Ενρίκο Μπερλινγκουέρ (1922 - 11 Ιουνίου 1984) |
Του Θανάση Γιαλκέτση, από την Ελευθεροτυπία στις 19/06/2004
Ο κόσμος έχει αλλάξει πολύ στα είκοσι χρόνια που μας χωρίζουν από το θάνατό του. Μοιάζει σαν να ζούμε σε μιαν άλλη ιστορική εποχή.
Γιατί πρέπει να θυμόμαστε τον Ενρίκο Μπερλινγκουέρ;
Αξίζει, ωστόσο, να θυμόμαστε τον Μπερλινγκουέρ, πρώτα απ’ όλα γιατί ενσάρκωνε ένα υπόδειγμα ηθικο-πολιτικής δράσης που σήμερα τείνει να εκλείψει. Ο Μπερλινγκουέρ υπήρξε ένας ηγέτης που επιδίωξε μια βαθιά ανανέωση της κομμουνιστικής παράδοσης και προχώρησε σε ρήξεις και αναθεωρήσεις.
Ηταν επικεφαλής ενός κόμματος που ξεχώριζε όχι μόνο για τη μεγάλη του δύναμη (το μεγαλύτερο ΚΚ στην ευρωπαϊκή Δύση) αλλά και για την ετεροδοξία του μέσα στο διεθνές πολιτικό πανόραμα.
Από τον Γκράμσι ο Μπερλινγκουέρ είχε κληρονομήσει μια κριτική σκέψη που τον προστάτευε από την απλοϊκή πίστη σε δόγματα. Από τον Γκράμσι είχε διδαχθεί επίσης να αντιλαμβάνεται την πολιτική ως «ηθική και διανοητική μεταρρύθμιση» που αποβλέπει στην απελευθέρωση του ανθρώπου.
Η γκραμσιανή ιδέα της ηγεμονίας καθόρισε εξάλλου και την ιστορική πρωτοτυπία και ιδιαιτερότητα του ιταλικού κομμουνισμού. Με άλλα λόγια, η πολιτική του ΙΚΚ δεν βασιζόταν στην ιδέα της κατάκτησης της κρατικής εξουσίας ως προϋπόθεση για την αλλαγή της κοινωνίας, αλλά αντίθετα στηριζόταν σε μια πολιτική μεταρρυθμίσεων και συμμαχιών που τροποποιούσε βαθμιαία τους συσχετισμούς δύναμης μέσα στην κοινωνία, τείνοντας μέσα από αυτόν το δρόμο και προς τη διακυβέρνηση του κράτους.
Ο Μπερλινγκουέρ είχε συνειδητοποιήσει την ηθική και πολιτική χρεοκοπία του σοβιετικού μοντέλου και την ανάγκη ανανέωσης του σοσιαλισμού. Το σοσιαλιστικό ιδεώδες αντλεί τη δύναμή του και την ακτινοβολία του από το γεγονός ότι προτείνεται ως πηγή μιας διαδικασίας χειραφέτησης και
απελευθέρωσης των υποκειμένων. Το σοβιετικό μοντέλο όμως συγκροτήθηκε σαν ένα σύστημα στο οποίο η εξουσία απόφασης συγκεντρώθηκε σε ένα και μοναδικό πολιτικό υποκείμενο (το κόμμα-κράτος), το οποίο κατέπνιγε τις ελευθερίες και τα δικαιώματα των πολιτών.
Η ιδεολογία και η πράξη πάνω στις οποίες στηρίχθηκαν τα καθεστώτα του «υπαρκτού σοσιαλισμού» διέστρεφαν βάναυσα το νόημα του σοσιαλιστικού ιδεώδους. Ο «σοσιαλισμός» δεν ήταν πλέον μια διαδικασία μέσα από την οποία εκδηλώνεται μια νέα ικανότητα των ανθρώπων να θεμελιώνουν σχέσεις συνεργασίας και να απελευθερώνονται από τους άδικους καταναγκασμούς που χαρακτηρίζουν την καπιταλιστική κοινωνία.
Εμφανιζόταν, αντίθετα, σαν ένα λεπτομερώς προσχεδιασμένο μοντέλο, προς το οποίο τα κοινωνικά υποκείμενα όφειλαν να συμμορφωθούν προσαρμόζοντας καταναγκαστικά τις συμπεριφορές τους.
Εγραφε χαρακτηριστικά ο Μπερλινγκουέρ: «Εχει επέλθει μια ανατροπή της θεμελιώδους φιλοσοφικής ανανέωσης του Μαρξ: της κριτικής του στην ιδεολογία. Σε πρώτο επίπεδο, αντί για την πραγματικότητα, για την πράξη που μετασχηματίζει και δημιουργεί νέα γεγονότα και νέες ιδέες, τοποθετήθηκε η ιδεολογία και μάλιστα ένα είδος ιδεολογικού “πιστεύω”, όπως είναι ο λεγόμενος μαρξισμός-λενινισμός, νοούμενος ως αποστεωμένο δογματικό σώμα αληθειών σχεδόν μεταφυσικού τύπου και ως ένα σύνολο διατυπώσεων που θα έπρεπε να δικαιολογούν και να εγγυώνται ένα οικουμενικά έγκυρο μοντέλο, προς το οποίο οφείλουν να συμμορφωθούν οι διάφορες πραγματικότητες και τα κοινωνικά υποκείμενα».
Ο Μπερλινγκουέρ διακήρυξε ότι η δημοκρατία είναι μια οικουμενική αξία. Η πολιτική δημοκρατία δεν είναι απλώς ένα μέσο στην πάλη για το σοσιαλισμό, αλλά είναι ένας σκοπός, μια αξία καθεαυτή, που έχει διαρκή και οικουμενική εγκυρότητα. Η μετάβαση στο σοσιαλισμό γινόταν πλέον αντιληπτή ως μία διαδικασία επέκτασης και εμβάθυνσης της δημοκρατίας.
Ο ίδιος ο σοσιαλισμός θα ήταν δημοκρατικός, θα στηριζόταν στις αξίες και τους κανόνες της πολιτικής δημοκρατίας και θα εξέφραζε ένα ανώτερο επίπεδο της ανθρώπινης ελευθερίας.
Αν σήμερα όλα αυτά φαίνονται απλές και κοινές παραδοχές για την ανανεωτική Αριστερά, στον καιρό του Μπερλινγκουέρ αντιπροσώπευαν μια ριζική αμφισβήτηση ενός ολόκληρου τρόπου σκέψης, ενός υποδείγματος πολιτικής κουλτούρας που χαρακτήριζε την κομμουνιστική παράδοση.
Μια άλλη σημαντική πρωτοβουλία του Μπερλινγκουέρ ήταν το ότι έθεσε το «ηθικό ζήτημα» όχι μόνον ως επιταγή καταπολέμησης της διαφθοράς αλλά ως μέγα πολιτικό ζήτημα, ως κεντρικό θέμα για την ανανέωση της πολιτικής. Ο Μπερλινγκουέρ άσκησε αυστηρή κριτική στο σύστημα εξουσίας που βασίζεται στην κατοχή του κράτους από τα κόμματα. Και υπογράμμισε ότι, όταν η επιδίωξη της εξουσίας γίνεται αυτοσκοπός, η πολιτική εκφυλίζεται και παρακμάζει και τα κόμματα μετατρέπονται σε μηχανές εξουσίας που δεν υπηρετούν το κοινό καλό, αλλά ιδιοτελείς βλέψεις και ιδιωτικά συμφέροντα.
Αναδημοσίευση από (εδώ)
Άλλη συνέντευξη
Η ηθική διάσταση στην κρίση της πολιτικής
Οι επισημάνσεις του Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, για την πολιτική κρίση σε μια ιστορική συνέντευξη που δόθηκε στον Εουτζένιο Σκάλφαρι της εφημερίδας "Ρεπούμπλικα" στις 28 Ιουλίου 1981 και μοιάζει σαν να δόθηκε χθες.
Μεταφρασμένη στα Ελληνικά από τον Στάθη Λουκά, δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Αυγή" (στις 02/04/2010).
Η καπηλεία του κράτους από τα κόμματα
«…Τα σημερινά κόμματα είναι πάνω απ’ όλα μηχανές εξουσίας και πελατειακών σχέσεων: Τα χαρακτηρίζει ελλιπής και αλλοιωμένη γνώση της ζωής και των προβλημάτων της κοινωνίας και του κόσμου, διαθέτουν λιγοστές ιδέες, λειψά ή ασαφή ιδανικά και προγράμματα και στερούνται παντελώς αισθημάτων και κοινωνικο-πολιτικού πάθους. Διαχειρίζονται συμφέροντα, ποικίλα, αντιφατικά, αμφίβολα κάποτε, πάντως χωρίς την παραμικρή σχέση με τις απαιτήσεις και τις αναδυόμενες ανάγκες των ανθρώπων, ή, πάλι, τις διαστρεβλώνουν χωρίς να επιδιώκεται το κοινό καλό.
Η ίδια η οργανωτική δομή τους προσαρμόστηκε σ’αυτό το μοντέλο, και δεν είναι πια οργανωτές του λαού, σχηματισμοί που προωθούν την πολιτικο-κοινωνική ωριμότητα και πρωτοβουλία: είναι μάλλον ομοσπονδίες ρευμάτων, που αποπνέουν καμαρίλα, καθένα με αρχηγό, υπαρχηγό κ.λπ...
Τα κόμματα έχουν καταλάβει το κράτος και τους θεσμούς του, ξεκινώντας από την κυβέρνηση. Έχουν καταλάβει τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τους οργανισμούς προνοίας, το Πανεπιστήμιο, τη Ραδιοτηλεόραση, κάποιες μεγάλες εφημερίδες...
Εντέλει, όλα έχουν πια διαμοιρασθεί, ή θα ήθελαν να τα διαμοιράσουν. Η κατάσταση είναι δραματική. Οτιδήποτε καλούνται να διαχειριστούν ή να διεκπεραιώσουν οι ποικίλοι θεσμοί και οι σημερινοί διοικητές τους, αντιμετωπίζεται κυρίως σε συνάρτηση με τα συμφέροντα του κόμματος ή του ρεύματος ή της φατρίας η οποία διεκδικεί το αξίωμα.
Ένα τραπεζικό δάνειο παραχωρείται αν εξυπηρετεί αυτόν τον σκοπό, αν είναι επωφελές και καλλιεργεί τις πελατειακές σχέσεις. Μια διοικητική έγκριση δίνεται, μια εργολαβία
κατακυρώνεται, μια πανεπιστημιακή έδρα εκχωρείται, ένας εργαστηριακός εξοπλισμός χρηματοδοτείται, εάν οι ευεργετούμενοι κάνουν δήλωση πίστης στο κόμμα που τους εξασφαλίζει αυτά τα οφέλη, ακόμα και όταν απλώς δικαιούνται τη θέση, την αναγνώριση, την έγκριση...
Κατά τη γνώμη μου, πολλοί Ιταλοί κατανοούν αυτήν την καπηλεία του κράτους, τις καταπιέσεις, τα ρουσφέτια, τις διακρίσεις. Αλλά αρκετοί απ’ αυτούς τελούν υπό καθεστώς εκβιασμού. Εξασφάλισαν ωφελήματα (που ίσως τα δικαιούνταν κιόλας, αλλά που τα εξασφάλισαν μόνο δια μέσου των κομμάτων και των ρευμάτων τους) και είτε ελπίζουν να ωφεληθούν κι άλλο είτε φοβούνται πως δεν θα ωφελούνται πια ...
Λοιπόν: Πρώτον, εμείς θέλουμε να πάψουν τα κόμματα να καταλαμβάνουν το κράτος. Τα κόμματα πρέπει, όπως λέει το Σύνταγμά μας, να συμβάλλουν στη δημιουργία της πολιτικής βούλησης του έθνους. Κι αυτό μπορεί να το κάνουν όχι καταλαμβάνοντας όλο και μεγαλύτερα κομμάτια του κράτους, όλο και περισσότερα κέντρα εξουσίας σε κάθε χώρο, αλλά ερμηνεύοντας τα μεγάλα ρεύματα θεώρησης των πραγμάτων, οργανώνοντας τις ευγενείς επιδιώξεις του λαού, ελέγχοντας δημοκρατικά τις ενέργειες των θεσμών. Αυτός είναι ο πρώτος λόγος για τον οποίο εμείς διαφέρουμε...
Να καταπολεμηθούν τα προνόμια, να προστατευθούν οι αδύναμοι
Εμείς σκεπτόμαστε ότι τα προνόμια πρέπει να καταπολεμηθούν και να καταργηθούν όπου κι αν φωλιάζουν, ότι οι φτωχοί και οι περιθωριοποιημένοι, οι μη προνομιούχοι, πρέπει να προστατευθούν και να τους δοθεί φωνή και συγκεκριμένη δυνατότητα να μετρούν περισσότερο στις αποφάσεις, για να αλλάξουν την κατάστασή τους. Ότι ορισμένες ανθρώπινες και κοινωνικές ανάγκες, που σήμερα αγνοούνται, πρέπει να ικανοποιηθούν κατά προτεραιότητα σε σχέση με άλλες· ότι ο επαγγελματισμός και η αξιοσύνη πρέπει να επιβραβεύονται, ότι πρέπει να είναι εξασφαλισμένη η συμμετοχή κάθε πολίτη - άντρα ή γυναίκας - στα δημόσια πράγματα.
Αναγκαία η υπέρβαση του καπιταλισμού
Κανένα από τα κυβερνητικά κόμματα δεν τα έκανε αυτά. Εμείς οι κομμουνιστές έχουμε εξήντα χρόνια στις πλάτες μας και αποδείξαμε ότι αυτά τα επιδιώκαμε και τα κάναμε με σοβαρότητα.
Στη φυλακή με τους εργάτες ήμαστε εμείς, στα βουνά με τους αντάρτες ήμαστε εμείς, στις λαϊκές συνοικίες με τους ανέργους ήμαστε εμείς, με τις γυναίκες, με το περιθωριοποιημένο προλεταριάτο, με τους νέους ήμαστε εμείς, σε ορισμένους δήμους και ορισμένες περιφέρειες, που διακυβερνήθηκαν έντιμα, ήμαστε εμείς. Υπήρχαν και άλλοι, αλλά κυρίως εμείς.
Kαι ας περάσουμε στο τρίτο σημείο στο οποίο διαφέρουμε: Εμείς σκεπτόμαστε ότι ο τύπος της οικονομικής και κοινωνικής καπιταλιστικής ανάπτυξης είναι αιτία μεγάλων στρεβλώσεων, ανυπολόγιστων δαπανών και κοινωνικών ανισοτήτων, τεράστιας σπατάλης πλούτου. Δεν θέλουμε να ακολουθήσουμε τα μοντέλα του σοσιαλισμού που πραγματοποιήθηκαν μέχρι τώρα, απορρίπτουμε τον κεντρικό προγραμματισμό της οικονομίας, νομίζουμε ότι η αγορά μπορεί να έχει
ουσιαστικό ρόλο, ότι η ατομική πρωτοβουλία είναι αναντικατάστατη, ότι η ιδιωτική επιχείρηση έχει δικό της χώρο και ότι μπορεί να διατηρήσει δικό της, σημαντικό ρόλο.
Όμως είμαστε πεπεισμένοι ότι όλες αυτές οι πραγματικότητες δεν λειτουργούν πια μέσα στις καπιταλιστικές μορφές...
Και είμαστε πεπεισμένοι επίσης ότι πρέπει και μπορεί να γίνει συζήτηση για τον τρόπο υπέρβασης του καπιταλισμού ως μηχανισμού και συστήματος, μια κι αυτός, σήμερα, δημιουργεί όλο και μεγαλύτερες μάζες ανέργων, περιθωριοποιημένων, ανθρώπων υπό καθεστώς εκμετάλλευσης. Κι αυτή είναι, κατά βάσιν, η αιτία, όχι μόνο της σημερινής οικονομικής κρίσης, αλλά και των φαινομένων βαρβαρότητας, της διάδοσης των ναρκωτικών, της άρνησης της εργασίας, της δυσπιστίας, της πλήξης, της απελπισίας.
Είναι έγκλημα να έχει κανείς αυτές τις ιδέες; Οι σοσιαλδημοκράτες “ξέχασαν” τους υποπρολετάριους και τους μη συνδικαλισμένους (σημ. του μεταφραστή: Απαντώντας εδώ στον ισχυρισμό του Σκάλφαρι ότι δεν υπάρχει διαφορά με όσα σκέπτεται ένας πεπεισμένος Ευρωπαίος σοσιαλδημοκράτης, ο Ε. Μ. συνεχίζει:)
Υπάρχει ουσιαστική διαφορά. Η σοσιαλδημοκρατία (μιλάω, βέβαια, για τη σοβαρή σοσιαλδημοκρατία) πάντοτε μεριμνούσε ιδιαίτερα για τους εργάτες, για τους συνδικαλισμένους εργαζόμενους, και λίγο ή καθόλου για τους περιθωριακούς, τους υποπρολετάριους, τις γυναίκες. Πράγματι, τώρα που εξαντλήθηκαν τα παλιά όρια της καπιταλιστικής ανάπτυξης, τα οποία επέτρεπαν τη σοσιαλδημοκρατική πολιτική, τώρα που σε όλη την καπιταλιστική Δύση τα προβλήματα τα οποία προηγουμένως υπενθύμιζα εξερράγησαν, υπάρχουν σημεία κρίσης στον αγγλικό εργατισμό και στη γερμανική σοσιαλδημοκρατία. Ακριβώς γιατί τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα βρίσκονται μπροστά σε προβλήματα άγνωστα μέχρι τώρα ή που τα είχαν αγνοήσει...
Η ηθική διάσταση της κρίσης της πολιτικής δεν εξαντλείται στο γεγονός ότι, επειδή υπάρχουν κλέφτες, διεφθαρμένοι, καταχραστές στις υψηλές σφαίρες της πολιτικής και της δημόσιας διοίκησης, πρέπει να ξεσκεπαστούν, να καταγγελθούν και να πάνε φυλακή.
Η ηθική διάσταση της κρίσης της πολιτικής, στην Ιταλία, σήμερα, είναι αδιαχώριστη από την κατάληψη του κράτους εκ μέρους των κυβερνητικών κομμάτων και των ρευμάτων τους, είναι αδιαχώριστη από τον πόλεμο μεταξύ διαφόρων ομάδων, είναι αδιαχώριστη από την τρέχουσα αντίληψη για την πολιτική και τις μεθόδους διακυβέρνησης, που απλώς πρέπει να εγκαταλειφθούν και να ξεπεραστούν. Να γιατί λέω ότι η ηθική διάσταση της κρίσης της πολιτικής βρίσκεται στο κέντρο του ιταλικού προβλήματος.
Να γιατί τα άλλα κόμματα μπορούν να αποδείξουν ότι είναι δυνάμεις ανανέωσης μόνο αν αποκαλύψουν πλήρως την ηθική κρίση, φθάνοντας μέχρι τα πολιτικά αίτια της.
Εκείνο που πρέπει να μας ενδιαφέρει στ’ αλήθεια είναι η τύχη της χώρας. Αν συνεχίσουμε μ’ αυτό τον τρόπο, υπάρχει κίνδυνος η δημοκρατία να περιοριστεί, αντί να απλωθεί και να αναπτυχθεί· να βουλιάξει στο τέλμα...
Υπέρ της εγκράτειας, κατά του άκρατου ατομικού καταναλωτισμού
Εμείς ήδη από το 1977 υποστηρίξαμε ότι ο άκρατος ατομικός καταναλωτισμός παράγει μόνο διασπάθιση πλούτου και στρεβλώσεις της παραγωγής, αλλά, πέραν αυτών, και δυσφορία, αποπροσανατολισμό, δυστυχία. Υποστηρίζουμε επίσης ότι - καθώς η απόσταση, εντός των βιομηχανικών χωρών, ανάμεσα σε ζώνες ανεπτυγμένες και καθυστερημένες μεγάλωνε, και παράλληλα, οι πρώην αποικίες αφυπνίζονταν, εξελίσσονταν και ανεξαρτητοποιούνταν - η οικονομική κατάσταση στις εν λόγω βιομηχανικές χώρες δεν εξασφάλιζε πια την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, διατηρούσε τον «πολιτισμό της κατανάλωσης», με όλες τις εγγενείς επιβλαβείς επιπτώσεις, ακόμα και ηθικές. Η διάδοση των ναρκωτικών στους νέους, λόγου χάρη, είναι ένα από τα σοβαρά σημάδια αυτών των επιπτώσεων, και στην πραγματικότητα, κανείς δεν αναλαμβάνει την ευθύνη… Μιλούσαμε όμως περί αυστηρής εγκράτειας.
Είμαστε οι μόνοι που υπογραμμίσαμε την ανάγκη να καταπολεμήσουμε τις σπατάλες, να εξοικονομήσουμε πόρους, να περιορίσουμε την περιττή ιδιωτική κατανάλωση, να επιβραδύνουμε τη διεστραμμένη δυναμική των δημοσίων δαπανών, να δημιουργήσουμε καινούργιες πηγές πλούτου και καινούργιες πηγές εργασίας. Είπαμε ότι ακόμα και οι εργαζόμενοι θα έπρεπε να συμβάλουν, από τη μεριά τους, σ’ αυτή τη μεγάλη προσπάθεια αναπροσανατολισμού της οικονομίας. Είπαμε επίσης ότι όλες οι θυσίες έπρεπε να γίνουν υπό τον όρο αυστηρής ισότητας κι ο στόχος να είναι να δοθεί το έναυσμα για ένα διαφορετικό πρότυπο ανάπτυξης και για διαφορετικούς τρόπους ζωής (πιο φειδωλούς και πιο ανθρώπινους). Αυτός υπήρξε ο δικός μας τρόπος να τοποθετήσουμε το
πρόβλημα της αυστηρής εγκράτειας και του ταυτόχρονου αγώνα κατά του πληθωρισμού και της ύφεσης, δηλαδή της ανεργίας. Αποσαφηνίσαμε και αναπτύξαμε τις θέσεις μας αυτές στο ΧV Συνέδριό μας, τον Μάρτιο του 1979.
Δεν εισακουστήκαμε...
Πρέπει να αντιμετωπίσουμε και το κόστος της εργασίας, και να το συγκρατήσουμε εν συνόλω, επεμβαίνοντας κυρίως όσον αφορά στην αύξηση της παραγωγικότητας.
Θέλω όμως να υπογραμμίσω ότι όταν ζητάς θυσίες από τη χώρα και τις ζητάς πρώτ’ απ’ όλα - όπως συνήθως - από τους εργαζόμενους, ενώ έχουμε πίσω μας ένα πρόβλημα σαν την P2 (σ.: παράνομη μασονική στοά), είναι πολύ δύσκολο να εισακουστείς και να γίνεις πιστευτός. Όταν ζητούνται θυσίες από τον κόσμο της εργασίας χρειάζεται ευρεία συναίνεση, υψηλή πολιτική αξιοπιστία και ικανότητα να παταχθούν υπερβολικά και απαράδεκτα προνόμια.
Εάν αυτά τα στοιχεία δεν υπάρχουν, το εγχείρημα δεν θα έχει αίσιο τέλος, θα αποτύχει. Σημειώσεις του μεταφραστή Σ.Λ.
"Λόγω έλλειψης χώρου έχουν αφαιρεθεί οι ερωτήσεις τού Ε. Σκάλφαρι. Έγινε προσπάθεια το κείμενο να διατηρήσει τη λογική του συνέχεια, χωρίς παρεμβάσεις και με ελάχιστες αφαιρέσεις, που αφορούσαν θέματα δευτερεύοντα σε σχέση με τα κυρίαρχα, τα οποία είναι: Η ηθική διάσταση της κρίσης της πολιτικής, η εγκρατής, έλλογη διαχείριση των πόρων και η ανάγκη να κατανοηθεί και να μεθοδευτεί διαφορετικά η «ανάπτυξη».
Αυτή η προβληματική έχει σχέση και με τη συζήτηση που γίνεται - όσο και όπως γίνεται - και στη χώρα μας και εντός του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ (ο Σ.Λ. αναφέρεται στο 2010).
Μερικά από τα προβλήματα που ο Μπερλινγκουέρ διείδε, εδώ και τριάντα σχεδόν χρόνια, σήμερα ανακύπτουν πιεστικά: Οι κοσμοϊστορικές αλλαγές τα ανέδειξαν.
Ίσως έχει δίκιο λοιπόν ο Πιέτρο Ινγκράο: «Ο Μπερλινγκουέρ είχε το μεγάλο προτέρημα να κατανοήσει βαθιά το κομβικό σημείο, το πρόβλημα προοπτικής που είχαμε μπροστά μας» (P. Sansonetti, Ti ricordi Berlinguer, «Unita», 2004). Και η πρόκληση για μας είναι να αναδεχτούμε, να αξιοποιήσουμε και να υπερβούμε αυτήν την παρακαταθήκη - κι όχι να επιστρέψουμε στους Έλληνες επίγονους του Μπορντίγκα.
Στάθης Λουκάς
Ολόκληρη η συνέντευξη του Μπερλινγκουέρ στον Σκάλφαρι (σε Ιταλική γλώσσα) στην ιστοσελίδα Enrico Berlinguer: Partiti sono diventati macchine dipotere
Αποσπάσματα από:http://aftercrisisblog.blogspot.gr/2013/06/1922-11-1984.html
Άλλo κείμενο
Η σιωπή των κομμουνιστών
Του Γ. Σιακαντάρη ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ(ένθετο περιοδικό της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ),21.02.2003
Η «σιωπή των κομμουνιστών» αποτελείται από μια ανταλλαγή επιστολών μεταξύ τριών σημαντικών στελεχών της ιταλικής αριστεράς, στο επίκεντρο των οποίων τίθενται ερωτήματα για τις αιτίες της ήττας της από τον «μπερλοσκουνισμό» και της αδυναμίας της να ερμηνεύσει τις μεταβολές του σύγχρονου γίγνεσθαι.
Μετά τη νίκη του Μπερλουσκόνι, ο Vittorio Foa, ηγετικό στέλεχος των αριστερών σοσιαλιστών, ο οποίος διατηρούσε άριστες σχέσεις με τους ιταλούς κομμουνιστές, απηύθυνε μια επιστολή προς τη Miriam Mafai, στέλεχος του ΙΚΚ και δημοσιογράφο της κεντροαριστερής εφημερίδας «La Rebublica», και τον Alfredo Reichlin, ηγετικό στέλεχος του ΙΚΚ, άμεσου συνεργάτη του Τολιάτι και πρώην διευθυντή της «Unita».
Στην αρχική επιστολή του ο Foa θέτει ερωτήματα που επιδιώκουν να προωθήσουν τη συζήτηση για τη σχέση του ιταλικού κομμουνιστικού κινήματος, αλλά και της ιταλικής αριστεράς, με την πολιτική εξουσία, τις επαναστατικές ανατροπές, τη δημοκρατία και τις κοινωνικές ανισότητες.
Ο Foa καλεί τους συνομιλητές του να αναρωτηθούν για θέματα που άπτονται του αρνητικού ρόλου που άσκησε η επιρροή της Σοβιετικής Ένωσης στην κατανόηση της ιταλικής πραγματικότητας και στην καθιέρωση του ΙΚΚ ως εθνικού κόμματος.
Ο διάλογος όμως καλείται να θίξει και ζητήματα που αφορούν την προβληματική σχέση των κομμουνιστών όσον αφορά τις ισορροπίες μεταξύ μιας συνεπούς αντιπολιτευτικής στάσης και της δημιουργίας μιας κυβερνητικής κουλτούρας. Πρωτίστως όμως τους καλεί να αναρωτηθούν για τις δυνατότητες δημιουργίας ενός σύγχρονου ρεφορμιστικού ρεύματος που θα συνενώνει σε κυβερνητική προοπτική τις συνολικές δυνάμεις της δημοκρατικής αριστεράς. Σε τελική ανάλυση οι επιλογές της αριστεράς κατά τον Foa κινούνται «ανάμεσα σ έναν κόσμο δυνατοτήτων κι έναν κόσμο χρεοκοπιών».
Σιωπή αντί για ειλικρίνεια
Αν η επιλογή του κόσμου των δυνατοτήτων φαίνεται αυτονόητη, δεν είναι αυτονόητη και η απάντηση για τις αιτίες που, παρά όλες τις προθέσεις, αυτή η επιλογή δείχνει σήμερα όλο και πιο απόμακρη.
Προκαλεί απορίες πώς ηττήθηκε το ΙΚΚ, το οποίο στις αρχές της δεκαετίας του `90 με την αλλαγή του ονόματος -την οποία επιδοκιμάζουν και οι τρεις συνομιλητές- έδειχνε να είναι σε θέση να «υπερβεί» τα φράγματα του ιταλικού πολιτικού συστήματος, που το ήθελε ικανή δύναμη αντιπολίτευσης, αλλά όχι και ικανό πόλο μιας εναλλακτικής πρότασης κυβερνητικής εξουσίας.
Κοινή διαπίστωση είναι πως το ΙΚΚ σιώπησε, αντί να αποσαφηνίσει με ειλικρίνεια και χωρίς υποκρισία τους λόγους αυτής της αλλαγής.
Αυτή η σιωπή δεν οφείλεται στο φόβο για το παρελθόν αλλά στην αμηχανία που γεννιέται από το παρόν.
Πιστεύω πως αυτή η αμηχανία ερμηνείας του σύγχρονου κόσμου με τα εργαλεία μιας μονοταξικού προσανατολισμού κοσμοθεωρίας οφείλεται στο χαρακτήρα κάθε μονιστικής θεώρησης -είτε φιλοσοφικού είτε πολιτικού είτε και θεολογικού χαρακτήρα-, η οποία όχι μόνο οδηγεί σε αδυναμία σύλληψης του πραγματικού κόσμου, αλλά κι εμπεριέχει τα σπέρματα του ολοκληρωτισμού.
Ο κάθε μονισμός δεν είναι απλώς το αντίθετο της πλουραλιστικής θεώρησης, αλλά και ο εχθρός της ελεύθερης σκέψης.
Οι συνομιλητές συμφωνούν πως η ειλικρινής θέληση του Τολιάτι για τη δημιουργία μιας δημοκρατικής εναλλακτικής κυβερνητικής πρότασης με έμφαση στις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις σκόνταψε σε δύο εμπόδια. Το πρώτο συνδέεται με την παραδοχή πως «ο κομμουνισμός είναι ασυμβίβαστος με την ελευθερία».
Η Mafai με αποφασιστικότητα υποστηρίζει πως «το όνειρο που εμψύχωσε εκατομμύρια ανθρώπους στον 20ό αιώνα ήταν ένα ανελεύθερο όνειρο». Είναι καιρός πιστεύω να αποδεχτεί η αριστερά ανοικτά και χωρίς υπεκφυγές αυτή την άποψη. Το δεύτερο εμπόδιο είναι η απουσία από τη θεωρητική βιβλιοθήκη της αριστεράς του βιβλίου της ερμηνείας των ιστορικών μεταβολών (η κριτική στην ουσία χρήση της μαρξιστικής μεθοδολογίας.
Η εμπιστοσύνη στην ΕΣΣΔ ήταν ένα εμπόδιο που δεν ξεπεράστηκε ούτε από τη θέση του Μπερλίνγκουερ για την «εξάντληση της παρορμητικής ώθησης της Οχτωβριανής επανάστασης» ούτε από την αλλαγή του ονόματος, γιατί όλα αυτά δεν έθιγαν τη ρίζα των πραγμάτων, που είναι ο ολοκληρωτικός χαρακτήρας του κάθε μονιστικού -όπως είναι ο κομμουνισμός- προτάγματος.
Μονοσήμαντες εγκλήσεις
Η ιταλική αριστερά μετά το 1990 ανήλθε στην εξουσία, αλλά δεν κατανόησε τους βαθύτερους κοινωνικούς μετασχηματισμούς που μετατρέπουν τα σύγχρονα κόμματα σε υποσυστήματα της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, στο πλαίσιο της οποίας μειώνονται οι εξουσίες της πολιτικής, αλλά και η σχετική αυτονομία των εθνικών οικονομικών πολιτικών. Αυτό το περιβάλλον δεν ευνοεί τις μονοσήμαντες ταξικές εγκλήσεις, είτε αυτές επικαλούνται την εργατική τάξη, όπως έκανε το κομμουνιστικό κίνημα, είτε επικαλούνται κάποιον ασπόνδυλο μεσαίο ή κεντρώο χώρο (ο οποίος παρεμπιπτόντως και λόγω της ασταθούς κοινωνικής θέσης του είναι πιο ευεπίφορος στα κελεύσματα του ρατσισμού και της ξενοφοβίας παρά σε αυτά της αριστεράς). Ο Reichlin υποστηρίζει πως ό,τι πέτυχε το ΙΚΚ το οφείλει στο γεγονός πως άσκησε μια αντιπολιτευτική πολιτική όχι ως εκπρόσωπος μιας τάξης, αλλά ως εκπρόσωπος των πολιτών ενός κράτους -έθνους.
Η προβληματική που αναπτύσσουν οι τρεις συνομιλητές καλεί την αριστερά των ευρωπαϊκών χωρών να κάνει μια κριτική ανάλυση της πραγματικότητας, σύμφωνα με την οποία η πραγματικότητα δεν οφείλει να προσαρμόζεται στην ανάλυση, αλλά το αντίθετο. Η κριτική προσέγγιση του πραγματικού
καταδεικνύει πως μια σύγχρονη μεταρρυθμιστική πολιτική πρέπει να θέτει επί τάπητος το θέμα της σύγκρουσης της ισχύος (χρηματιστικές αγορές, παγκοσμιοποιημένες επιχειρήσεις, νέες αγορές μη υλικών αναγκών, πολυεθνικοί οργανισμοί) με την πολιτική εξουσία. Δεν αρκεί όμως αυτό.
Χρειάζεται να γίνει κατανοητό πως η πολιτική δεν μπορεί να είναι μόνο ένα παιχνίδι εξουσίας, αλλά κι ένα μέσο γνώσης της πραγματικότητας. Αυτή η γνώση μπορεί να συμβάλει ώστε να προβάλει η αριστερά σ`ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον νέα κοινωνικά πρότυπα και νέες μορφές διακυβέρνησης ή, όπως υποστηρίζει η Mafai, «να καθοδηγεί, να διορθώνει, να «εκπολιτίζει» την παγκοσμιοποίηση.
Οι επιστολές διαποτίζονται από δόσεις μελαγχολίας και λεπτής ειρωνείας για την ανάλωση της αριστεράς σε ψευδοδιλήμματα που την καλούν να επιλέξει μεταξύ επανάστασης και μεταρρύθμισης.
Συμβάλλουν όμως στο να αντιληφθούμε ότι όχι μόνον η επανάσταση δεν μπορεί να είναι στόχος της σύγχρονης αριστεράς, αλλά, αντιθέτως, η αριστερά διαμορφώνεται από την επανάσταση. Αυτή η επανάσταση, όμως, δεν έχει καμία σχέση με την αναμονή της ώρας Χ, αλλά αποτελεί μια διαρκή πορεία προς την «προοδευτική δημοκρατία» και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση μέσα από τη συγκρότηση ενός μεταρρυθμιστικού πόλου.
Από την αριστερά δεν πρέπει να διαφεύγει το γεγονός πως η αγορά δεν είναι (όπως υποστηρίζει η εξίσου ολοκληρωτικού χαρακτήρα «ενιαία σκέψη»)συνώνυμο της ελευθερίας. Η απουσία της αγοράς όμως οδηγεί στην ανελευθερία. Αυτά είναι δύο πράγματα που δεν πρέπει να συγχέονται. Σφάλμα στο οποίο υποπίπτει η λεγόμενη ριζοσπαστική αριστερά που αντιμάχεται την παγκοσμιοποίηση. Ο Foa προσγειώνει αυτές τις άναρχες πτήσεις τονίζοντας πως «η παγκοσμιοποιημένη κοινωνία προσφέρει ερεθιστικές καινοτομίες, αλλά και μια τρομακτική μονοπωλιακή εξουσία».
Καθήκον της αριστεράς είναι να εκμεταλλευτεί τις πρώτες και να αντιπαλέψει τη δεύτερη. Το δίλημμα για την αριστερά, σύμφωνα με τον Reichlin, δεν είναι επανάσταση ή μεταρρύθμιση ή, αλλιώς, με ελληνική ορολογία, εκπρόσωπος των κοινωνικά αποκλεισμένων ή των μεσαίων στρωμάτων, αλλά «η απόκτηση μιας νέας σκέψης και μιας νέας ενόρασης», που θα στοχεύει στην υπεράσπιση της δημιουργικής κοινωνίας, θα πρόσθετα.
Μια ανάλογη συζήτηση για τις δυσκολίες διαμόρφωσης ενός σοσιαλδημοκρατικού πόλου θα ήταν ευπρόσδεκτη και στη χώρα μας. Αναζητούνται προϋποθέσεις και εθελοντές γι αυτή τη συζήτηση. Το βιβλίο αυτό πάντως αποτελεί όχι μόνο πρότυπο αντιδογματισμού αλλά και πρότυπο δημοκρατικού διαλόγου. Ευελπιστώ να διαβαστεί με τον ίδιο τρόπο. Σε εποχές που τέτοιου είδους συζητήσεις θεωρούνται παλαιομοδίτικες, εκδοτικά εγχειρήματα που μας βοηθούν να καταλάβουμε τι σημαίνει διάλογος είναι, όχι μόνον ευπρόσδεκτα, αλλά και συγκινητικά.
Ηράκλειο, 29.06.2011
Ας διαβάσουμε ξανά τον σ. Ενρίκο..
Εδώ κείμενα-κλειδιά: http://eccoci.pblogs.gr/na-dihghthoyme-to-diko-mas-mytho.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Οι σκέψεις σας είναι ευπρόσδεκτες.Γράψτε ένα σχόλιο.