναις και αλλαχού από του Νοεμβρίου 1946 μέχρι 29 Μαρτίου 1948, ενώ το ΚΚΕ μετ' άλλων αγνώ­στων διήγειρε στάσιν, κατήρτισεν ενόπλους δυ­νάμεις, συνεννοηθέν προς τούτο με ξένους, οι ο­ποίοι εκ προθέσεως προπαρασκεύαζον κατ' εξα­κολούθηση τας εγκληματικάς ταύτας πράξεις διά της οικονομικής ενισχύσεως των αυτουργών...»
Οι Παπαστράτοι κατηγορούνταν ως χρημα­τοδότες των κομμουνιστών στον εμφύλιο πόλεμο! Αυτή η άγνωστη πτυχή, στη γνωστή κατά τ' άλλα προσωπική και επιχειρηματική ιστορία των εμποροβιομηχάνων από το Αγρίνιο, είναι ενδεικτική του κλίματος που επικρατεί στη χώρα μα­κριά από τα πεδία των μαχών.Στην υπόθεση συμπλέκονται εσωτερικές α­ντιθέσεις στο μπλοκ πολιτικής εξουσίας, ίσως η υπόθεση να χρησιμοποιείται και ως μοχλός πίε­σης προς όποιους πολιτικούς, όπως ο πρωθυπουργός Θ. Σοφούλης.... Περισσότερα:
Συλλήψεις Ελλήνων από Βρετανούς στα  Δεκεμβριανά.
Μετά από πέντε περίπου χρόνια εθνικών ανακατατάξεων ( Πόλεμος - κατοχή Γερμανίας) και μιας πρώτης ανασυγκρότησης μετά τον πόλεμο, επιδιώχθηκε και από τις δύο πλευρές η δημιουργία ενός νέου συστήματος διμερών σχέσεων. 
Δεν ήταν τυχαίο ότι μία από τις έξι πρώτες διπλωματικές αποστολές που έστειλε η νεοσύστατη Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας έφτανε στα τέλη του 1950 στην Αθήνα. Το νέο γερμανικό κράτος ήθελε να δείξει και στην πράξη την καλή του θέληση, προκειμένου οι παλιοί εχθροί, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, να μπορέσουν να ξεχάσουν τις φρικαλεότητες του πολέμου.
Πρώτο σταθμό στις μεταπολεμικές διμερείς σχέσεις αποτελεί η επίσημη επίσκεψη του αναπληρωτή Έλληνα πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου στη Δυτική Γερμανία, τον Οκτώβριο του 1950.
 Η επίσκεψη πραγματοποιήθηκε υπό τη σκιά γενικότερων οικονομικών επαφών και εξυπηρετούσε κυρίως τον στόχο της Ελλάδας να ξανακερδίσουν τα ελληνικά καπνά την παραδοσιακή τους θέση στη γερμανική αγορά. Λόγω της μεγάλης σημασίας της εξαγωγής καπνού για την ελληνική οικονομία η ελληνική κυβέρνηση στήριζε στη συμφωνία (Tabakabkommen) της 26ης Οκτωβρίου 1950 και στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας μεγάλες προσδοκίες και ελπίδες. Τρία χρόνια αργότερα, στις 11 Νοεμβρίου 1953, υπογράφηκε το ελληνογερμανικό σύμφωνο για οικονομική συνεργασία.(2)

Λαχαναγορά. Αθηνών
 Μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο καπνός συνέχισε να αποτελεί σημαντικό προϊόν και να κατέχει εξέχουσα κοινωνική, συναλλαγματική και δημοσιονομική σημασία. Συγκεκριμένα, τη δεκαετία του ’50, αν και η καλλιεργούμενη έκταση με καπνό αντιστοιχούσε, κατά μέσο όρο, στο 5% της συνολικήςκαλλιεργούμενης έκτασης της χώρας, ο καπνός εξασφάλιζε απασχόληση και εισόδημα σε περίπου 200.000 οικογένειες καπνοπαραγωγών και δημιουργούσε πρόσθετη απασχόληση σε 40.000 καπνεργάτες και σε 10.000 άτομα απασχολούμενα, επιπλέον, με τις καπνοβιομηχανίες και το καπνεμπόριο.Παράλληλα ο καπνός αποτελούσε το σημαντικότερο εξαγώγιμο προϊόν της
ελληνικής οικονομίας στην περίοδο εκείνη.
Το 1954, οι εξαγωγές της χώρας έφτασαν τα 151 εκ. δολάρια, εκ των οποίων το 50% περίπου προερχόταν από τις εξαγωγές καπνού.Οι ιδιαίτερα υψηλές απαιτήσεις της καπνοκαλλιέργειας σε εργασία εξασφάλιζαν απασχόληση και σημαντικό αριθμό ημερομισθίων στις γεωργικές οικογένειες, δεδομένου ότι, όπως αναφέρεται, σχεδόν τα 2/3 του κόστους παραγωγής του καπνού ήταν κόστος ημερομισθίων.

Η δίκη των καπνοπαραγωγών στο Αγρίνιο
 Στις αρχές του 1962, στις καπναποθήκες των παραγωγών Βάλτου Ξηρομέρου και Τριχωνίδας, καθόταν αδιάθετη ολόκληρη η παραγωγή  της εσοδείας του 1961.
Οι αγρότες της περιοχής  νοιώθοντας βαριά την εκμετάλλευση που γινόταν εις βάρος τους από τους εμπόρους και καπνοβιομηχάνους, οργάνωσαν κινητοποιήσεις και κατέβηκαν στους δρόμους για να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους.
Η συγκέντρωση  έγινε στις 8 Σεπτέμβρη του 1962 σε δύο σημεία-κλειδιά της εθνικής οδού Αγρινίου-Αμφιλοχίας, την Σφήνα και στο Σαμάρι, και βάφτηκε με το αίμα του καπνοπαραγωγού Δημήτρη Βλάχου από την Λεπενού. Ο επίλογος  της μάχης ήταν η δίκη 18 καπνοπαραγωγών που συνελήφθησαν.
Μια δίκη που πήρε μεγάλες διαστάσεις και προβλήθηκε από όλα τα μέσα ενημέρωσης στην Ελλάδα.
Μια δίκη-σταθμός στην ιστορία του αγροτικού κινήματος .

Το δικαστήριο έκρινε και τους 18 κατηγορούμενους αθώους για τις κατηγορίες στάσης και σωματικής βλάβης κατά των αστυνομικών και καταδίκασε μόνο τους πέντε από αυτούς για παρακώλυση συγκοινωνίας. Τους τρεις από αυτούς με τριετή αναστολή και τους άλλους δύο με εξαγορά της ποινής τους προς 100 δραχμές ημερησίως.
  Η τότε Κυβέρνηση Καραμανλή ύστερα από πιέσεις και διαμαρτυρίες  των καπνοπαραγωγών της περιοχής, αναγκάστηκε  να δώσει εντολή προς τους βιομηχάνους  να απορροφήσουν  τα καπνά της προηγούμενης σοδειάς -σταδιακά- έτσι ώστε, μέχρι το τέλος  Αυγούστου της χρονιάς να έχουν διατεθεί όλα. 
Για το σκοπό αυτό η Κυβέρνηση προέβλεψε  και χρηματοδότηση. Όμως παρά την Κυβερνητική παρέμβαση και παρ' ότι χρηματοδοτήθηκαν, δεν  αγόραζαν  τα καπνά στο ρυθμό που υπαγόρευε η απόφαση. Η κωλυσιεργία τους ήταν συστηματική με αποτέλεσμα από τους 7.500 περίπου τόνους της εσοδείας του 1961, να έχουν αγορασθεί (σε εξευτελιστικές τιμές), μέχρι το Σεπτέμβρη 1962, μόνο1.400 τόνοι και το 65% της παραγωγής να παραμένει  αδιάθετο και να καταστρέφεται στις αποθήκες. Ο σκοπός ήταν σαφής. Όσο το καθυστερούσαν το προϊόν υποβαθμιζόταν- γιατί απαιτεί ειδικές συνθήκες συντήρησης- και η τιμή του μειωνόταν.
Η προκλητική στάση  των καπνοβιομήχανων, και ο συστηματικός εμπαιγμός της Κυβέρνησης σε βάρος τους, κατέληξε σε κινητοποιήσεις  των καπνοπαραγωγών οι οποίες κορυφώθηκαν σε ένταση τον  Ιούλιο του 1962 και έφτασαν σε έκρηξη στις 8 Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου. 
Θεωρήθηκε πρόκληση για τους παραγωγούς, το ότι η Κυβέρνηση επέτρεπε στους καπνοβιομηχάνους να τους εκβιάζουν, όταν παράλληλα δεν δίσταζε να διπλασιάζει τη βασιλική χορηγία και να τριπλασιάζει τη χορηγία του διαδόχου του θρόνου. 
Στις 8 Σεπτέμβρη τέσσερις χιλιάδες περίπου καπνοπαραγωγοί των Επαρχιών Βάλτου και Ξηρομέρου κατέβηκαν σε προειδοποιητική διαδήλωση διαμαρτυρίας, από τις 3 τα μεσάνυχτα και κατέλαβαν τη δημόσια οδό Αμφιλοχίας -Αγρινίου.
Στο χωριό Στάνου-Βάλτου συγκεντρώθηκαν περίπου τρεις χιλιάδες καπνοπαραγωγοί, και στη  Σφήνα-Βάλτου γύρω τους πεντακόσιους. Όλοι, άνδρες και γυναίκες, ηλικιωμένοι και  μικρά παιδιά,αποφάσισαν να αντιμετωπίσουν τους Κυβερνητικούς εκπροσώπους και τη Χωροφυλακή και να μην διαλυθούν αν δεν ικανοποιηθούν τα δίκαια αιτήματα τους. Και τότε, αντιμετώπισαν την βάναυση επίθεση της Κυβέρνησης. Η  Χωροφυλακή, με την παρουσία του Νομάρχη Ιωάννη Μήλλιου, του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Μεσολογγίου Δημόπουλου, του Αντιεισαγγελέα Πρωτοδικών Αγρινίου Αθανάσιου Πέταλα και του Βουλευτή της δεξιάς Νικόλαου Φαρμάκη,άρχισε να πυροβολεί για να τους διαλύσει. Το αίμα των άτυχων παραγωγών  έβαψε την δημόσια οδό Αγρινίου - Αμφιλοχίας. Ο μικρός Ευστάθιος Μπίλιας (μόλις 10 ετών), από το χωριό Μαχαλά - Ξηρομέρου τραυματίστηκε,όπως και ο  Δημήτρης Βλάχος από τη Λεπενού Βάλτου που τραυματίστηκε  θανάσιμα και κατέληξε στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Αγρινίου.
Για την εξέγερση των καπνοπαραγωγών Ξηρομέρου  και Βάλτου(2)
Διαμαρτυρία καπνοπαραγωγών του Δίου για τις τιμές των καπνών
19 Μαρτίου 2011
Υ.Γ: Μην γκρινιάζετε αν παρέλειψα πολλά, γιατί δεν χωράνε σε μία ανάρτηση.
 Όσοι θέλετε περισσότερες πληροφορίες διαβάστε :
(1) Ιστορία του καπνεργατικού κινήματος Δράμας (1840-1940),
Σταύρος Χ. Σταυρίδης – Νικόλαος Θ. Γεωργιάδης (2009)
Δράμα: Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Δράμας
(2)Η πρώτη μεταπολεμική περίοδος
ΟΙ ΕΛΛΗΝΟΓΕΡΜΑΝΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕΤΑ ΤΟΝ Β΄ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ
Σημαντικά ιστορικά στοιχεία για την καλλιέργεια του καπνού και τη σημασία της κατά τον 18ο και τον 19ο αιώνα αναφέρονται στο έργο του Δημητρίου Ζωγράφου "Η ιστορία της Ελληνικής Γεωργίας". Τα στοιχεία αυτά, που σε μεγάλο βαθμό αντλούνται από το βιβλίο του Γάλλου Μποζούρ "Πίναξ του Εμπορίου της Ελλάδος"(1978), προέρχονται από τις περιηγήσεις του στην Ελλάδα κατά τον 18ο αιώνα και πριν την Ελληνική Επανάσταση.
(2)Για την εξέγερση των καπνοπαραγωγών Ξηρομέρου  και Βάλτου:
Μουσείο Καπνού Καβάλας
Διαβάστε το πρώτο μέρος εδώ: 
Στάχτη... ο Ελληνικός καπνός[κλικ]

Συνεχίζεται
Γράψτε ένα σχόλιο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Οι σκέψεις σας είναι ευπρόσδεκτες.Γράψτε ένα σχόλιο.