ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
5ο ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ:
ΣΤΟ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ ΤΩΝ ΕΠΙΛΟΓΩΝ
Αθήνα, 8-10 Μαΐου 2014
Περίληψη: Η εισήγηση αποσκοπεί στην ανάδειξη των βασικών προκλήσεων της ελληνικής κοινωνικής πολιτικής για την αντιμετώπιση του προβλήματος έλλειψης στέγης την περίοδο της κρίσης.
Μετά από την θεωρητική και θεσμική επισκόπηση των υπερεθνικών και εθνικών πολιτικών, παρουσιάζονται τα κυριότερα αποτελέσματα εμπειρικής έρευνας που διεξήχθη σε φορείς κοινωνικής πολιτικής και σε άστεγους. Εκεί επισημαίνεται πως, παρά τις ενδείξεις για ανησυχητική αύξηση του προβλήματος, η κοινωνική πολιτική εξακολουθεί να διαθέτει πνεύμα διαχείρισης και όχι αντιμετώπισης του.
Τα σημερινά μέτρα – παρά τις προεκλογικές εξαγγελίες για αύξηση του πολιτικού ενδιαφέροντος - αποσκοπούν στην ανακούφιση των πλέον επώδυνων διαστάσεων του φαινομένου.
Γεγονός που παραπέμπει κυρίως σε παροχές φιλανθρωπικού χαρακτήρα που δεν απορρέουν από την εκπλήρωση του κοινωνικού δικαιώματος στην κατοικία. Η εργασία ολοκληρώνεται με την επισήμανση της αναγκαιότητας ανάπτυξης μιας συνολικής στρατηγικής με επίκεντρο την πρόληψη και την προτεραιότητα στη στέγαση.
Εισαγωγή
Βασική επιδίωξη της εισήγησης είναι η ανάδειξη των κυριότερων προκλήσεων που διέπουν την κοινωνική πολιτική για την αντιμετώπιση του προβλήματος έλλειψης στέγης στην Ελλάδα. Η έλλειψη στέγης συνιστά ένα από τα πιο επώδυνα και ακραία φαινόμενα κοινωνικού αποκλεισμού παγκοσμίως. Στην Ελλάδα το πρόβλημα των αστέγων διαχρονικά αποσιωπήθηκε. Όπως και στις υπόλοιπες οικογενειοκεντρικές (familistic) εκδοχές του κράτους ευημερίας της Νότιας Ευρώπης η κάλυψη των στεγαστικών αναγκών αφέθηκε κυρίως στο άτυπο πλέγμα της οικογένειας. Ωστόσο, φαινόμενα όπως η έλλειψη στέγης εγείρουν σοβαρές αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα αυτού του τύπου προστασίας, ιδιαίτερα σε μια εποχή έντονης κοινωνικής και οικονομικής κρίσης.
Το κείμενο ακολουθεί την εξής δομή: στο πρώτο μέρος εξετάζεται η θεωρητική διασύνδεση των καθεστώτων ευημερίας και του φαινομένου έλλειψης στέγης. Ως αφετηρία προβληματισμού τίθεται το επιχείρημα ότι διαφορετικές μορφές κοινωνικής πολιτικής εκβάλουν σε διαφορετικής φύσεως και έκτασης φαινόμενα έλλειψης στέγης. Στη συνέχεια γίνεται αναφορά στο υπερεθνικό περιβάλλον πολιτικών. Το ζήτημα των αστέγων δεν είχε απασχολήσει μέχρι πρόσφατα την ευρωπαϊκή κοινωνική πολιτική. Η κατάσταση αυτή φαίνεται να αλλάζει μετά την εμφάνιση της κρίσης. Η έλλειψη στέγης, σε διακηρυκτικό επίπεδο, φαίνεται να απασχολεί συστηματικά τα τελευταία χρόνια την ΕΕ. Πρόσφατα εκδόθηκε ένα αναλυτικό κείμενο εργασίας που θέτει τις βάσεις για την εννοιολογική αποσαφήνιση αυτού του πολυσύνθετου ζητήματος και θέτει κάποιους αφετηριακούς μεθοδολογικούς κανόνες για την μέτρηση του και την παροχή συγκριτικών δεικτών.
Η Ελλάδα, παρά την έλλειψη έγκυρων ποσοτικών δεδομένων, αναφέρεται ως μια από τις χώρες με τις δυσμενέστερες επιπτώσεις εξαιτίας της κρίσης τόσο από την ΕΕ, όσο και από την ευρωπαϊκή συνομοσπονδία οργανώσεων αστέγων, την FEANTSA. Ο χαρακτήρας της κοινωνικής πολιτικής για τους άστεγους στην Ελλάδα παρέμενε μέχρι την κρίση φιλανθρωπικός και κατακερματισμένος. Η εμπειρική έρευνα η οποία υλοποιήθηκε, με την διεξαγωγή συνεντεύξεων σε φορείς και σε άστεγους καθώς και με την επεξεργασία πρωτογενών κειμένων στο πλαίσιο εκπόνησης διδακτορικής διατριβής, προσπαθεί να αξιολογήσει την εικόνα του σημερινού τοπίου.
Κράτος Ευημερίας και η Αντιμετώπιση της Έλλειψης Στέγης
Η συσχέτιση της έλλειψης στέγης με το κράτος ευημερίας αποτελεί για τους μελετητές της κοινωνικής πολιτικής αναμφίβολα ελκυστική πρόκληση. Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες όψεις της αφορά την ανίχνευση των τρόπων με τους οποίους η κοινωνική πολιτική παρεμβαίνει για την αντιμετώπιση του κοινωνικού αυτού προβλήματος.
Η έλλειψη στέγης αφορά άμεσα και έμμεσα την κοινωνική πολιτική. Αυτό συμβαίνει γιατί η πρώτη αποτελεί συνιστώσα ενός θεμελιώδους κοινωνικού προβλήματος που καλείται να επιλύσει η δεύτερη.
Πρόκειται για το πολυδιάστατο φαινόμενο του κοινωνικού αποκλεισμού. Η διασύνδεση αυτή δημιουργεί διευρυνόμενες προκλήσεις για την κοινωνική πολιτική.
Δεν αρκεί η μονόπλευρη αντιμετώπιση του προβλήματος έλλειψης στέγης, δηλαδή η στέγαση των αστέγων. Αντίθετα οφείλει, εξίσου, να αντιμετωπίσει και τις δυσμενείς επιπτώσεις με τις οποίες συνυφαίνεται η κοινωνική κατάσταση του αστέγου, όπως είναι ο στιγματισμός, οι κοινωνικές διακρίσεις, η θυματοποίηση, η αδρανοποίηση και, εν τέλει, η κοινωνική απομόνωση.
Γι’ αυτούς και για άλλους λόγους η κοινωνική πολιτική είναι απαραίτητο να συνδυάζει ένα ευρύτερο πλέγμα παρεμβάσεων και να μην εξαντλείται στη φαινομενική διαχείριση των δημόσια ορατών συνεπειών. Όμως, πως τελικά η κοινωνική πολιτική αναπτύσσει πολιτικές προστασίας για τους άστεγους;
Η απάντηση δεν είναι ενιαία, καθώς τα μοντέλα κοινωνικής πολιτικής παρουσιάζουν εγγενείς διαφοροποιήσεις (Titmuss 1974). Γεγονός που τις δύο τελευταίες δεκαετίες υπήρξε αντικείμενο εκτεταμένης εμπειρικής διερεύνησης με τα εργαλεία της συγκριτικής κοινωνικής έρευνας. Η δημοφιλής μελέτη του G. Esping-Andersen (1990)1 προέβη στη διάκριση μεταξύ τριών διαφορετικών «κόσμων» του καπιταλισμού της ευημερίας (welfare capitalism). Τα τρία διαφορετικά μοντέλα, όπως είναι γνωστό, αποτελούνται από το φιλελεύθερο (liberal) που αφορά τις αγγλοσαξονικές χώρες και παρέχει έμφαση στον ανταγωνισμό της ελεύθερης αγοράς και στην ελαχιστοποίηση κρατικής παρέμβασης. Το σοσιαλδημοκρατικό (social democratic) με εκπροσώπους τις χώρες της Βόρειας Ευρώπης και επίκεντρο τις αναδιανεμητικές πολιτικές του κράτους για την καταπολέμηση των κοινωνικών ανισοτήτων. Και, τέλος, το κορπορατιστικό (corporatist) το οποίο απευθύνεται στις χώρες της Ηπειρωτικής Ευρώπης και οι κοινωνικές παροχές είναι ανάλογες με την θέση του ατόμου στην απασχόληση.
Μετέπειτα μελέτες οδήγησαν στον εμπλουτισμό των καθεστώτων ευημερίας (welfare regimes). Συνοπτικά, πρώτη υπήρξε η διάκριση του Μεσογειακού (Mediterranean) τύπου που συμπεριλαμβάνει τις χώρες της Νότιας Ευρώπης. Η κοινωνική προστασία στις χώρες αυτές προσφέρεται έντονα από το άτυπο πλέγμα της οικογένειας και οι μηχανισμοί κοινωνικής πολιτικής παρουσιάζουν σχετική υπανάπτυξη (Ferrera 1996). Άλλες εργασίες επικεντρώθηκαν στην μορφολογία της κοινωνικής πολιτικής των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης (Deacon 1992). Εκεί η διάκριση στη σύγχρονη βιβλιογραφία της μετά-κομμουνιστικής πραγματικότητας είναι διττή. Από την μια διακρίνεται ο τύπος των συντηρητικών μετακομμουνιστικών χωρών (conservative post-communist), την οποία απαρτίζουν χώρες της Κεντρικής Ευρώπης2 στις οποίες συγκριτικά υφίσταται ένα περισσότερο γενναιόδωρο πλέγμα κοινωνικών παροχών (Lendvai 2009: 22). Από την άλλη γίνεται ομαδοποίηση ενός φιλελεύθερου μετακομμουνιστικού τύπου κρατών (liberal post-communist) που γεωγραφικά εντοπίζεται στις χώρες της Βαλτικής. Η εκδοχή αυτή διαθέτει εκτεταμένα χαρακτηριστικά ευέλικτων μορφών απασχόλησης και απουσίας εκτεταμένης εργατικής νομοθεσίας, εξαιτίας των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων με τις οποίες συνυφάνθηκε η μετάβαση (Toots and Bachmann 2010: 40-1).
Αυτοί οι έξι κόσμοι συνιστούν τις βασικότερες τυπολογίες που έχουν διατυπωθεί τα τελευταία χρόνια στην επιστημονική βιβλιογραφία (Arts and Gilissen 2010, O’ Sullivan 2010). Οι διαφορές στη δομή και τα χαρακτηριστικά των «κόσμων ευημερίας» επιφέρουν διαφοροποιημένη κοινωνική αποτελεσματικότητα και διαφορετικές μορφές αναδιανομής διαμέσου των πολιτών. Το ερώτημα που αφορά την ουσία του επιχειρήματος έχει να κάνει με τις επιπτώσεις των διαφορετικών καθεστώτων ευημερίας στη φύση και την έκταση των προβλημάτων έλλειψης στέγης (O’ Sullivan 2010: 68).
Είναι αλήθεια ότι η παράμετρος της στεγαστικής πολιτικής δεν προσμετρήθηκε στη συγκρότηση των κλασικών τυπολογιών του καπιταλισμού της ευημερίας, ακόμη και στη δημοφιλή μελέτη του Esping-Andersen (1990). Ωστόσο η αντιμετώπιση του προβλήματος έλλειψης στέγης φαίνεται ότι συναρτάται με την μορφή του κράτους ευημερίας. Αυτό αποδείχθηκε από μελέτες που επεδίωξαν την προσθήκη της διάστασης της κατοικίας στην εξέταση των διαφορετικών μοντέλων κοινωνικής πολιτικής (Hoekstra 2003) ή από την συγκριτική διερεύνηση επιμέρους στεγαστικών πολιτικών (Kemeny 1995, 2001). Δίχως το κείμενο να συμπεριλαμβάνει στους στόχους του την περιήγηση στους διαφορετικούς τύπους στεγαστικής πολιτικής, και παρόλη την αντικειμενική απουσία συγκρίσιμων ποσοτικών δεδομένων, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι σειρά μελετών απέδειξε την ισχυρή διασύνδεση μεταξύ κράτους ευημερίας και πολιτικών στέγασης (Fitzpatrick and Stephens 2007, Stephens et al. 2010). Οι θεσμικές και χωρικές αναδιαρθρώσεις του κράτους ευημερίας επιφέρουν βαθιές επιδράσεις σε κεντρικές διαστάσεις της έλλειψης στέγης (Arapoglou 2002: 31).
Ενδεικτικά συμπεράσματα αυτής τέτοιου είδους συσχετίσεων ήταν ότι η ύπαρξη στεγαστικών συστημάτων μπορεί να αμβλύνει, αλλά όχι να εξαλείψει, την θετική συσχέτιση μεταξύ οικονομικής φτώχειας και κακών στεγαστικών συνθηκών. Επίσης, ότι τα καθεστώτα ευημερίας επηρεάζουν βαθύτατα τις αιτίες και την φύση των προβλημάτων των αστέγων. Ότι ο κίνδυνος απώλειας στέγης είναι χαμηλότερος σε καθεστώτα ευημερίας που θέτουν ψηλά το δίχτυ ασφάλειας (safety net). Ότι η διασύνδεση μεταξύ βραχυπρόθεσμων αλλαγών στην αγορά εργασίας και απώλειας στέγης συμβαίνει συνήθως σε χώρες όπου τα συστήματα κοινωνικής προστασίας είναι αδύναμα (Stephens et al. 2010: 263-5). Βεβαίως ο βαθμός επίδρασης του κράτους ευημερίας στο κομμάτι της στέγασης δεν είναι ευθέως ανάλογος, καθώς η σχέση τους είναι συνθετότερη απ’ όσο δείχνει. Η αγορά ακινήτων εμπεριέχει τις δικές της δυναμικές που κατευθύνονται σε μεγάλο βαθμό από τους μηχανισμούς της ελεύθερης οικονομίας και η στεγαστική πολιτική μπορεί να διαδραματίσει βοηθητικό ρόλο (Malpass 2008: 16). Σε κάθε περίπτωση, η ύπαρξη συσχέτισης μεταξύ καθεστώτων ευημερίας και αστεγίας πρέπει να θεωρείται δεδομένη.
Το επιχείρημα αυτό επαληθεύεται και με διαφορετικούς τρόπους. Άλλες μελέτες απέδειξαν την ισχυρή επίδραση των καθεστώτων ευημερίας στη διαμόρφωση των αιτίων απώλειας στέγης. Σε καθεστώτα ευημερίας με υψηλά επίπεδα φτώχειας φαίνεται ότι, όχι μόνο παρατηρείται μεγαλύτερος αριθμός αστέγων αλλά, η απώλεια στέγης οφείλεται πρωτίστως στην αδυναμία οικονομικής ανταπόκρισης στις στεγαστικές απαιτήσεις. Αντίθετα, σε χώρες με χαμηλά ποσοστά φτώχειας ο αριθμός αστέγων είναι εμφανώς μικρότερος και ως κυριότερο αίτιο αναδεικνύεται η ύπαρξη ψυχικών νοσημάτων ή εξαρτήσεων από ναρκωτικές ουσίες ή αλκοόλ (Fitzpatrick and Stephens 2007: 53-7). Επομένως δύναται να ειπωθεί ότι ο αποκλεισμός από την κατοικία είναι συνήθως αποτέλεσμα ατομοκεντρικών αιτίων σε χώρες με διευρυμένα συστήματα κοινωνικής προστασίας και περισσότερο δομικών αιτίων σε χώρες με υπολειμματικά ή αδύναμα συστήματα κοινωνικής προστασίας (Stephens et al. 2010: 210-11). Ενώ άλλες έρευνες επεσήμαναν την επιδείνωση του αποκλεισμού των αστέγων από την πρόσβαση στην απασχόληση εξαιτίας των εργασιακών μεταρρυθμίσεων των τελευταίων ετών (Benjaminsen and Bush-Geertsema 2009: 146-7). Επίσης μελέτες που επεσήμαναν τον ρόλο του αστικού σχεδιασμού ή παραγόντων σε τοπικό επίπεδο (Meda 2009) που επηρεάζουν την θέση των αστέγων και τις πολιτικές για την κοινωνική τους επανένταξη. Τέλος, οι πολιτικές λιτότητας και οι περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες επηρεάζουν κι αυτές με την σειρά τους το πρόβλημα της έλλειψης στέγης (Stephens et al. 2010: 217). Μια κωδικοποίηση των παραγόντων απώλειας στέγης παρέχεται παρακάτω (πίνακας 1).
Πίνακας 1: Παράγοντες Απώλειας Στέγης(οι πίνακες λείπουν από όλο το κείμενο γιατί δεν ήταν δυνατό να αναπαραχθούν σωστά)
Από τα παραπάνω προκύπτει η σχέση μεταξύ μορφής κράτους ευημερίας και φύσης / έκτασης του προβλήματος έλλειψης στέγης. Η γενική μορφή ενός κράτους ευημερίας αποτελεί δείκτη για την στεγαστική πολιτική (Kemeny 2001).
Καθεστώτα ευημερίας με χαμηλά ποσοστά φτώχειας εμφανίζονται λιγότερο εκτεθειμένα στον κίνδυνο εμφάνισης μεγάλου αριθμού αστέγων (O’ Sullivan 2010: 71) και αντίστροφα. Για παράδειγμα το σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο παρέχει έμφαση σε υπηρεσίες πρόληψης της απώλειας στέγης και υποστήριξης των αστέγων. Σε αντίθεση με το φιλελεύθερο που εφαρμόζει μια υπολειμματική πολιτική στέγασης, αφήνοντας μεγαλύτερο ρόλο στην κοινωνία των πολιτών και δίχως την ανάπτυξη ευρύτερων παρεμβάσεων (Benjaminsen et al. 2009: 43-4). Ενώ, καθεστώτα ευημερίας με επίσης υψηλά ποσοστά φτώχειας, όπως το Νότιο-Ευρωπαϊκό, εμφανίζουν μέχρι σήμερα την μικρότερη σε εύρος και αποτελεσματικότητα παρέμβαση στη διαχείριση του προβλήματος έλλειψης στέγης.
Η Αντιμετώπιση του Προβλήματος Έλλειψης Στέγης στην Ευρώπη:
Προκλήσεις και Προοπτικές ενός Νέου Πεδίου Ευρωπαϊκής Κοινωνικής Πολιτικής
Στο πλαίσιο της διαδικασίας κοινωνικής ένταξης της Στρατηγικής της Λισαβόνας δεν συμπεριλήφθηκαν συγκροτημένες δράσεις για τους άστεγους.
Άλλωστε ο ρόλος της Κοινωνικής ΑΜΣ υπέστη ορατή υποβάθμιση από την μέση της διαδικασίας και μετά (ενδεικτικά Daly 2010). Τέτοιου είδους παρεμβάσεις φαίνεται να εμπεριέχονται στη νέα Στρατηγική «Ευρώπη 2020».
Κεντρική βεβαίως για την Στρατηγική εξακολουθεί να παραμένει η έννοια της ανάπτυξης, όμως σε διακηρυκτικό επίπεδο υπό την οπτική της κοινωνικής ένταξης παρατηρείται κάποια κινητικότητα.
Σημαντική είναι η επάνοδος του όρου της φτώχειας και η συνύπαρξη του με αυτόν του κοινωνικού αποκλεισμού, ενώ, για πρώτη φορά θεμελιώνονται ποσοτικοί στόχοι (Feronas 2011: 8). Στο επίκεντρο των πολιτικών κοινωνικής ένταξης τέθηκε η εφαρμογή της «Πλατφόρμας για την Καταπολέμηση της Φτώχειας και του Κοινωνικού Αποκλεισμού [COM (2010) 758 final].
Αξίζει να επισημανθεί ότι το 2008 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είχε προβεί σε γραπτή διακήρυξη όπου έθετε ως επιτακτική την ανάγκη διακοπής του φαινομένου να ζουν άνθρωποι στο δρόμο (European Parliament 2008).
Εντός αυτού του πλαισίου στην κοινή έκθεση για την κοινωνική προστασία και την κοινωνική ένταξη του 2010 η Επιτροπή καλούσε τα κράτη μέλη να αναπτύξουν ολοκληρωμένες πολιτικές αντιμετώπισης του προβλήματος έλλειψης στέγης (Joint Report 2010: 10-11). Στα τέλη του ίδιου χρόνου, στο πλαίσιο της Βελγικής Προεδρίας, διενεργήθηκε επίσημη ευρωπαϊκή συνδιάσκεψη συναίνεσης για την θεμελίωση ορισμένων κοινών βάσεων στο πολυσύνθετο αυτό φαινόμενο (European Commission 2010b). Η συνδιάσκεψη αποσκοπούσε στην εννοιολογική αποσαφήνιση, την αμοιβαία ανταλλαγή πληροφοριών και παρακολούθησης του ζητήματος. Αποτέλεσμα ήταν η θέσπιση βασικών αξόνων / προτεραιοτήτων για την νεοεισαχθείσα ομάδα-στόχο. Από την πλευρά του το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το 2011 προχώρησε στην έκδοση ψηφίσματος που καλούσε την Επιτροπή να προχωρήσει στην εκπόνηση μιας ολοκληρωμένης Στρατηγικής για την Αντιμετώπιση του Προβλήματος Έλλειψης Στέγης με επίκεντρο καινοτόμες πολιτικές με έμφαση στην πρόσβαση στη στέγη. Το ψήφισμα ζητούσε από τα κράτη μέλη την ανάληψη πρωτοβουλιών ώστε να σταματήσει το φαινόμενο διαβίωσης ανθρώπων στο δρόμο μέχρι το 2015 (European Parliament 2011). Τέλος, η ετήσια επισκόπηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ανάπτυξη το 2012 επεσήμανε την αύξηση του αριθμού των ανθρώπων που κινδυνεύουν από οικονομική φτώχεια, παιδική φτώχεια και κοινωνικό αποκλεισμό με τις πιο ακραίες εκφάνσεις αυτών το φαινόμενο των αστέγων (European Commission 2012).
Οι παραπάνω εκκλήσεις οδήγησαν στη σύσκεψη ομάδας ειδικών για ζητήματα αστέγων τον Φεβρουάριο του ’13, υπό την Ιρλανδική Προεδρία. Η σύσκεψη κατέληξε στην υιοθέτηση έξι βασικών αρχών που αφορούσαν: πρώτον την από κοινού ανάπτυξη γνώσης και ανάδειξη καλών πρακτικών, δεύτερον υιοθέτηση βασικών στοιχείων όπως η πρωταρχική έμφαση στη στέγαση, τρίτον άντληση χρηματοδότησης, τέταρτον ανάπτυξη κοινού πλαισίου αναφοράς δεδομένων (δείκτες κλπ), πέμπτο έμφαση στην έρευνα, την καινοτομία και την συλλογή δεδομένων, έκτο υλοποίηση και παρακολούθηση της διαδικασίας (Irish Presidency 2013). Για την ανάπτυξη μιας κοινής πολιτικής για τους άστεγους εκδόθηκε τον ίδιο μήνα ένα αναλυτικό κείμενο κατευθυντηρίων γραμμών στο πλαίσιο του πακέτου κοινωνικής επένδυσης. Το κείμενο εργασίας αποσκοπεί στην προαγωγή της έννοιας της κοινωνικής επένδυσης στο πεδίο των πολιτικών για τους άστεγους. Στο πρώτο μέρος του παρατίθεται μια επισκόπηση του προβλήματος έλλειψης στέγης στα κράτη μέλη της ΕΕ σήμερα. Εξετάζει εννοιολογικές και μεθοδολογικές διαστάσεις του φαινομένου, ζητήματα ορισμού και των βασικών αιτίων πρόκλησης του. Αξίζει να επισημανθεί πως υιοθετείται ο διευρυμένος ορισμός της FEANTSA (βλ. πίνακα 2). Στο δεύτερο μέρος εξετάζονται πολιτικές για την αντιμετώπιση του ζητήματος και επισημαίνονται ορισμένα θεμελιώδη ζητήματα για την ανάπτυξη μιας Ευρωπαϊκής Στρατηγικής (Commission Staff Working Document 2013).
Πίνακας 2: Τυπολογία ETHOS, Πηγή: FEANTSA (2006)
Η ανάδυση του προβλήματος στην κοινοτική ατζέντα αποδόθηκε στις πολύπτυχες αρνητικές επιπτώσεις της κρίσης στην κοινωνική συνοχή των κρατών μελών. Χώρες όπως η Ελλάδα και η Ισπανία βίωσαν απότομη αύξηση αυτού του ακραίου φαινομένου φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού (FEANTSA 2012: 7). Δυστυχώς, αλλά αναμενόμενα, η εκπόνηση μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής βρίσκει στην αφετηρία χώρες με πολιτικές διαφορετικών ταχυτήτων. Κράτη μέλη όπως η Δανία, η Φιλανδία, η Γαλλία, η Ιρλανδία, η Ολλανδία, η Πορτογαλία, η Σουηδία και το Ηνωμένο Βασίλειο διαθέτουν ήδη Εθνικές Στρατηγικές.
Η Ελλάδα, θεωρητικά, βρίσκεται τα τελευταία δύο χρόνια σε διαδικασία ανάπτυξης ολοκληρωμένης στρατηγικής για τους άστεγους, αν και οι πιέσεις της Τρόικας δεν επιτρέπουν πολλά περιθώρια στην ατζέντα της κοινωνικής πολιτικής (FEANTSA 2013: 5-6).
Το ελληνικό κράτος το 2012 προχώρησε στη θεσμική αναγνώριση των αστέγων ως ΕΚΟ (Άρθρο 29 Ν. 4052/2012).
Ενώ εντός του 2013 εκπονήθηκε από την Διεύθυνση Πρόνοιας και Κοινωνικής Αντιλήψεως του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Πρόνοιας ένα ολοκληρωμένο επιχειρησιακό σχέδιο δράσης. Παρά αυτά τα δύο σημαντικά βήματα δεν έχει υπάρξει ακόμη πολιτική βούληση για την εφαρμογή ολοκληρωμένων παρεμβάσεων. Γεγονός που οξύνει τις διαστάσεις ενός ήδη ακραίου φαινομένου φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού στην Ελλάδα της κρίσης.
Οι Πολιτικές για την Έλλειψη Στέγης στην Ελλάδα:Από την Φιλανθρωπία στην Περισσότερη Φιλανθρωπία
Παρά τις Συνταγματικές επιταγές για την ειδική φροντίδα του κράτους σε όσους στερούνται κατοικία ή στεγάζονται ανεπαρκώς (παρ. 4 Άρθρο 21Σ), το φαινόμενο των αστέγων στην Ελλάδα διαχρονικά αντιμετωπίστηκε με χαρακτηριστικά κοινωνικής «αορατότητας». Γεγονός που διευκολυνόταν από την απουσία επίσημου ορισμού για το ποιοι θεωρούνται άστεγοι, όπως και έγκυρων στατιστικών δεδομένων που να αποτυπώνουν τις πραγματικές διαστάσεις του προβλήματος (Arapoglou 2004: 103).
Όπως και πολλά άλλα κοινωνικά ζητήματα παραδοσιακά αφέθηκε στο οικογενειακό πλέγμα προστασίας. Η ανάδυση των αστέγων ως διακριτής κοινωνικά ομάδας συντελείται μόλις την δεκαετία του ’90 (Sapounakis 2005: 3). Όπου στο δημόσιο λόγο ερμηνεύεται κυρίως ως αποτέλεσμα των μαζικών μεταναστευτικών εισροών (MPHASIS 2009: 5). Τα πληθυσμιακά χαρακτηριστικά των ανθρώπων αυτών θα μπορούσε να ειπωθεί ότι συνέθεταν την εικόνα του «παραδοσιακού» αστέγου. Σύμφωνα με σχετικές μελέτες επρόκειτο είτε για ανθρώπους μεγάλης ηλικίας (άνω των πενήντα ετών), είτε για χρήστες ναρκωτικών και ανήλικους παραβάτες, είτε για μετανάστες, είτε για Ρομά (Παπαδοπούλου – Λυγδοπούλου 2008: 32-3). Παρά την ορατότητα του φαινομένου στον δημόσιο χώρο οι παρεμβάσεις παρέμειναν κατακερματισμένες και ισχνές τόσο σε επίπεδο προνοιακών πολιτικών, όσο και σε επίπεδο ανάπτυξης μιας κοινωνικής πολιτικής κατοικίας.
Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να αναλυθεί και με κοινωνικο-ιστορικούς όρους. Η απουσία κοινωνικής πολιτικής για τους άστεγους ερμηνεύεται με την έλλειψη πολιτικής βούλησης για την ανάπτυξη συγκροτημένης στρατηγικής και, επίσης, με την μορφή της ανάπτυξης του συστήματος γης και κατοικίας κατά την μεταπολεμική περίοδο. Αφενός, η ανυπαρξία κρατικής κοινωνικής πολιτικής και συγκεκριμένης στόχευσης για τον άστεγο πληθυσμό οδήγησε σε ένα κατακερματισμένο και αποσπασματικό πλέγμα προστασίας με την δραστηριοποίηση της εκκλησίας, των τοπικών αρχών και των ΜΚΟ (Sapounakis 1997: 16). Οι Δήμοι λάμβαναν οδηγίες για δραστηριοποίηση συνήθως σε συνθήκες ακραίων καιρικών φαινομένων (Υπουργείο Εργασίας 2013, Γενική Διεύθυνση Πρόνοιας 2013). Ενώ, οι ΜΚΟ και οι εκκλησίες παρείχαν κάποιες υπηρεσίες πρώτης ανάγκης (συσσίτια, ένδυση, κ.α.). Επρόκειτο για παρεμβάσεις με χαρακτήρα έκτακτης ανάγκης (Παπαλιού 2010: 223) όπου παρέπεμπαν σε μια κοινωνική πολιτική βασισμένη περισσότερο σε χαρακτηριστικά φιλανθρωπίας, παρά κοινωνικού δικαιώματος (Arapoglou 2002).
Αφετέρου, στη μεταπολεμική Ελλάδα παρατηρείται απουσία μιας διευρυμένης κοινωνικής πολιτικής κατοικίας. Οποιαδήποτε στεγαστική παρέμβαση εξαντλήθηκε, ολοκληρωτικά σχεδόν, σε μικρής έκτασης φοροαπαλλαγές για την απόκτηση πρώτης κατοικίας, επιδοτήσεις ενοικίου και ορισμένα στεγαστικά προγράμματα από τον ΟΕΚ και παρεμβάσεις έκτακτου χαρακτήρα σε θεομηνίες. Δεν σημειώθηκε ουσιαστική υποστήριξη στους ενοικιαστές ακινήτων, πολιτικές πρόληψης της απώλειας στέγης, προστασία των υπερχρεωμένων νοικοκυριών (Εμμανουήλ 2006: 5-10). Μια τέτοια πολιτική δεν εκφράστηκε ποτέ ως κοινωνική αναγκαιότητα. Γεγονός που μπορεί να ερμηνευθεί με τον τύπο οικοδομικής ανάπτυξης μεταπολεμικά, τους παραγόμενους μύθους για την απουσία στεγαστικού προβλήματος, το σχετικά υψηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης στην ελληνική κοινωνία (ενδεικτικά Μαλούτας – Οικονόμου 1988). Ωστόσο η ερμηνευτική απεικόνιση των χωρικών και πολεοδομικών διαστάσεων της έλλειψης στέγης στην Ελλάδα υπερβαίνει κατά πολύ τους στόχους της εργασίας.
Με βάση τα όσα συνοπτικά αναφέρθηκαν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι το ξέσπασμα της κρίσης οδήγησε σε ένταση και μεγέθυνση ενός ήδη ανεπίλυτου κοινωνικού προβλήματος. Δυστυχώς ένα τέτοιο επιχείρημα στερείται ολόπλευρης τεκμηρίωσης εξαιτίας της έλλειψης ποσοτικών δεδομένων8. Τα μοναδικά δεδομένα που προσφέρουν μια συγκριτική προοπτική προέρχονται από δύο έρευνες της ΜΚΟ Κλίμακα (Κατσαδώρος κ.α. 2006 και Κατσαδώρος κ.α. 2012). Άλλα εγχειρήματα προέρχονται από προσπάθεια ποσοτικής καταγραφής του ΕΚΚΑ (2009) και αποτύπωσης των χαρακτηριστικών των αστέγων από το ΚΥΑΔΑ (2013), τα οποία ουσιαστικά επιβεβαιώνουν την επιδείνωση του προβλήματος. Γεγονός που προκύπτει ως λογικό επακόλουθο και από την απότομη αύξηση της φτώχειας και της ακραίας φτώχειας (βλ. πίνακες 3, 4, 5) έπειτα από την κρίση, την εφαρμογή των μνημονίων (Petmesidou 2011) και τον επακόλουθο βίαιο μετασχηματισμό ελαχιστοποίησης του συστήματος κοινωνικής προστασίας (Venieris 2013). Η Ελλάδα, μετά τις αλλαγές των τελευταίων ετών, φαίνεται να καταλαμβάνει τις υψηλότερες θέσεις στα φαινόμενα φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού στην ΕΕ-28 (Πίνακες 3 και 4). Ενώ επίσης φαίνεται να αυξάνονται απότομα τα ποσοστά ακραίας φτώχειας (Πίνακας 5). Θα μπορούσε βάσιμα επομένως να υποστηριχθεί ότι το φαινόμενο της έλλειψης στέγης διογκώνεται σημαντικά κατά την διάρκεια της κρίσης.
Πίνακας 3: Άτομα σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού στην ΕΕ-28 2012, Πηγή: Caritas 2014
Πίνακας 4: Άτομα σε Κίνδυνο φτώχειας στην ΕΕ-28, 2012, Πηγή: Caritas 2014
Πίνακας 5, Πηγή Δεδομένων: Ματσαγγάνης – Λεβέντη 2013
Η επαλήθευση του επιχειρήματος προέρχεται επίσης κι από την θεσμική αναγνώριση των αστέγων ως Ευπαθή Κοινωνικά Ομάδα (ΕΚΟ) το 2012 από το ελληνικό κράτος (Ν. 4052/2012). Στα θετικά σημεία του νόμου πιστώνεται η υιοθέτηση μιας διευρυμένης προσέγγισης του ορισμού του ποιος θεωρείται άστεγος, κάτι που ανταποκρίνεται στην τυπολογία ETHOS της FEANTSA. Ενώ στα αρνητικά προσμετράται η μη αναγνώριση ως αστέγων όσων μεταναστών δεν διαθέτουν άδειες νόμιμης διαμονής. Η προαναφερθείσα νομοθετική πρωτοβουλία θεωρήθηκε ως ένα πολύ σημαντικό βήμα για την ανάπτυξη μέτρων κοινωνικής πολιτικής για τους άστεγους.
Ωστόσο μέχρι σήμερα δεν έχει υπάρξει εφαρμογή ολοκληρωμένων μέτρων για την αντιμετώπιση προβλήματος. Πανελλαδικής εμβέλειας παρεμβάσεις για την διαχείριση των επιπτώσεων της κρίσης σημειώθηκαν μόνο σε οριζόντιο επίπεδο. Χαρακτηριστική είναι εδώ η δημιουργία του «Εθνικού Δικτύου Άμεσης Κοινωνικής Παρέμβασης» όπου έθεσε σε λειτουργία τις «Κοινωνικές Δομές Άμεσης Αντιμετώπισης της Φτώχειας» σε συγχρηματοδότηση του ΕΚΤ και υλοποίηση μέσω Δήμων και ΜΚΟ9 (Υπουργείο Εργασίας 2012). Επίσης μια σημαντική πηγή χρηματοδότησης των προγραμμάτων των ΜΚΟ έρχονται μέσα από προγράμματα χορηγιών μεγάλων φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, όπως τα Ιδρύματα Νιάρχος και Λάτση (Stamatis 2012: 10). Στο σχεδιασμό αυτών των δομών προβλέφθηκαν δράσεις που, άμεσα ή έμμεσα, αφορούσαν και τον πληθυσμό των αστέγων. Πρόκειται για δομές όπως ανοιχτό κέντρο ημερήσιας υποδοχής αστέγων, υπνωτήριο, δομή παροχής συσσιτίων, κοινωνικό φαρμακείο, κ.α. Τέλος, η ψήφιση του πρόσφατου Πολυνομοσχεδίου (Βουλή των Ελλήνων 2014, Υποπαράγραφος Α.2) προχωρά στην στοχευμένη ενίσχυση των δράσεων για τους άστεγους χρηματοδοτώντας τις υπάρχουσες δομές με 20 εκατομμύρια ευρώ.
Η πρωτοβουλία των κοινωνικών δομών, όπως και το πρόσφατο Πολυνομοσχέδιο, αν και ενισχύουν μερικώς την κάλυψη των καθημερινών αναγκών επιβίωσης, δεν παύουν να διαθέτουν ανακουφιστικό χαρακτήρα που αποσκοπεί στη διαχείριση μόνο των ακραίων εκφάνσεων του προβλήματος. Μια συνολικότερη παρέμβαση θα μπορούσε να υλοποιηθεί με την εφαρμογή ενός Εθνικού Σχεδίου Δράσης για την Αντιμετώπιση του Προβλήματος Έλλειψης Στέγης. Αν και η εκπόνηση ενός τέτοιου αναλυτικού σχεδίου έχει ήδη συμβεί (Διεύθυνση Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Αντιλήψεως, Αδημοσίευτο) δεν έχει υπάρξει σε επίπεδο πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου βούληση για την προώθηση του. Αντί αυτών, ο Πρωθυπουργός της χώρας στο πλαίσιο προεκλογικών εξαγγελιών ανακοίνωσε την λειτουργία υπνωτηρίου 80 ατόμων στο κέντρο της Αθήνας. Πρόκειται για ενέργεια που συμβολίζει και ενδεχομένως σηματοδοτεί την πορεία που θα ακολουθήσει η κοινωνική πολιτική κατοικίας στην Ελλάδα την στιγμή της διαμόρφωσης της (Σιατίτσα 2014). Με τα δεδομένα αυτά και τις σοβαρές ενδείξεις για έξαρση του προβλήματος παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον η εμπειρική διερεύνηση της υφιστάμενης κατάστασης. Κάτι που επιχειρείται στη συνέχεια.
Μεθοδολογία της Έρευνας
Η έρευνα διεξήχθη από το διάστημα του Μαΐου του 2013 μέχρι και τον Μάρτιο του 2014 σε φορείς που αναπτύσσουν δράσεις κοινωνικής πολιτικής για άστεγους αλλά και στον ίδιο τον πληθυσμό που βιώνει το κοινωνικό αυτό πρόβλημα. Βασική υπόθεση εργασίας για τους φορείς ήταν το πώς η κρίση επηρεάζει την κοινωνική πολιτική για τους άστεγους. Ενώ, για τους άστεγους ήταν το ποιοι θεωρούνταν οι βασικοί παράγοντες απώλειας στέγης και αποκλεισμού από την πρόσβαση τους σε κοινωνικές υπηρεσίες. Για την απάντηση των παραπάνω υποθέσεων επελέγη η ανάπτυξη μεθόδων ποιοτικής κοινωνικής έρευνας και συγκεκριμένα το εργαλείο της συνέντευξης με μαγνητόφωνο. Για την διαμόρφωση του δείγματος ελήφθησαν 21 συνεντεύξεις από επιτελικά στελέχη φορέων (Διευθύνσεις Υπουργείων και Οργανισμοί, Κοινωνικές Υπηρεσίες Δήμων, Εκπρόσωποι ΜΚΟ και Πρωτοβουλιών Αλληλεγγύης, Εκκλησία) καθώς και 30 συνεντεύξεις (19 από άνδρες και 11 από γυναίκες) από τον άστεγο πληθυσμό που ζει στο δρόμο ή σε κοινωνικούς ξενώνες και στο δημόσιο λόγο αποκαλούνται «νεοάστεγοι». Έλληνες δηλαδή πολίτες παραγωγικής ηλικίας με σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Η πρόσβαση στο πεδίο διεξήχθη με δύο τρόπους. Πρώτον, μέσω της βοήθειας των κοινωνικών επιστημόνων των Κέντρων Ημέρας Αστέγων και των Κοινωνικών Ξενώνων και δεύτερον με την τεχνική της χιονοστιβάδας. Σχετικά με τον δεύτερο τρόπο ζητήθηκε από άστεγους που έγινε μια επιτυχημένη συνέντευξη να συστήσουν γνωστούς τους με παρεμφερή χαρακτηριστικά και προβλήματα.
Ο οδηγός συνέντευξης για τους φορείς συμπεριέλαβε του παρακάτω άξονες: πρώτον, ταυτότητα και ιστορικό φορέα. Δεύτερον, κοινωνικές πολιτικές που αναπτύσσει ο φορέας για τους άστεγους. Τρίτον συντονισμός με άλλους φορείς. Τέταρτο, κοινωνικές αναπαραστάσεις του εκπροσώπου για τους άστεγους. Τέλος, πέμπτο, γενικότερη αντίληψη για την φύση της συνολικά προσφερόμενης κοινωνικής πολιτικής στους άστεγους. Ο οδηγός συνέντευξης για τους ίδιους τους άστεγους συγκροτήθηκε από τους ακόλουθους άξονες: πρώτον, πορείες ζωής και αίτια ένταξης των αστέγων στην παρούσα κατάσταση. Δεύτερον, εμπόδια που αντιμετωπίζουν για την πρόσβαση στις κοινωνικές υπηρεσίες. Τρίτον, βιώματα και ιδιαίτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν. Τέταρτον, ο αντίκτυπος της απώλειας στέγης στην ιδιότητα του πολίτη. Παρακάτω παρουσιάζονται τα σημαντικότερα ευρήματα της έρευνας.
Αποτελέσματα
Οι περιορισμοί με τους οποίους οι σκοποί της παρούσας εισήγησης δεν επιτρέπει την ολόπλευρη ανάδειξη των εμπειρικών ευρημάτων. Αντίθετα παρακάτω επιχειρείται η συνδυαστική παρουσίαση των βασικότερων διαστάσεων που αναδείχθηκαν τόσο από τους φορείς, όσο και από τους ίδιους τους άστεγους. Τα ζητήματα που αναλύονται αφορούν: πρώτον, τον πυροσβεστικό χαρακτήρα των μέτρων. Δεύτερον, την απουσία ενός συστήματος καταγραφής του προβλήματος και μηχανισμών διαχείρισης τους. Τρίτον, την επικράτηση των δομικών παραγόντων που ευθύνονται για την απώλεια στέγης. Τέταρτον, τα ιδιαίτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο πληθυσμός των αστέγων που ερευνήθηκε. Και, πέμπτο, την συνολική υποκατάσταση της κοινωνικής πολιτικής για τους άστεγους από μη κρατικούς φορείς.
Πολιτικές Διαχείρισης και όχι Αντιμετώπισης του Προβλήματος: Μονόπλευρα Ανακουφιστικός Χαρακτήρας Παρεμβάσεων / Έλλειψη Μέτρων Πρόληψης και Επανένταξης
Το σημαντικότερο εύρημα της εμπειρικής διερεύνησης έχει να κάνει με τον παυσίπονο χαρακτήρα των υφιστάμενων μέτρων κοινωνικής πολιτικής για τους άστεγους. Οι μέχρι σήμερα δράσεις χαρακτηρίζονται από ένα κατασταλτικό πνεύμα και μάλιστα με μη κρατική υλοποίηση. Το «δίχτυ προστασίας» τίθεται κάτω από τον κίνδυνο απώλειας στέγης των πολιτών. Δηλαδή δεν παρατηρείται κανένα μέτρο στο στάδιο της πρόληψης της απώλειας στέγης και δεν έχει αναπτυχθεί κανένα μέτρο κοινωνικής επανένταξης. Αντίθετα, η μόνη δραστηριοποίηση φαίνεται να διαδραματίζεται στο στάδιο της επείγουσας παρέμβασης και μάλιστα από μη κρατικούς φορείς. Παρακάτω αναλύεται η κατάσταση και στα τρία στάδια ξεχωριστά.
Η μονόπλευρη ενεργοποίηση του σταδίου της επείγουσας παρέμβασης θα μπορούσε να δώσει στο υφιστάμενο πλαίσιο τον χαρακτηρισμό «πυροσβεστικά μέτρα». Μέτρα τα οποία εξαντλούνται στην παυσίπονη διαχείριση του προβλήματος, με χαρακτηριστικά εγγύτερα στο πνεύμα της φιλανθρωπίας παρά σε αυτό της πραγμάτωσης κοινωνικού δικαιώματος. Οι οποιεσδήποτε μέχρι σήμερα δράσεις υλοποιούνται κατά συντριπτική πλειοψηφία από Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις και στοχεύουν αποκλειστικά στην επιβίωση των αστέγων (κοινωνικά συσσίτια, κοινωνικά φαρμακεία, υπνωτήρια). Επακόλουθα συμπεραίνεται ότι δεν υφίσταται καμία πολιτική πρωτοβουλία για το στάδιο της πρόληψης του προβλήματος, αλλά, ούτε γι’ αυτό της επανένταξης.
Στο στάδιο της πρόληψης, το οποίο εν προκειμένω από κάθε άποψη είναι το κρισιμότερο για την μη εμφάνιση του προβλήματος, το ελληνικό κράτος όχι μόνο δεν αναπτύσσει μηχανισμούς προστασίας αλλά αντίθετα δημιουργεί το ίδιο πιέσεις προς την απώλεια της κανονικής κατοικίας (υπερφορολόγηση κατοικίας, κατάργηση ΟΕΚ, ανοικτό ζήτημα πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας). Ταυτόχρονα δεν παρατηρείται οποιαδήποτε συστηματική προσπάθεια ανάπτυξης ενός σχεδίου κοινωνικής επανένταξης.
Απουσία Συστήματος Καταγραφής των Πραγματικών Διαστάσεων του Προβλήματος και Μηχανισμού Διαχείρισης των Στεγαστικών Αιτημάτων
Ένα δεύτερο σημαντικό στοιχείο που προέκυψε από την έρευνα είναι η απουσία ενός συστήματος καταγραφής των πραγματικών διαστάσεων του προβλήματος. Η απουσία έγκυρων ποσοτικών δεδομένων εμποδίζει τη διάγνωση της έκτασης του πληθυσμού των αστέγων και, συνεπώς, την ανάπτυξη αποτελεσματικών παρεμβάσεων κοινωνικής πολιτικής. ο ακριβής αριθμός του συνολικού αριθμού αυτού του πληθυσμού δεν είναι γνωστός. Επίσης, ο ετερόκλητος πληθυσμός των αστέγων οδηγεί και στην αναγκαιότητα για διαφορετικού τύπου κοινωνική πολιτική σε κάθε επιμέρους υπο-ομάδα. Άλλου τύπου κοινωνική πολιτική χρειάζονται οι άστεγοι με ψυχικά νοσήματα και διαφορετικού τύπου οι άστεγοι εξαιτίας οικονομικών προβλημάτων. Επομένως η απουσία κάποιας συστηματικής και ολοκληρωμένης καταγραφής του συνολικού πληθυσμού συσκοτίζει τα αίτια απώλειας στέγης αλλά και το εύρος της αναγκαίας παρέμβασης.
Παράλληλα γίνεται ορατή η απουσία ενός κεντρικού μηχανισμού διαχείρισης των αιτημάτων στέγασης, ο οποίος θα μπορούσε αφενός να καταστεί εργαλείο καταμέτρησης του φαινομένου έλλειψης στέγης και αφετέρου να οδηγήσει στην ενημέρωση για την πληρότητα των υφιστάμενων δομών, την επιτάχυνση της διαδικασίας, όπως και την αποτελεσματικότερη διευθέτηση της στέγασης των αστέγων.
Επικράτηση Δομικών και Θεσμικών Παραγόντων Απώλειας Στέγης
Από τις πορείες ζωής των αστέγων του δείγματος αναδεικνύεται η σαφής επικράτηση των δομικών αιτίων που ευθύνονται για την απώλεια της στέγης. Ειδικότερα παρατηρούνται τρία κύρια χαρακτηριστικά που οδηγούν σε απώλεια στέγης: πρώτον η απουσία εισοδήματος λόγω ανεργίας, δεύτερον η αδυναμία αξιοποίησης υποστηρικτικού περιβάλλοντος και, τρίτον, η απουσία ιδιόκτητης κατοικίας. Από τους τρεις παραπάνω παράγοντες οι δύο θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως ξεκάθαρα δομικοί (ανεργία, έλλειψη ιδιόκτητης στέγης), ενώ αυτός του υποστηρικτικού περιβάλλοντος διαμοιράζεται μεταξύ διαταραγμένου οικογενειακού περιβάλλοντος (οικογενειακοί παράγοντες) και εξάντλησης των ορίων υποστήριξης του συγγενικού ή φιλικού περιβάλλοντος (δομικός παράγοντας).
Σχετικά με τα επαγγελματικά χαρακτηριστικά των αστέγων που μίλησαν, πρόκειται για περιπτώσεις ανθρώπων που απασχολούνταν σε τομείς όπου η εργασιακή επισφάλεια είχε εμφανιστεί πριν το ξέσπασμα της κρίσης (εργασίες χαμηλής ειδίκευσης στους κλάδους των κατασκευών, των μεταφορών, κλπ) και ταυτόχρονα δεν διέθεταν υποστηρικτικό περιβάλλον και ιδιόκτητη κατοικία. Στο δείγμα δεν προέκυψαν ιδιαίτερα ευδιάκριτα περιστατικά ψυχικών νοσημάτων ή εξαρτήσεων από ουσίες. Αν και διευκρινίζεται ότι διαπιστώνεται ορατή διαφοροποίηση στην ικανότητα επικοινωνίας των αστέγων μεταξύ αυτών που ζουν σε ξενώνες και αυτών που ζουν στο δρόμο.
Για παράδειγμα για τις περιπτώσεις με διαταραγμένο οικογενειακό περιβάλλον ο Λέανδρος είναι 54 ετών. Έχει παντρευτεί κι έχει χωρίσει δύο φορές στη ζωή του και έχει ένα παιδί από τον τελευταίο του γάμο. Ασχολούνταν επαγγελματικά με την αγγειοπλαστική και τα περισσότερα χρόνια της ζωής του διατηρούσε εργαστήριο με ενοίκιο, όπως και το σπίτι του, εργαστήριο αγγειοπλαστικής. Όπως λέει ο ίδιος η αγγειοπλαστική είναι μια απαιτητική και με κόστος δουλειά. Από την έναρξη της κρίσης η δουλειά του άρχισε να μειώνεται και προς το τέλος του 2012 σταμάτησε εντελώς σχεδόν να έχει εισόδημα. Το γεγονός ότι δεν είχε ιδιόκτητο σπίτι και εργαστήριο, καθώς και οικογενειακή υποστήριξη τον οδήγησε να μένει στο δρόμο και αργότερα σε Ξενώνα.
Για παράδειγμα για τις περιπτώσεις χωρίς διαταραγμένο οικογενειακό περιβάλλον ο Παντελής είναι 48 ετών και εργαζόταν ως εργοδηγός σε κατασκευαστικά έργα. Εξαιτίας της οικονομικής κρίσης απολύθηκε πριν δύο χρόνια. Η ηλικία του είναι απαγορευτική όπως λέει για τους εργοδότες να τον προσλάβουν κι έτσι δεν βρίσκει σε κανένα έργο δουλειά. Οι γονείς του έχουν πεθάνει και έχει μια αδερφή που μένει εκτός Αθήνας με την οικογένεια της και δεν της έχει μιλήσει για το πρόβλημα που αντιμετωπίζει. Η ανεργία και κάποια χρήματα που χρειάστηκε για ένα έκτακτο πρόβλημα υγείας του παιδιού του τον οδήγησαν στο να ξοδέψει όλες τις οικονομίες του. Έμεναν με την σύζυγο και το παιδί τους σ’ ένα σπίτι με ενοίκιο, απ’ όπου και τους έκαναν έξωση μετά από έξι απλήρωτα ενοίκια. Στην παρούσα φάση η γυναίκα του με το παιδί φιλοξενούνται στην πεθερά του και εκείνος, εξαιτίας της έλλειψης χώρου, μένει άλλοτε σε φίλους και άλλοτε κοιμάται στο δρόμο.
Με αυτά τα δεδομένα ένα ερμηνευτικό σχήμα που θα μπορούσε να αναδειχθεί θα υποστήριζε πως οι πολύπτυχες αρνητικές συνέπειες της οικονομικής κρίσης όπως η απώλεια της εργασίας σε άτομα που δεν διαθέτουν βοήθεια από το κοινωνικό τους περιβάλλον και ιδιόκτητη κατοικία συνιστούν μια αυξανόμενη κατηγορία αστέγων.
Ακόμη και σε περιπτώσεις που υφίσταται υποστήριξη από το οικογενειακό και το φιλικό περιβάλλον εκείνη δεν διαθέτει απεριόριστα όρια και αντοχές. Φαίνεται δηλαδή η διαφοροποίηση ακόμη και στις κατηγορίες αυτές που θα μπορούσαν να θεωρηθούν αμιγώς ατομικοί παράγοντες, όπως το διαταραγμένο οικογενειακό περιβάλλον, να επηρεάζονται από δομικά αίτια. Αίτια δηλαδή που αφορούν την αντικειμενική αδυναμία επαρκούς υλικής υποστήριξης και όχι τόσο εξαιτίας διαπροσωπικών συγκρούσεων. Πρόκειται επομένως για ένα νέο άστεγο πληθυσμό για την κατάσταση του οποίου ευθύνονται, αμιγώς σχεδόν, δομικοί παράγοντες με κυρίαρχο αυτόν της ανεργίας.
Προβλήματα Αστέγων και Ιδιαίτεροι Παράγοντες Αποκλεισμού τους από την Πρόσβαση σε Κοινωνικές Δομές και Υπηρεσίες
Μια άλλη διάσταση αφορά τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι άστεγοι, καθώς και τους ιδιαίτερους παράγοντες που τους οδηγούν σε αποκλεισμό από την άσκηση των κοινωνικών τους δικαιωμάτων. Το βίωμα του αποκλεισμού από την κατοικία εμπεριέχει έντονα αρνητικά συναισθήματα που συνδέονται με την έκπτωση σε μια κατάσταση κοινωνικής εξαθλίωσης. Εδώ πρέπει να τονιστεί η κρισιμότητα του ρόλου της προτεραιότητας στη στέγαση (housing first) καθώς έτσι παρέχεται προφύλαξη στον άστεγο από τους κινδύνους του δρόμου. Ειδικότερα, μέσα από τις συνεντεύξεις αναδεικνύεται η μεγάλη διαφοροποίηση στην κοινωνικότητα ανάμεσα στους άστεγους που ζουν σε ξενώνες και σε αυτούς που ζουν στο δρόμο. Οι πρώτοι φαίνεται να διατηρούνται περισσότερο κοινωνικά ενεργοί. Οι άστεγοι που ζουν στο δρόμο, και κυρίως αυτοί που ζουν πάνω από έξι μήνες, χάνουν μεγάλο μέρος της κοινωνικότητας τους. Συμβιβάζονται με την κατάσταση τους και αρκούνται σε παροχές που εξασφαλίζουν την οριακή τους επιβίωση. Από τις συνεντεύξεις με μακροχρόνια άστεγους στο δρόμο διαπιστώνονται οι πολλαπλές αδυναμίες ομαλής επικοινωνίας. Παρατηρείται η απουσία ειρμού, έκφρασης των βιωμάτων και των συναισθημάτων τους, η απώλεια κοινωνικά φυσιολογικής εξωτερικής εμφάνισης, η θυματοποίηση, η κοινωνικοποίηση σε μια κουλτούρα που δεν βοηθά στην επανένταξη και οδηγεί στη μονιμότητα μιας αρχικά έκτακτης κατάστασης.
Τέλος, τα βασικότερα προβλήματα κοινωνικής πολιτικής αφορούν την ίδια την απουσία κρατικών δομών προστασίας. Επίσης αφορούν τον αποκλεισμό των αστέγων από την πρόσβαση στις ήδη υπάρχουσες δομές. Εδώ θα μπορούσαν ενδεικτικά να επισημανθούν η απουσία στοχευμένων πολιτικών απασχόλησης για μια ομάδα που στην υπάρχουσα κατάσταση δεν μπορεί να εξασφαλίσει μόνη της εισόδημα. Ενώ το δεύτερο αφορά τον αποκλεισμό πολλών αστέγων από την υγεία. Επισημαίνεται εδώ ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα με ευρύτερες διαστάσεις. Αυτό της απαγόρευσης έκδοσης ασφαλιστικής ενημερότητας σε όσους άστεγους διαθέτουν οφειλές στα ασφαλιστικά ταμεία. Η απαγόρευση αυτή τους οδηγεί σε αδυναμία έκδοσης βιβλιαρίων απορίας με αποτέλεσμα να μένουν ανασφάλιστοι. Η κατάσταση που δημιουργείται συνεπάγεται με αποκλεισμό από την άσκηση του κοινωνικού δικαιώματος στην υγεία, καθώς και με αποκλεισμό από την πρόσβαση στις παροχές της κοινωνικής πρόνοιας. Με βάση αυτούς τους αποκλεισμούς οι άστεγοι επιδιώκουν την επιβίωση τους μέσα από τις παροχές που τους προσφέρουν οι μη κρατικοί φορείς και οι πρωτοβουλίες αλληλεγγύης των πολιτών.
Η Συνολική Υποκατάσταση της Κοινωνικής Πολιτικής από Μη Κρατικούς Φορείς
Το τελευταίο στοιχείο που επισημαίνεται έχει να κάνει με την συνολική υποκατάσταση της κοινωνικής πολιτικής από μη κρατικούς φορείς. Το κύριο βάρος το επωμίζονται οι Δήμοι, η εκκλησία, οι ΜΚΟ, καθώς και οι πρωτοβουλίες αλληλεγγύης ακτιβιστικού χαρακτήρα. Η συνολικά διαμορφωθείσα κατάσταση οδηγεί σε υποκατάσταση της κρατικής κοινωνικής πολιτικής. Οι μη κρατικοί φορείς παρέχουν πολύτιμες υπηρεσίες για την επιβίωση των αστέγων (σίτιση, ένδυση, υγιεινή, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη), ωστόσο αδυνατούν, λόγω του βεληνεκούς τους, να αναπτύξουν συνολικά μέτρα κοινωνικής πολιτικής. Αυτό στη συνηθέστερη μορφή εκδηλώνεται από ΜΚΟ σε συνεργασία με θεσμούς όπως η εκκλησία και ο Δήμος. Επίσης τα τελευταία χρόνια από πρωτοβουλίες αλληλεγγύης ακτιβιστών.
Ο ρόλος των ΜΚΟ εξαντλείται συνήθως στην προσφορά απλών παροχών (καφές, σνακ, είδη καθαριότητας, ένδυση). Σε αυτό το πλαίσιο δεν εκλείπει και το φαινόμενο υπερπροσφοράς αυτού του είδους των παροχών την στιγμή που άλλοι τομείς παραμένουν εντελώς ακάλυπτοι (π.χ. δομές στέγασης).
Η δεύτερη κεντρική διάσταση αφορά την υποκατάσταση των υπηρεσιών υγείας από τις ΜΚΟ, εξαιτίας των αποκλεισμών που παράγονται από το Εθνικό Σύστημα Υγείας. Πρόκειται για έναν αναπτυσσόμενο παράλληλο κόσμο στη διάσταση της προστασίας της υγείας στην Ελλάδα που κατά τους καιρούς της κρίσης επεκτείνεται ραγδαία και επιδιώκει την κάλυψη των πολλαπλών κενών που γεννά το κρατικό σύστημα υγειονομικής περίθαλψης. Αποτέλεσμα αυτών των ζητημάτων είναι οι άστεγοι να βρίσκονται σε μια σχέση καθημερινής εξάρτησης από τις παραπάνω οργανώσεις για την εκπλήρωση των βασικών ατομικών τους αναγκών και να μην λαμβάνουν παροχές απορρέουσες στη βάση κοινωνικών δικαιωμάτων. Οι άστεγοι έρχονται καθημερινά σε επαφή και αλληλοεπιδρούν με τις οργανώσεις με αποτέλεσμα οποιοδήποτε πρόβλημα τους να αντιμετωπίζεται με όρους φιλανθρωπίας.
Επίλογος
Η κοινωνική πολιτική για τον πληθυσμό των αστέγων στην Ελλάδα παρέμεινε διαχρονικά στο περιθώριο των πολιτικών προτεραιοτήτων. Η χρόνια αποσιώπηση αυτού του ακραίου κοινωνικού προβλήματος είχε ως αποτέλεσμα την μονόπλευρα φιλανθρωπική δραστηριοποίηση μη κρατικών φορέων και θεσμών. Η ασυντόνιστη και μεμονωμένη μέριμνα οδήγησε στη διαμόρφωση ενός κατακερματισμένου και περιορισμένων δυνατοτήτων πλέγματος παροχών. Στη δημιουργία αυτής της κατάστασης συνέβαλλε πρωτίστως η απουσία θεσμοθέτησης κανόνων και πλαισίου αναφοράς από το ίδιο το κράτος.
Η εμφανής διεύρυνση του προβλήματος, λόγω της έξαρσης των διαρθρωτικών αιτίων που εξωθούν στην αστεγία, αποτελεί μια από τις περισσότερο επώδυνες επιπτώσεις της κρίσης. Ταυτόχρονα, αναδεικνύει το φαινόμενο αυτό ως κοινωνικό πρόβλημα που χρήζει πλέον άμεσης αντιμετώπισης - τουλάχιστον στα μεγάλα αστικά κέντρα. Γεγονός που επιβεβαιώνεται κι από τη θεσμική αναγνώριση των αστέγων ως ΕΚΟ πριν δύο χρόνια. Δυστυχώς – και παρά την αναγνώριση – η κοινωνική πολιτική για τους άστεγους εξακολουθεί να ασκείται κυρίως από μη κρατικούς φορείς. Σε αυτούς παρατηρείται η ποσοτική αύξηση των παροχών και η διαμόρφωση ενός περισσότερο συντονισμένου πλαισίου. Ωστόσο το περιορισμένο βεληνεκές της υπόστασης τους, καθώς και η αδυναμία συνολικής παρέμβασης, δεν μπορούν να οδηγήσουν στην ουσιαστική αντιμετώπιση του προβλήματος. Διαμορφώνεται επομένως ένας πυροσβεστικός χαρακτήρας μέτρων κοινωνικής πολιτικής με επίκεντρο την εξασφάλιση της επιβίωσης των αστέγων. Πλαίσιο που σχηματοποιεί μια υπολειμματικού τύπου κοινωνική πολιτική με στόχο τη διαχείριση ενός ακραίου κοινωνικά προβλήματος. Πλαίσιο που οδηγεί σε υποκατάσταση του κοινωνικού δικαιώματος στην κατοικία με μια ελάχιστη, φιλανθρωπικού τύπου, παρέμβαση.
Η ανάπτυξη ενός συνολικού σχεδίου αντιμετώπισης της έλλειψης στέγης πρέπει να ενταχθεί σε μια ολόπλευρη στρατηγική κοινωνικής κατοικίας με επίκεντρο πολιτικές πρόληψης (όπως επιδότηση ενοικίου και κοινωνικά διαμερίσματα) για τα υπό έξωση νοικοκυριά και πολιτικές επανένταξης με προτεραιότητα στη στέγαση σε συνδυασμό με την παροχή υπηρεσιών ψυχοκοινωνικής φύσης όπου θεωρείται απαραίτητη. Αυτό που προς το παρόν παρατηρείται είναι η διαιώνιση της πολιτικής απροθυμίας και η υποτίμηση του προβλήματος. Γεγονός που προκύπτει από τη μέχρι σήμερα μη υιοθέτηση του Εθνικού Σχεδίου Δράσης που έχει ήδη εκπονηθεί. Παράλληλα, και σε αντίθεση με όποιες ευρύτερες ενστάσεις για τον ρόλο και την αποτελεσματικότητα της, η Ευρωπαϊκή Κοινωνική Πολιτική σε αυτή την περίπτωση μπορεί να καταστεί ωφέλιμη. Καταρχήν για την συγκέντρωση δεδομένων που μέχρι σήμερα απουσιάζουν και στη συνέχεια για εφαρμογή κοινών ελάχιστων πολιτικών. Αρκεί η τελευταία να μετουσιώσει τον εύηχο «διακηρυκτικό» χαρακτήρα των κειμένων της κάποια στιγμή σε πολιτικές μη προαιρετικού χαρακτήρα.
Βιβλιογραφία
Ελληνόγλωσση Βιβλιογραφία
Βενιέρης Δ. (2013), Ευρωπαϊκή Κοινωνική Πολιτική και Κοινωνικά Δικαιώματα, β’ έκδοση, Αθήνα: Τόπος.
Βουλή των Ελλήνων (2014), «Μέτρα Στήριξης και Ανάπτυξης της Ελληνικής Οικονομίας στο Πλαίσιο της Εφαρμογής του Ν. 4046/2012 και Άλλες Διατάξεις», Αθήνα.
Γενική Διεύθυνση Πρόνοιας Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Πρόνοιας (2013), «Απολογισμός των Δράσεων για τους Άστεγους κατά την Διάρκεια του Συναγερμού λόγω Κακοκαιρίας», Αθήνα.
Διεύθυνση Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Αντιλήψεως Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Πρόνοιας, «Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την Αντιμετώπιση του Προβλήματος Έλλειψης Στέγης», Αδημοσίευτο Κείμενο, Αθήνα.
ΕΚΚΑ (2009), «Πανελλαδική Καταγραφή των Αστέγων», Αθήνα.
Εμμανουήλ Δ. (2006), «Η Κοινωνική Πολιτική Κατοικίας στην Ελλάδα: Οι Διαστάσεις μιας Απουσίας», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 120: 3-35.
Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2010), Ανακοίνωση της Επιτροπής, Ευρώπη 2020. Στρατηγική για Έξυπνη, Διατηρήσιμη και Χωρίς Αποκλεισμούς Ανάπτυξη, [COM (2010) 2020 Τελικό].
Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2010), Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών, Ευρωπαϊκή Πλατφόρμα για την Καταπολέμηση της Φτώχειας και του Κοινωνικού Αποκλεισμού: Ένα Ευρωπαϊκό Πλαίσιο για την Εδαφική και την Κοινωνική Συνοχή, [COM (2010) 758 Τελικό].
Κατσαδώρος Κ., Κυράνα Ν. – Λίνου Ε. – Φουράκη Π. – Στάμου Ε. – Παπαγιάννης Β. – Μανάτου Ε. – Κλείτσα Λ. (2006), «Άστεγοι στην Ελλάδα: Ψυχοκοινωνικό Προφίλ και Συνθήκες Διαβίωσης στο Δρόμο», Έρευνα της ΜΚΟ Κλίμακα, Αθήνα.
Κατσαδώρος Κ., Σαραντίδης Δ., Καρύδη Κ., Τούρκου Α., Σταματογιαννοπούλου Α., Αλαμάνου Α., Θεοδωρικάκου Ο. (2012), «Η Έλλειψη Στέγης στην Ελλάδα του 2012», Έρευνα της ΜΚΟ Κλίμακα, Αθήνα.
ΚΥΑΔΑ (2013), «Καταγραφή Προφίλ Αστέγων που Διαβιούν στο Δρόμο», Αθήνα.
Κουραχάνης Ν. (2014), «Η Ταυτότητα των Αστέγων, η Έλλειψη Στέγης και Κοινωνικής Πολιτικής στην Ελλάδα της Κρίσης», Πρακτικά 4ου Τακτικού Συνεδρίου Ελληνικής Κοινωνιολογικής Εταιρείας, κείμενο υπό δημοσίευση, Αθήνα.
Μαλούτας Θ. – Οικονόμου Δ. (Επιμ.) (1988), Προβλήματα Ανάπτυξης του Κράτους Πρόνοιας στην Ελλάδα. Χωρικές και Τομεακές Προσεγγίσεις, Αθήνα: Εξάντας.
Ματσαγγάνης Μ. – Λεβέντη Χ (2013), «Η Ανατομία της Φτώχειας στην Ελλάδα του 2013», Ομάδα Ανάλυσης Δημόσιας Πολιτικής, Ενημερωτικό Δελτίο 5/2013, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Παπαδοπούλου Δ. (2012), Κοινωνιολογία του Αποκλεισμού την Εποχή της Παγκοσμιοποίησης, Αθήνα: Τόπος.
Παπαδοπούλου Δ. – Λυγδοπούλου Τ. (2008), Κοινωνικές Παρεμβάσεις Εκτός Δομής: Ένα Μεθοδολογικό Εργαλείο, Πρόγραμμα Equal – Συγκλίσεις/ΕΕΤΑΑ, Αθήνα.
Παπαλιού Ο. (2010), «Το Ζήτημα των Αστέγων: Μια Πρώτη Προσέγγιση», Το Κοινωνικό Πορτραίτο της Ελλάδας 2010, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, Αθήνα.
Πετμεζίδου Μ. (2014), «Πρόλογος Επιμελήτριας για τη Β’ Έκδοση» στο Esping Andersen G., Οι Τρεις Κόσμοι του Καπιταλισμού της Ευημερίας, Αθήνα: Τόπος.
Σακελλαρόπουλος Θ. (Επιμ) (2011), Η Κοινωνική Πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Αθήνα: Διόνικος.
Σιατίτσα Δ. (2014), «Κοινωνική Κατοικία: Φιλανθρωπία ή Δικαίωμα;», Ενθέματα Κυριακάτικης Αυγής, 27/04/2014.
Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας (2012), «Κοινωνικές Δομές Άμεσης Αντιμετώπισης της Φτώχειας», ΕΣΠΑ - Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού – Θεματικός Άξονας 4, Αθήνα.
Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Πρόνοιας (2013), «Παροχή Κατευθύνσεων για την Προστασία των Αστέγων κατά την Διάρκεια του Χειμώνα», Αθήνα.
Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, «Εθνικό Σχέδιο για την Αντιμετώπιση του Προβλήματος Έλλειψης Στέγης», Αδημοσίευτο, Αθήνα.
Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, «Σχέδιο Προδιαγραφών Ανοικτών Κέντρων Ημέρας Αστέγων», Αδημοσίευτο, Αθήνα.
Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, «Σχέδιο Πλαισίου Προδιαγραφών Κοινωνικών Ξενώνων Βραχυχρόνιας Φιλοξενίας», Αδημοσίευτο, Αθήνα.
Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης - Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας (2012), «Άρθρο 29 του Ν. 4052/2012 (Φ.Ε.Κ. 41/01.03.2012, Τ. Α’)», Αθήνα.
Ξενόγλωσση Βιβλιογραφία
Arapoglou V. P. (2002), “Social and Spatial Dimensions of Homelessness in Athens: Welfare Networks and Practices of Care Professionals”, Ph.D. Thesis, London School of Economics.
Arapoglou V. P. (2004), “The Governance of Homelessness in Greece: Discourse and Power in the Study of Philanthropic Networks”, Critical Social Policy, 24 (1): 102-126.
Arts W. – Gelissen J. (2010), “Models of the Welfare State” in Castles G. – Leibried S. – Lewis J. – Obinger H. – Pierson C. (Eds), The Oxford Handbook of the Welfare State, Oxford: Oxford University Press.
Baptista I. (2009), “The Drafting of the Portuguese Homeless Strategy: An Insight into the Process from a Governance-Oriented Perspective”, European Journal of Homelessness, Vol. 3: 54-74.
Benjaminsen L. – Dyb E. – O’ Sullivan E. (2009), “The Governance of Homelessness in Liberal and Social Democratic Model”, European Journal of Homelessness, Vol. 3: 23-51.
Benjaminsen L. and Bush-Geertsema V. (2009), “Labour Market Reforms and Homelessness in Denmark and Germany: Dilemmas and Consequences”, European Journal of Homelessness, Vol. 3: 127-153.
Burrows R. – Pleace N. – Quilgars D. (Eds) (1997), Homelessness and Social Policy, London and New York: Routledge.
Caritas Europa (2014), “The European Crisis and its Human Cost. A Call for Fair Alternatives and Solutions”, Crisis Monitoring Report 2014, Brussels.
Daly M. (2010), “Assessing the EU Approach to Combating Poverty and Social Exclusion in the Last Decade”. in Marlier E. - Natali D. (Eds.), Europe 2020 Towards a More Social EU?, Brussels: PIE Peter Lang.
Deacon B. (1992), The New Eastern Europe: Social Policy Past, Present and Future, Aldershot: Gower.
Edgar B. (2009), European Review of Statistics on Homelessness, European Observatory on Homelessness, Brussels.
Esping-Andersen G. (1990), The Three Worlds of Welfare Capitalism, Cambridge: Polity Press.
European Parliament (2008), “Declaration of the European Parliament on Ending Street Homelessness”, Strasburg.
European Commission (2010b), “European Consensus Conference on Homelessness”, Brussels.
European Commission (2010), “Joint Report on Social Protection and Social Inclusion 2010”, Brussels.
European Commission (2012), “Annual Growth Survey 2012”, Brussels.
European Commission (2013), “Confronting Homelessness in the European Union”, Commission Staff Working Document, Brussels.
European Parliament (2010), “Declaration of the European Parliament on an EU Homelessness Strategy”, Strasburg.
European Parliament (2011), “Resolution of the European Parliament on an EU Homelessness Strategy B7-0475/2011”, Strasburg.
FEANTSA (2006), “ETHOS – Taking Stock”, Brussels. (Available at: http://www.feantsa.org/spip.php?article120).
FEANTSA (2012), On the Way Home? FEANTSA Monitoring Report on Homelessness and Homeless Policies in Europe, Brussels.
FEANTSA (2013), Implementation of the Social Investment Package Guidelines on Homelessness through the Europe 2020 Strategy: First Results”, Brussels.
Feronas A. (2011), “The Europeanisation of Social Inclusion in Greece: When Eu “Soft” Pressure Meets ‘’Hard’’ Domestic Paths”, Paper for 9th Espanet Conference Sustainability and Transformation in European Social Policy, Valencia.
Ferrera, M. (1996) “The southern model of welfare in social Europe”, Journal of European Social Policy 6 (1): 17-37.
Fitzpatrick S. – Stephens M. (2007), An International Review on Homelessness and Social Housing Policy, London: Communities and Local Government.
Hoekstra, J (2003) “Housing and the Welfare State in the Netherlands: an Application of Esping-Andersen’s Typology”, Housing, Theory and Society, 20(20): 58-71.
Irish EU Presidency (2013), “Roundtable meeting on homelessness agrees six principles to inform EU Policy”, available at: http://eu2013.ie/news/news-items/20130301post-homelessnessroundtablepr/
Kemeny J. (1995), From Public Housing to the Social Market: Rental Policy Strategies in Comparative Perspective, London: Routledge.
Kemeny J. (2001), Comparative Housing and Welfare: Theorising the Relationship, Journal of Housing and the Built Environment, 16(1): 53–70.
Lendvai N. (2009), “Variety of Post-Communist Welfare: Europeanisation and Emerging Welfare Regimes in the New EU Member States”, Paper for the RC-19, Montreal, Canada.
Malpass P. (2008), “Housing and the New Welfare State: Wobbly Pillar or Cornerstone?” Housing Studies, 23 (1): 1—19.
Meda J. B. (2009), “How Urban Planning Instruments Can Contribute in the Fight against Homelessness. An International Overview of Inclusionary Housing”, European Journal of Homelessness, Vol. 3: 155-180.
MPHASIS (2009), “Mutual Progress on Homelessness through Advancing and Strengthening Information Systems. National Position Paper of Greece”, University of Dundee.
Murie A. (1998), “Housing”, in Alcock P., Erskine A., May M. (Eds), The Student’s Companion to Social Policy, Oxford: Blackwell Publishers.
O’ Sullivan E. (2010), “Homelessness and Welfare States” in O’ Sullivan E. – Busch-Geertsema V. – Quilgars D. and Pleace N. (Eds), Homelessness Research in Europe, FEANTSA, Brussels.
Petmesidou M. (2011), “Is the EU-IMF ‘rescue plan’ dealing a blow to the Greek welfare state?’, CROP Poverty Brief, January, www.crop.org.
Sapounakis A. (1997), “Innovative Services for the Homeless in the Greek Context”, Unpublished Report for the European Observatory on Homelessness, FEANTSA, Brussels.
Sapounakis A. (2005), “National Review of Policies on Access to Housing and Homelessness”, Unpublished Report for the European Observatory on Homelessness, FEANTSA, Brussels.
Stamatis G. (2012), “Homeless in Greece in the Current Financial Crisis. What Perspectives?”, Master’s Dissertation, Medical School, University of Athens.
Stephens M. – Fitzpatrick S. (2007), “Welfare Regimes, Housing Systems and Homelessness: How They Linked?”, European Journal of Homelessness, Vol. 1: 201-212.
Stephens M., Fitzpatrick S., Elsinga M., van Steen G. and Chzhen Y. (2010), Study on Housing Exclusion: Welfare Policies, Housing Provision and Labour Markets, European Commission, Directorate-General for Employment, Social Affairs and Equal Opportunities, Brussels.
Titmuss R. (1974), Social Policy. An introduction, London: Allen and Unwin.
Toots A. – Bachmann J. (2010), “Contemporary Welfare Regimes in Baltic States: Adapting Post-Communist Condition to Post-Modern Challenges”, Studies on Transition States and Societies, 2 (2): 31-44.
Venieris D. (2013), “Crisis Social Policy and Social Justice: The case for Greece”, GreeSE Paper No 69, Hellenic Observatory, European Institute, London School of Economics.
eekp.gr
5ο ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ:
ΣΤΟ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ ΤΩΝ ΕΠΙΛΟΓΩΝ
Αθήνα, 8-10 Μαΐου 2014
‘Κατοικώντας’ στους Δρόμους της Αθήνας
Η Κοινωνική Πολιτική για τους Άστεγους την Εποχή της Ανθρωπιστικής Κρίσης
Νίκος Κουραχάνης,
Υποψήφιος Διδάκτωρ Κοινωνικής Πολιτικής, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου Περίληψη: Η εισήγηση αποσκοπεί στην ανάδειξη των βασικών προκλήσεων της ελληνικής κοινωνικής πολιτικής για την αντιμετώπιση του προβλήματος έλλειψης στέγης την περίοδο της κρίσης.
Μετά από την θεωρητική και θεσμική επισκόπηση των υπερεθνικών και εθνικών πολιτικών, παρουσιάζονται τα κυριότερα αποτελέσματα εμπειρικής έρευνας που διεξήχθη σε φορείς κοινωνικής πολιτικής και σε άστεγους. Εκεί επισημαίνεται πως, παρά τις ενδείξεις για ανησυχητική αύξηση του προβλήματος, η κοινωνική πολιτική εξακολουθεί να διαθέτει πνεύμα διαχείρισης και όχι αντιμετώπισης του.
Τα σημερινά μέτρα – παρά τις προεκλογικές εξαγγελίες για αύξηση του πολιτικού ενδιαφέροντος - αποσκοπούν στην ανακούφιση των πλέον επώδυνων διαστάσεων του φαινομένου.
Γεγονός που παραπέμπει κυρίως σε παροχές φιλανθρωπικού χαρακτήρα που δεν απορρέουν από την εκπλήρωση του κοινωνικού δικαιώματος στην κατοικία. Η εργασία ολοκληρώνεται με την επισήμανση της αναγκαιότητας ανάπτυξης μιας συνολικής στρατηγικής με επίκεντρο την πρόληψη και την προτεραιότητα στη στέγαση.
Εισαγωγή
Βασική επιδίωξη της εισήγησης είναι η ανάδειξη των κυριότερων προκλήσεων που διέπουν την κοινωνική πολιτική για την αντιμετώπιση του προβλήματος έλλειψης στέγης στην Ελλάδα. Η έλλειψη στέγης συνιστά ένα από τα πιο επώδυνα και ακραία φαινόμενα κοινωνικού αποκλεισμού παγκοσμίως. Στην Ελλάδα το πρόβλημα των αστέγων διαχρονικά αποσιωπήθηκε. Όπως και στις υπόλοιπες οικογενειοκεντρικές (familistic) εκδοχές του κράτους ευημερίας της Νότιας Ευρώπης η κάλυψη των στεγαστικών αναγκών αφέθηκε κυρίως στο άτυπο πλέγμα της οικογένειας. Ωστόσο, φαινόμενα όπως η έλλειψη στέγης εγείρουν σοβαρές αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα αυτού του τύπου προστασίας, ιδιαίτερα σε μια εποχή έντονης κοινωνικής και οικονομικής κρίσης.
Το κείμενο ακολουθεί την εξής δομή: στο πρώτο μέρος εξετάζεται η θεωρητική διασύνδεση των καθεστώτων ευημερίας και του φαινομένου έλλειψης στέγης. Ως αφετηρία προβληματισμού τίθεται το επιχείρημα ότι διαφορετικές μορφές κοινωνικής πολιτικής εκβάλουν σε διαφορετικής φύσεως και έκτασης φαινόμενα έλλειψης στέγης. Στη συνέχεια γίνεται αναφορά στο υπερεθνικό περιβάλλον πολιτικών. Το ζήτημα των αστέγων δεν είχε απασχολήσει μέχρι πρόσφατα την ευρωπαϊκή κοινωνική πολιτική. Η κατάσταση αυτή φαίνεται να αλλάζει μετά την εμφάνιση της κρίσης. Η έλλειψη στέγης, σε διακηρυκτικό επίπεδο, φαίνεται να απασχολεί συστηματικά τα τελευταία χρόνια την ΕΕ. Πρόσφατα εκδόθηκε ένα αναλυτικό κείμενο εργασίας που θέτει τις βάσεις για την εννοιολογική αποσαφήνιση αυτού του πολυσύνθετου ζητήματος και θέτει κάποιους αφετηριακούς μεθοδολογικούς κανόνες για την μέτρηση του και την παροχή συγκριτικών δεικτών.
Η Ελλάδα, παρά την έλλειψη έγκυρων ποσοτικών δεδομένων, αναφέρεται ως μια από τις χώρες με τις δυσμενέστερες επιπτώσεις εξαιτίας της κρίσης τόσο από την ΕΕ, όσο και από την ευρωπαϊκή συνομοσπονδία οργανώσεων αστέγων, την FEANTSA. Ο χαρακτήρας της κοινωνικής πολιτικής για τους άστεγους στην Ελλάδα παρέμενε μέχρι την κρίση φιλανθρωπικός και κατακερματισμένος. Η εμπειρική έρευνα η οποία υλοποιήθηκε, με την διεξαγωγή συνεντεύξεων σε φορείς και σε άστεγους καθώς και με την επεξεργασία πρωτογενών κειμένων στο πλαίσιο εκπόνησης διδακτορικής διατριβής, προσπαθεί να αξιολογήσει την εικόνα του σημερινού τοπίου.
Κράτος Ευημερίας και η Αντιμετώπιση της Έλλειψης Στέγης
Η συσχέτιση της έλλειψης στέγης με το κράτος ευημερίας αποτελεί για τους μελετητές της κοινωνικής πολιτικής αναμφίβολα ελκυστική πρόκληση. Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες όψεις της αφορά την ανίχνευση των τρόπων με τους οποίους η κοινωνική πολιτική παρεμβαίνει για την αντιμετώπιση του κοινωνικού αυτού προβλήματος.
Η έλλειψη στέγης αφορά άμεσα και έμμεσα την κοινωνική πολιτική. Αυτό συμβαίνει γιατί η πρώτη αποτελεί συνιστώσα ενός θεμελιώδους κοινωνικού προβλήματος που καλείται να επιλύσει η δεύτερη.
Πρόκειται για το πολυδιάστατο φαινόμενο του κοινωνικού αποκλεισμού. Η διασύνδεση αυτή δημιουργεί διευρυνόμενες προκλήσεις για την κοινωνική πολιτική.
Δεν αρκεί η μονόπλευρη αντιμετώπιση του προβλήματος έλλειψης στέγης, δηλαδή η στέγαση των αστέγων. Αντίθετα οφείλει, εξίσου, να αντιμετωπίσει και τις δυσμενείς επιπτώσεις με τις οποίες συνυφαίνεται η κοινωνική κατάσταση του αστέγου, όπως είναι ο στιγματισμός, οι κοινωνικές διακρίσεις, η θυματοποίηση, η αδρανοποίηση και, εν τέλει, η κοινωνική απομόνωση.
Γι’ αυτούς και για άλλους λόγους η κοινωνική πολιτική είναι απαραίτητο να συνδυάζει ένα ευρύτερο πλέγμα παρεμβάσεων και να μην εξαντλείται στη φαινομενική διαχείριση των δημόσια ορατών συνεπειών. Όμως, πως τελικά η κοινωνική πολιτική αναπτύσσει πολιτικές προστασίας για τους άστεγους;
Η απάντηση δεν είναι ενιαία, καθώς τα μοντέλα κοινωνικής πολιτικής παρουσιάζουν εγγενείς διαφοροποιήσεις (Titmuss 1974). Γεγονός που τις δύο τελευταίες δεκαετίες υπήρξε αντικείμενο εκτεταμένης εμπειρικής διερεύνησης με τα εργαλεία της συγκριτικής κοινωνικής έρευνας. Η δημοφιλής μελέτη του G. Esping-Andersen (1990)1 προέβη στη διάκριση μεταξύ τριών διαφορετικών «κόσμων» του καπιταλισμού της ευημερίας (welfare capitalism). Τα τρία διαφορετικά μοντέλα, όπως είναι γνωστό, αποτελούνται από το φιλελεύθερο (liberal) που αφορά τις αγγλοσαξονικές χώρες και παρέχει έμφαση στον ανταγωνισμό της ελεύθερης αγοράς και στην ελαχιστοποίηση κρατικής παρέμβασης. Το σοσιαλδημοκρατικό (social democratic) με εκπροσώπους τις χώρες της Βόρειας Ευρώπης και επίκεντρο τις αναδιανεμητικές πολιτικές του κράτους για την καταπολέμηση των κοινωνικών ανισοτήτων. Και, τέλος, το κορπορατιστικό (corporatist) το οποίο απευθύνεται στις χώρες της Ηπειρωτικής Ευρώπης και οι κοινωνικές παροχές είναι ανάλογες με την θέση του ατόμου στην απασχόληση.
Μετέπειτα μελέτες οδήγησαν στον εμπλουτισμό των καθεστώτων ευημερίας (welfare regimes). Συνοπτικά, πρώτη υπήρξε η διάκριση του Μεσογειακού (Mediterranean) τύπου που συμπεριλαμβάνει τις χώρες της Νότιας Ευρώπης. Η κοινωνική προστασία στις χώρες αυτές προσφέρεται έντονα από το άτυπο πλέγμα της οικογένειας και οι μηχανισμοί κοινωνικής πολιτικής παρουσιάζουν σχετική υπανάπτυξη (Ferrera 1996). Άλλες εργασίες επικεντρώθηκαν στην μορφολογία της κοινωνικής πολιτικής των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης (Deacon 1992). Εκεί η διάκριση στη σύγχρονη βιβλιογραφία της μετά-κομμουνιστικής πραγματικότητας είναι διττή. Από την μια διακρίνεται ο τύπος των συντηρητικών μετακομμουνιστικών χωρών (conservative post-communist), την οποία απαρτίζουν χώρες της Κεντρικής Ευρώπης2 στις οποίες συγκριτικά υφίσταται ένα περισσότερο γενναιόδωρο πλέγμα κοινωνικών παροχών (Lendvai 2009: 22). Από την άλλη γίνεται ομαδοποίηση ενός φιλελεύθερου μετακομμουνιστικού τύπου κρατών (liberal post-communist) που γεωγραφικά εντοπίζεται στις χώρες της Βαλτικής. Η εκδοχή αυτή διαθέτει εκτεταμένα χαρακτηριστικά ευέλικτων μορφών απασχόλησης και απουσίας εκτεταμένης εργατικής νομοθεσίας, εξαιτίας των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων με τις οποίες συνυφάνθηκε η μετάβαση (Toots and Bachmann 2010: 40-1).
Αυτοί οι έξι κόσμοι συνιστούν τις βασικότερες τυπολογίες που έχουν διατυπωθεί τα τελευταία χρόνια στην επιστημονική βιβλιογραφία (Arts and Gilissen 2010, O’ Sullivan 2010). Οι διαφορές στη δομή και τα χαρακτηριστικά των «κόσμων ευημερίας» επιφέρουν διαφοροποιημένη κοινωνική αποτελεσματικότητα και διαφορετικές μορφές αναδιανομής διαμέσου των πολιτών. Το ερώτημα που αφορά την ουσία του επιχειρήματος έχει να κάνει με τις επιπτώσεις των διαφορετικών καθεστώτων ευημερίας στη φύση και την έκταση των προβλημάτων έλλειψης στέγης (O’ Sullivan 2010: 68).
Είναι αλήθεια ότι η παράμετρος της στεγαστικής πολιτικής δεν προσμετρήθηκε στη συγκρότηση των κλασικών τυπολογιών του καπιταλισμού της ευημερίας, ακόμη και στη δημοφιλή μελέτη του Esping-Andersen (1990). Ωστόσο η αντιμετώπιση του προβλήματος έλλειψης στέγης φαίνεται ότι συναρτάται με την μορφή του κράτους ευημερίας. Αυτό αποδείχθηκε από μελέτες που επεδίωξαν την προσθήκη της διάστασης της κατοικίας στην εξέταση των διαφορετικών μοντέλων κοινωνικής πολιτικής (Hoekstra 2003) ή από την συγκριτική διερεύνηση επιμέρους στεγαστικών πολιτικών (Kemeny 1995, 2001). Δίχως το κείμενο να συμπεριλαμβάνει στους στόχους του την περιήγηση στους διαφορετικούς τύπους στεγαστικής πολιτικής, και παρόλη την αντικειμενική απουσία συγκρίσιμων ποσοτικών δεδομένων, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι σειρά μελετών απέδειξε την ισχυρή διασύνδεση μεταξύ κράτους ευημερίας και πολιτικών στέγασης (Fitzpatrick and Stephens 2007, Stephens et al. 2010). Οι θεσμικές και χωρικές αναδιαρθρώσεις του κράτους ευημερίας επιφέρουν βαθιές επιδράσεις σε κεντρικές διαστάσεις της έλλειψης στέγης (Arapoglou 2002: 31).
Ενδεικτικά συμπεράσματα αυτής τέτοιου είδους συσχετίσεων ήταν ότι η ύπαρξη στεγαστικών συστημάτων μπορεί να αμβλύνει, αλλά όχι να εξαλείψει, την θετική συσχέτιση μεταξύ οικονομικής φτώχειας και κακών στεγαστικών συνθηκών. Επίσης, ότι τα καθεστώτα ευημερίας επηρεάζουν βαθύτατα τις αιτίες και την φύση των προβλημάτων των αστέγων. Ότι ο κίνδυνος απώλειας στέγης είναι χαμηλότερος σε καθεστώτα ευημερίας που θέτουν ψηλά το δίχτυ ασφάλειας (safety net). Ότι η διασύνδεση μεταξύ βραχυπρόθεσμων αλλαγών στην αγορά εργασίας και απώλειας στέγης συμβαίνει συνήθως σε χώρες όπου τα συστήματα κοινωνικής προστασίας είναι αδύναμα (Stephens et al. 2010: 263-5). Βεβαίως ο βαθμός επίδρασης του κράτους ευημερίας στο κομμάτι της στέγασης δεν είναι ευθέως ανάλογος, καθώς η σχέση τους είναι συνθετότερη απ’ όσο δείχνει. Η αγορά ακινήτων εμπεριέχει τις δικές της δυναμικές που κατευθύνονται σε μεγάλο βαθμό από τους μηχανισμούς της ελεύθερης οικονομίας και η στεγαστική πολιτική μπορεί να διαδραματίσει βοηθητικό ρόλο (Malpass 2008: 16). Σε κάθε περίπτωση, η ύπαρξη συσχέτισης μεταξύ καθεστώτων ευημερίας και αστεγίας πρέπει να θεωρείται δεδομένη.
Το επιχείρημα αυτό επαληθεύεται και με διαφορετικούς τρόπους. Άλλες μελέτες απέδειξαν την ισχυρή επίδραση των καθεστώτων ευημερίας στη διαμόρφωση των αιτίων απώλειας στέγης. Σε καθεστώτα ευημερίας με υψηλά επίπεδα φτώχειας φαίνεται ότι, όχι μόνο παρατηρείται μεγαλύτερος αριθμός αστέγων αλλά, η απώλεια στέγης οφείλεται πρωτίστως στην αδυναμία οικονομικής ανταπόκρισης στις στεγαστικές απαιτήσεις. Αντίθετα, σε χώρες με χαμηλά ποσοστά φτώχειας ο αριθμός αστέγων είναι εμφανώς μικρότερος και ως κυριότερο αίτιο αναδεικνύεται η ύπαρξη ψυχικών νοσημάτων ή εξαρτήσεων από ναρκωτικές ουσίες ή αλκοόλ (Fitzpatrick and Stephens 2007: 53-7). Επομένως δύναται να ειπωθεί ότι ο αποκλεισμός από την κατοικία είναι συνήθως αποτέλεσμα ατομοκεντρικών αιτίων σε χώρες με διευρυμένα συστήματα κοινωνικής προστασίας και περισσότερο δομικών αιτίων σε χώρες με υπολειμματικά ή αδύναμα συστήματα κοινωνικής προστασίας (Stephens et al. 2010: 210-11). Ενώ άλλες έρευνες επεσήμαναν την επιδείνωση του αποκλεισμού των αστέγων από την πρόσβαση στην απασχόληση εξαιτίας των εργασιακών μεταρρυθμίσεων των τελευταίων ετών (Benjaminsen and Bush-Geertsema 2009: 146-7). Επίσης μελέτες που επεσήμαναν τον ρόλο του αστικού σχεδιασμού ή παραγόντων σε τοπικό επίπεδο (Meda 2009) που επηρεάζουν την θέση των αστέγων και τις πολιτικές για την κοινωνική τους επανένταξη. Τέλος, οι πολιτικές λιτότητας και οι περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες επηρεάζουν κι αυτές με την σειρά τους το πρόβλημα της έλλειψης στέγης (Stephens et al. 2010: 217). Μια κωδικοποίηση των παραγόντων απώλειας στέγης παρέχεται παρακάτω (πίνακας 1).
Πίνακας 1: Παράγοντες Απώλειας Στέγης(οι πίνακες λείπουν από όλο το κείμενο γιατί δεν ήταν δυνατό να αναπαραχθούν σωστά)
Από τα παραπάνω προκύπτει η σχέση μεταξύ μορφής κράτους ευημερίας και φύσης / έκτασης του προβλήματος έλλειψης στέγης. Η γενική μορφή ενός κράτους ευημερίας αποτελεί δείκτη για την στεγαστική πολιτική (Kemeny 2001).
Καθεστώτα ευημερίας με χαμηλά ποσοστά φτώχειας εμφανίζονται λιγότερο εκτεθειμένα στον κίνδυνο εμφάνισης μεγάλου αριθμού αστέγων (O’ Sullivan 2010: 71) και αντίστροφα. Για παράδειγμα το σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο παρέχει έμφαση σε υπηρεσίες πρόληψης της απώλειας στέγης και υποστήριξης των αστέγων. Σε αντίθεση με το φιλελεύθερο που εφαρμόζει μια υπολειμματική πολιτική στέγασης, αφήνοντας μεγαλύτερο ρόλο στην κοινωνία των πολιτών και δίχως την ανάπτυξη ευρύτερων παρεμβάσεων (Benjaminsen et al. 2009: 43-4). Ενώ, καθεστώτα ευημερίας με επίσης υψηλά ποσοστά φτώχειας, όπως το Νότιο-Ευρωπαϊκό, εμφανίζουν μέχρι σήμερα την μικρότερη σε εύρος και αποτελεσματικότητα παρέμβαση στη διαχείριση του προβλήματος έλλειψης στέγης.
Η Αντιμετώπιση του Προβλήματος Έλλειψης Στέγης στην Ευρώπη:
Προκλήσεις και Προοπτικές ενός Νέου Πεδίου Ευρωπαϊκής Κοινωνικής Πολιτικής
Στο πλαίσιο της διαδικασίας κοινωνικής ένταξης της Στρατηγικής της Λισαβόνας δεν συμπεριλήφθηκαν συγκροτημένες δράσεις για τους άστεγους.
Άλλωστε ο ρόλος της Κοινωνικής ΑΜΣ υπέστη ορατή υποβάθμιση από την μέση της διαδικασίας και μετά (ενδεικτικά Daly 2010). Τέτοιου είδους παρεμβάσεις φαίνεται να εμπεριέχονται στη νέα Στρατηγική «Ευρώπη 2020».
Κεντρική βεβαίως για την Στρατηγική εξακολουθεί να παραμένει η έννοια της ανάπτυξης, όμως σε διακηρυκτικό επίπεδο υπό την οπτική της κοινωνικής ένταξης παρατηρείται κάποια κινητικότητα.
Σημαντική είναι η επάνοδος του όρου της φτώχειας και η συνύπαρξη του με αυτόν του κοινωνικού αποκλεισμού, ενώ, για πρώτη φορά θεμελιώνονται ποσοτικοί στόχοι (Feronas 2011: 8). Στο επίκεντρο των πολιτικών κοινωνικής ένταξης τέθηκε η εφαρμογή της «Πλατφόρμας για την Καταπολέμηση της Φτώχειας και του Κοινωνικού Αποκλεισμού [COM (2010) 758 final].
Αξίζει να επισημανθεί ότι το 2008 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είχε προβεί σε γραπτή διακήρυξη όπου έθετε ως επιτακτική την ανάγκη διακοπής του φαινομένου να ζουν άνθρωποι στο δρόμο (European Parliament 2008).
Εντός αυτού του πλαισίου στην κοινή έκθεση για την κοινωνική προστασία και την κοινωνική ένταξη του 2010 η Επιτροπή καλούσε τα κράτη μέλη να αναπτύξουν ολοκληρωμένες πολιτικές αντιμετώπισης του προβλήματος έλλειψης στέγης (Joint Report 2010: 10-11). Στα τέλη του ίδιου χρόνου, στο πλαίσιο της Βελγικής Προεδρίας, διενεργήθηκε επίσημη ευρωπαϊκή συνδιάσκεψη συναίνεσης για την θεμελίωση ορισμένων κοινών βάσεων στο πολυσύνθετο αυτό φαινόμενο (European Commission 2010b). Η συνδιάσκεψη αποσκοπούσε στην εννοιολογική αποσαφήνιση, την αμοιβαία ανταλλαγή πληροφοριών και παρακολούθησης του ζητήματος. Αποτέλεσμα ήταν η θέσπιση βασικών αξόνων / προτεραιοτήτων για την νεοεισαχθείσα ομάδα-στόχο. Από την πλευρά του το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το 2011 προχώρησε στην έκδοση ψηφίσματος που καλούσε την Επιτροπή να προχωρήσει στην εκπόνηση μιας ολοκληρωμένης Στρατηγικής για την Αντιμετώπιση του Προβλήματος Έλλειψης Στέγης με επίκεντρο καινοτόμες πολιτικές με έμφαση στην πρόσβαση στη στέγη. Το ψήφισμα ζητούσε από τα κράτη μέλη την ανάληψη πρωτοβουλιών ώστε να σταματήσει το φαινόμενο διαβίωσης ανθρώπων στο δρόμο μέχρι το 2015 (European Parliament 2011). Τέλος, η ετήσια επισκόπηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ανάπτυξη το 2012 επεσήμανε την αύξηση του αριθμού των ανθρώπων που κινδυνεύουν από οικονομική φτώχεια, παιδική φτώχεια και κοινωνικό αποκλεισμό με τις πιο ακραίες εκφάνσεις αυτών το φαινόμενο των αστέγων (European Commission 2012).
Οι παραπάνω εκκλήσεις οδήγησαν στη σύσκεψη ομάδας ειδικών για ζητήματα αστέγων τον Φεβρουάριο του ’13, υπό την Ιρλανδική Προεδρία. Η σύσκεψη κατέληξε στην υιοθέτηση έξι βασικών αρχών που αφορούσαν: πρώτον την από κοινού ανάπτυξη γνώσης και ανάδειξη καλών πρακτικών, δεύτερον υιοθέτηση βασικών στοιχείων όπως η πρωταρχική έμφαση στη στέγαση, τρίτον άντληση χρηματοδότησης, τέταρτον ανάπτυξη κοινού πλαισίου αναφοράς δεδομένων (δείκτες κλπ), πέμπτο έμφαση στην έρευνα, την καινοτομία και την συλλογή δεδομένων, έκτο υλοποίηση και παρακολούθηση της διαδικασίας (Irish Presidency 2013). Για την ανάπτυξη μιας κοινής πολιτικής για τους άστεγους εκδόθηκε τον ίδιο μήνα ένα αναλυτικό κείμενο κατευθυντηρίων γραμμών στο πλαίσιο του πακέτου κοινωνικής επένδυσης. Το κείμενο εργασίας αποσκοπεί στην προαγωγή της έννοιας της κοινωνικής επένδυσης στο πεδίο των πολιτικών για τους άστεγους. Στο πρώτο μέρος του παρατίθεται μια επισκόπηση του προβλήματος έλλειψης στέγης στα κράτη μέλη της ΕΕ σήμερα. Εξετάζει εννοιολογικές και μεθοδολογικές διαστάσεις του φαινομένου, ζητήματα ορισμού και των βασικών αιτίων πρόκλησης του. Αξίζει να επισημανθεί πως υιοθετείται ο διευρυμένος ορισμός της FEANTSA (βλ. πίνακα 2). Στο δεύτερο μέρος εξετάζονται πολιτικές για την αντιμετώπιση του ζητήματος και επισημαίνονται ορισμένα θεμελιώδη ζητήματα για την ανάπτυξη μιας Ευρωπαϊκής Στρατηγικής (Commission Staff Working Document 2013).
Πίνακας 2: Τυπολογία ETHOS, Πηγή: FEANTSA (2006)
Η ανάδυση του προβλήματος στην κοινοτική ατζέντα αποδόθηκε στις πολύπτυχες αρνητικές επιπτώσεις της κρίσης στην κοινωνική συνοχή των κρατών μελών. Χώρες όπως η Ελλάδα και η Ισπανία βίωσαν απότομη αύξηση αυτού του ακραίου φαινομένου φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού (FEANTSA 2012: 7). Δυστυχώς, αλλά αναμενόμενα, η εκπόνηση μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής βρίσκει στην αφετηρία χώρες με πολιτικές διαφορετικών ταχυτήτων. Κράτη μέλη όπως η Δανία, η Φιλανδία, η Γαλλία, η Ιρλανδία, η Ολλανδία, η Πορτογαλία, η Σουηδία και το Ηνωμένο Βασίλειο διαθέτουν ήδη Εθνικές Στρατηγικές.
Η Ελλάδα, θεωρητικά, βρίσκεται τα τελευταία δύο χρόνια σε διαδικασία ανάπτυξης ολοκληρωμένης στρατηγικής για τους άστεγους, αν και οι πιέσεις της Τρόικας δεν επιτρέπουν πολλά περιθώρια στην ατζέντα της κοινωνικής πολιτικής (FEANTSA 2013: 5-6).
Το ελληνικό κράτος το 2012 προχώρησε στη θεσμική αναγνώριση των αστέγων ως ΕΚΟ (Άρθρο 29 Ν. 4052/2012).
Ενώ εντός του 2013 εκπονήθηκε από την Διεύθυνση Πρόνοιας και Κοινωνικής Αντιλήψεως του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Πρόνοιας ένα ολοκληρωμένο επιχειρησιακό σχέδιο δράσης. Παρά αυτά τα δύο σημαντικά βήματα δεν έχει υπάρξει ακόμη πολιτική βούληση για την εφαρμογή ολοκληρωμένων παρεμβάσεων. Γεγονός που οξύνει τις διαστάσεις ενός ήδη ακραίου φαινομένου φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού στην Ελλάδα της κρίσης.
Οι Πολιτικές για την Έλλειψη Στέγης στην Ελλάδα:Από την Φιλανθρωπία στην Περισσότερη Φιλανθρωπία
Παρά τις Συνταγματικές επιταγές για την ειδική φροντίδα του κράτους σε όσους στερούνται κατοικία ή στεγάζονται ανεπαρκώς (παρ. 4 Άρθρο 21Σ), το φαινόμενο των αστέγων στην Ελλάδα διαχρονικά αντιμετωπίστηκε με χαρακτηριστικά κοινωνικής «αορατότητας». Γεγονός που διευκολυνόταν από την απουσία επίσημου ορισμού για το ποιοι θεωρούνται άστεγοι, όπως και έγκυρων στατιστικών δεδομένων που να αποτυπώνουν τις πραγματικές διαστάσεις του προβλήματος (Arapoglou 2004: 103).
Όπως και πολλά άλλα κοινωνικά ζητήματα παραδοσιακά αφέθηκε στο οικογενειακό πλέγμα προστασίας. Η ανάδυση των αστέγων ως διακριτής κοινωνικά ομάδας συντελείται μόλις την δεκαετία του ’90 (Sapounakis 2005: 3). Όπου στο δημόσιο λόγο ερμηνεύεται κυρίως ως αποτέλεσμα των μαζικών μεταναστευτικών εισροών (MPHASIS 2009: 5). Τα πληθυσμιακά χαρακτηριστικά των ανθρώπων αυτών θα μπορούσε να ειπωθεί ότι συνέθεταν την εικόνα του «παραδοσιακού» αστέγου. Σύμφωνα με σχετικές μελέτες επρόκειτο είτε για ανθρώπους μεγάλης ηλικίας (άνω των πενήντα ετών), είτε για χρήστες ναρκωτικών και ανήλικους παραβάτες, είτε για μετανάστες, είτε για Ρομά (Παπαδοπούλου – Λυγδοπούλου 2008: 32-3). Παρά την ορατότητα του φαινομένου στον δημόσιο χώρο οι παρεμβάσεις παρέμειναν κατακερματισμένες και ισχνές τόσο σε επίπεδο προνοιακών πολιτικών, όσο και σε επίπεδο ανάπτυξης μιας κοινωνικής πολιτικής κατοικίας.
Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να αναλυθεί και με κοινωνικο-ιστορικούς όρους. Η απουσία κοινωνικής πολιτικής για τους άστεγους ερμηνεύεται με την έλλειψη πολιτικής βούλησης για την ανάπτυξη συγκροτημένης στρατηγικής και, επίσης, με την μορφή της ανάπτυξης του συστήματος γης και κατοικίας κατά την μεταπολεμική περίοδο. Αφενός, η ανυπαρξία κρατικής κοινωνικής πολιτικής και συγκεκριμένης στόχευσης για τον άστεγο πληθυσμό οδήγησε σε ένα κατακερματισμένο και αποσπασματικό πλέγμα προστασίας με την δραστηριοποίηση της εκκλησίας, των τοπικών αρχών και των ΜΚΟ (Sapounakis 1997: 16). Οι Δήμοι λάμβαναν οδηγίες για δραστηριοποίηση συνήθως σε συνθήκες ακραίων καιρικών φαινομένων (Υπουργείο Εργασίας 2013, Γενική Διεύθυνση Πρόνοιας 2013). Ενώ, οι ΜΚΟ και οι εκκλησίες παρείχαν κάποιες υπηρεσίες πρώτης ανάγκης (συσσίτια, ένδυση, κ.α.). Επρόκειτο για παρεμβάσεις με χαρακτήρα έκτακτης ανάγκης (Παπαλιού 2010: 223) όπου παρέπεμπαν σε μια κοινωνική πολιτική βασισμένη περισσότερο σε χαρακτηριστικά φιλανθρωπίας, παρά κοινωνικού δικαιώματος (Arapoglou 2002).
Αφετέρου, στη μεταπολεμική Ελλάδα παρατηρείται απουσία μιας διευρυμένης κοινωνικής πολιτικής κατοικίας. Οποιαδήποτε στεγαστική παρέμβαση εξαντλήθηκε, ολοκληρωτικά σχεδόν, σε μικρής έκτασης φοροαπαλλαγές για την απόκτηση πρώτης κατοικίας, επιδοτήσεις ενοικίου και ορισμένα στεγαστικά προγράμματα από τον ΟΕΚ και παρεμβάσεις έκτακτου χαρακτήρα σε θεομηνίες. Δεν σημειώθηκε ουσιαστική υποστήριξη στους ενοικιαστές ακινήτων, πολιτικές πρόληψης της απώλειας στέγης, προστασία των υπερχρεωμένων νοικοκυριών (Εμμανουήλ 2006: 5-10). Μια τέτοια πολιτική δεν εκφράστηκε ποτέ ως κοινωνική αναγκαιότητα. Γεγονός που μπορεί να ερμηνευθεί με τον τύπο οικοδομικής ανάπτυξης μεταπολεμικά, τους παραγόμενους μύθους για την απουσία στεγαστικού προβλήματος, το σχετικά υψηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης στην ελληνική κοινωνία (ενδεικτικά Μαλούτας – Οικονόμου 1988). Ωστόσο η ερμηνευτική απεικόνιση των χωρικών και πολεοδομικών διαστάσεων της έλλειψης στέγης στην Ελλάδα υπερβαίνει κατά πολύ τους στόχους της εργασίας.
Με βάση τα όσα συνοπτικά αναφέρθηκαν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι το ξέσπασμα της κρίσης οδήγησε σε ένταση και μεγέθυνση ενός ήδη ανεπίλυτου κοινωνικού προβλήματος. Δυστυχώς ένα τέτοιο επιχείρημα στερείται ολόπλευρης τεκμηρίωσης εξαιτίας της έλλειψης ποσοτικών δεδομένων8. Τα μοναδικά δεδομένα που προσφέρουν μια συγκριτική προοπτική προέρχονται από δύο έρευνες της ΜΚΟ Κλίμακα (Κατσαδώρος κ.α. 2006 και Κατσαδώρος κ.α. 2012). Άλλα εγχειρήματα προέρχονται από προσπάθεια ποσοτικής καταγραφής του ΕΚΚΑ (2009) και αποτύπωσης των χαρακτηριστικών των αστέγων από το ΚΥΑΔΑ (2013), τα οποία ουσιαστικά επιβεβαιώνουν την επιδείνωση του προβλήματος. Γεγονός που προκύπτει ως λογικό επακόλουθο και από την απότομη αύξηση της φτώχειας και της ακραίας φτώχειας (βλ. πίνακες 3, 4, 5) έπειτα από την κρίση, την εφαρμογή των μνημονίων (Petmesidou 2011) και τον επακόλουθο βίαιο μετασχηματισμό ελαχιστοποίησης του συστήματος κοινωνικής προστασίας (Venieris 2013). Η Ελλάδα, μετά τις αλλαγές των τελευταίων ετών, φαίνεται να καταλαμβάνει τις υψηλότερες θέσεις στα φαινόμενα φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού στην ΕΕ-28 (Πίνακες 3 και 4). Ενώ επίσης φαίνεται να αυξάνονται απότομα τα ποσοστά ακραίας φτώχειας (Πίνακας 5). Θα μπορούσε βάσιμα επομένως να υποστηριχθεί ότι το φαινόμενο της έλλειψης στέγης διογκώνεται σημαντικά κατά την διάρκεια της κρίσης.
Πίνακας 3: Άτομα σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού στην ΕΕ-28 2012, Πηγή: Caritas 2014
Πίνακας 4: Άτομα σε Κίνδυνο φτώχειας στην ΕΕ-28, 2012, Πηγή: Caritas 2014
Πίνακας 5, Πηγή Δεδομένων: Ματσαγγάνης – Λεβέντη 2013
Η επαλήθευση του επιχειρήματος προέρχεται επίσης κι από την θεσμική αναγνώριση των αστέγων ως Ευπαθή Κοινωνικά Ομάδα (ΕΚΟ) το 2012 από το ελληνικό κράτος (Ν. 4052/2012). Στα θετικά σημεία του νόμου πιστώνεται η υιοθέτηση μιας διευρυμένης προσέγγισης του ορισμού του ποιος θεωρείται άστεγος, κάτι που ανταποκρίνεται στην τυπολογία ETHOS της FEANTSA. Ενώ στα αρνητικά προσμετράται η μη αναγνώριση ως αστέγων όσων μεταναστών δεν διαθέτουν άδειες νόμιμης διαμονής. Η προαναφερθείσα νομοθετική πρωτοβουλία θεωρήθηκε ως ένα πολύ σημαντικό βήμα για την ανάπτυξη μέτρων κοινωνικής πολιτικής για τους άστεγους.
Ωστόσο μέχρι σήμερα δεν έχει υπάρξει εφαρμογή ολοκληρωμένων μέτρων για την αντιμετώπιση προβλήματος. Πανελλαδικής εμβέλειας παρεμβάσεις για την διαχείριση των επιπτώσεων της κρίσης σημειώθηκαν μόνο σε οριζόντιο επίπεδο. Χαρακτηριστική είναι εδώ η δημιουργία του «Εθνικού Δικτύου Άμεσης Κοινωνικής Παρέμβασης» όπου έθεσε σε λειτουργία τις «Κοινωνικές Δομές Άμεσης Αντιμετώπισης της Φτώχειας» σε συγχρηματοδότηση του ΕΚΤ και υλοποίηση μέσω Δήμων και ΜΚΟ9 (Υπουργείο Εργασίας 2012). Επίσης μια σημαντική πηγή χρηματοδότησης των προγραμμάτων των ΜΚΟ έρχονται μέσα από προγράμματα χορηγιών μεγάλων φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, όπως τα Ιδρύματα Νιάρχος και Λάτση (Stamatis 2012: 10). Στο σχεδιασμό αυτών των δομών προβλέφθηκαν δράσεις που, άμεσα ή έμμεσα, αφορούσαν και τον πληθυσμό των αστέγων. Πρόκειται για δομές όπως ανοιχτό κέντρο ημερήσιας υποδοχής αστέγων, υπνωτήριο, δομή παροχής συσσιτίων, κοινωνικό φαρμακείο, κ.α. Τέλος, η ψήφιση του πρόσφατου Πολυνομοσχεδίου (Βουλή των Ελλήνων 2014, Υποπαράγραφος Α.2) προχωρά στην στοχευμένη ενίσχυση των δράσεων για τους άστεγους χρηματοδοτώντας τις υπάρχουσες δομές με 20 εκατομμύρια ευρώ.
Η πρωτοβουλία των κοινωνικών δομών, όπως και το πρόσφατο Πολυνομοσχέδιο, αν και ενισχύουν μερικώς την κάλυψη των καθημερινών αναγκών επιβίωσης, δεν παύουν να διαθέτουν ανακουφιστικό χαρακτήρα που αποσκοπεί στη διαχείριση μόνο των ακραίων εκφάνσεων του προβλήματος. Μια συνολικότερη παρέμβαση θα μπορούσε να υλοποιηθεί με την εφαρμογή ενός Εθνικού Σχεδίου Δράσης για την Αντιμετώπιση του Προβλήματος Έλλειψης Στέγης. Αν και η εκπόνηση ενός τέτοιου αναλυτικού σχεδίου έχει ήδη συμβεί (Διεύθυνση Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Αντιλήψεως, Αδημοσίευτο) δεν έχει υπάρξει σε επίπεδο πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου βούληση για την προώθηση του. Αντί αυτών, ο Πρωθυπουργός της χώρας στο πλαίσιο προεκλογικών εξαγγελιών ανακοίνωσε την λειτουργία υπνωτηρίου 80 ατόμων στο κέντρο της Αθήνας. Πρόκειται για ενέργεια που συμβολίζει και ενδεχομένως σηματοδοτεί την πορεία που θα ακολουθήσει η κοινωνική πολιτική κατοικίας στην Ελλάδα την στιγμή της διαμόρφωσης της (Σιατίτσα 2014). Με τα δεδομένα αυτά και τις σοβαρές ενδείξεις για έξαρση του προβλήματος παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον η εμπειρική διερεύνηση της υφιστάμενης κατάστασης. Κάτι που επιχειρείται στη συνέχεια.
Μεθοδολογία της Έρευνας
Η έρευνα διεξήχθη από το διάστημα του Μαΐου του 2013 μέχρι και τον Μάρτιο του 2014 σε φορείς που αναπτύσσουν δράσεις κοινωνικής πολιτικής για άστεγους αλλά και στον ίδιο τον πληθυσμό που βιώνει το κοινωνικό αυτό πρόβλημα. Βασική υπόθεση εργασίας για τους φορείς ήταν το πώς η κρίση επηρεάζει την κοινωνική πολιτική για τους άστεγους. Ενώ, για τους άστεγους ήταν το ποιοι θεωρούνταν οι βασικοί παράγοντες απώλειας στέγης και αποκλεισμού από την πρόσβαση τους σε κοινωνικές υπηρεσίες. Για την απάντηση των παραπάνω υποθέσεων επελέγη η ανάπτυξη μεθόδων ποιοτικής κοινωνικής έρευνας και συγκεκριμένα το εργαλείο της συνέντευξης με μαγνητόφωνο. Για την διαμόρφωση του δείγματος ελήφθησαν 21 συνεντεύξεις από επιτελικά στελέχη φορέων (Διευθύνσεις Υπουργείων και Οργανισμοί, Κοινωνικές Υπηρεσίες Δήμων, Εκπρόσωποι ΜΚΟ και Πρωτοβουλιών Αλληλεγγύης, Εκκλησία) καθώς και 30 συνεντεύξεις (19 από άνδρες και 11 από γυναίκες) από τον άστεγο πληθυσμό που ζει στο δρόμο ή σε κοινωνικούς ξενώνες και στο δημόσιο λόγο αποκαλούνται «νεοάστεγοι». Έλληνες δηλαδή πολίτες παραγωγικής ηλικίας με σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Η πρόσβαση στο πεδίο διεξήχθη με δύο τρόπους. Πρώτον, μέσω της βοήθειας των κοινωνικών επιστημόνων των Κέντρων Ημέρας Αστέγων και των Κοινωνικών Ξενώνων και δεύτερον με την τεχνική της χιονοστιβάδας. Σχετικά με τον δεύτερο τρόπο ζητήθηκε από άστεγους που έγινε μια επιτυχημένη συνέντευξη να συστήσουν γνωστούς τους με παρεμφερή χαρακτηριστικά και προβλήματα.
Ο οδηγός συνέντευξης για τους φορείς συμπεριέλαβε του παρακάτω άξονες: πρώτον, ταυτότητα και ιστορικό φορέα. Δεύτερον, κοινωνικές πολιτικές που αναπτύσσει ο φορέας για τους άστεγους. Τρίτον συντονισμός με άλλους φορείς. Τέταρτο, κοινωνικές αναπαραστάσεις του εκπροσώπου για τους άστεγους. Τέλος, πέμπτο, γενικότερη αντίληψη για την φύση της συνολικά προσφερόμενης κοινωνικής πολιτικής στους άστεγους. Ο οδηγός συνέντευξης για τους ίδιους τους άστεγους συγκροτήθηκε από τους ακόλουθους άξονες: πρώτον, πορείες ζωής και αίτια ένταξης των αστέγων στην παρούσα κατάσταση. Δεύτερον, εμπόδια που αντιμετωπίζουν για την πρόσβαση στις κοινωνικές υπηρεσίες. Τρίτον, βιώματα και ιδιαίτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν. Τέταρτον, ο αντίκτυπος της απώλειας στέγης στην ιδιότητα του πολίτη. Παρακάτω παρουσιάζονται τα σημαντικότερα ευρήματα της έρευνας.
Αποτελέσματα
Οι περιορισμοί με τους οποίους οι σκοποί της παρούσας εισήγησης δεν επιτρέπει την ολόπλευρη ανάδειξη των εμπειρικών ευρημάτων. Αντίθετα παρακάτω επιχειρείται η συνδυαστική παρουσίαση των βασικότερων διαστάσεων που αναδείχθηκαν τόσο από τους φορείς, όσο και από τους ίδιους τους άστεγους. Τα ζητήματα που αναλύονται αφορούν: πρώτον, τον πυροσβεστικό χαρακτήρα των μέτρων. Δεύτερον, την απουσία ενός συστήματος καταγραφής του προβλήματος και μηχανισμών διαχείρισης τους. Τρίτον, την επικράτηση των δομικών παραγόντων που ευθύνονται για την απώλεια στέγης. Τέταρτον, τα ιδιαίτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο πληθυσμός των αστέγων που ερευνήθηκε. Και, πέμπτο, την συνολική υποκατάσταση της κοινωνικής πολιτικής για τους άστεγους από μη κρατικούς φορείς.
Πολιτικές Διαχείρισης και όχι Αντιμετώπισης του Προβλήματος: Μονόπλευρα Ανακουφιστικός Χαρακτήρας Παρεμβάσεων / Έλλειψη Μέτρων Πρόληψης και Επανένταξης
Το σημαντικότερο εύρημα της εμπειρικής διερεύνησης έχει να κάνει με τον παυσίπονο χαρακτήρα των υφιστάμενων μέτρων κοινωνικής πολιτικής για τους άστεγους. Οι μέχρι σήμερα δράσεις χαρακτηρίζονται από ένα κατασταλτικό πνεύμα και μάλιστα με μη κρατική υλοποίηση. Το «δίχτυ προστασίας» τίθεται κάτω από τον κίνδυνο απώλειας στέγης των πολιτών. Δηλαδή δεν παρατηρείται κανένα μέτρο στο στάδιο της πρόληψης της απώλειας στέγης και δεν έχει αναπτυχθεί κανένα μέτρο κοινωνικής επανένταξης. Αντίθετα, η μόνη δραστηριοποίηση φαίνεται να διαδραματίζεται στο στάδιο της επείγουσας παρέμβασης και μάλιστα από μη κρατικούς φορείς. Παρακάτω αναλύεται η κατάσταση και στα τρία στάδια ξεχωριστά.
Η μονόπλευρη ενεργοποίηση του σταδίου της επείγουσας παρέμβασης θα μπορούσε να δώσει στο υφιστάμενο πλαίσιο τον χαρακτηρισμό «πυροσβεστικά μέτρα». Μέτρα τα οποία εξαντλούνται στην παυσίπονη διαχείριση του προβλήματος, με χαρακτηριστικά εγγύτερα στο πνεύμα της φιλανθρωπίας παρά σε αυτό της πραγμάτωσης κοινωνικού δικαιώματος. Οι οποιεσδήποτε μέχρι σήμερα δράσεις υλοποιούνται κατά συντριπτική πλειοψηφία από Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις και στοχεύουν αποκλειστικά στην επιβίωση των αστέγων (κοινωνικά συσσίτια, κοινωνικά φαρμακεία, υπνωτήρια). Επακόλουθα συμπεραίνεται ότι δεν υφίσταται καμία πολιτική πρωτοβουλία για το στάδιο της πρόληψης του προβλήματος, αλλά, ούτε γι’ αυτό της επανένταξης.
Στο στάδιο της πρόληψης, το οποίο εν προκειμένω από κάθε άποψη είναι το κρισιμότερο για την μη εμφάνιση του προβλήματος, το ελληνικό κράτος όχι μόνο δεν αναπτύσσει μηχανισμούς προστασίας αλλά αντίθετα δημιουργεί το ίδιο πιέσεις προς την απώλεια της κανονικής κατοικίας (υπερφορολόγηση κατοικίας, κατάργηση ΟΕΚ, ανοικτό ζήτημα πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας). Ταυτόχρονα δεν παρατηρείται οποιαδήποτε συστηματική προσπάθεια ανάπτυξης ενός σχεδίου κοινωνικής επανένταξης.
Απουσία Συστήματος Καταγραφής των Πραγματικών Διαστάσεων του Προβλήματος και Μηχανισμού Διαχείρισης των Στεγαστικών Αιτημάτων
Ένα δεύτερο σημαντικό στοιχείο που προέκυψε από την έρευνα είναι η απουσία ενός συστήματος καταγραφής των πραγματικών διαστάσεων του προβλήματος. Η απουσία έγκυρων ποσοτικών δεδομένων εμποδίζει τη διάγνωση της έκτασης του πληθυσμού των αστέγων και, συνεπώς, την ανάπτυξη αποτελεσματικών παρεμβάσεων κοινωνικής πολιτικής. ο ακριβής αριθμός του συνολικού αριθμού αυτού του πληθυσμού δεν είναι γνωστός. Επίσης, ο ετερόκλητος πληθυσμός των αστέγων οδηγεί και στην αναγκαιότητα για διαφορετικού τύπου κοινωνική πολιτική σε κάθε επιμέρους υπο-ομάδα. Άλλου τύπου κοινωνική πολιτική χρειάζονται οι άστεγοι με ψυχικά νοσήματα και διαφορετικού τύπου οι άστεγοι εξαιτίας οικονομικών προβλημάτων. Επομένως η απουσία κάποιας συστηματικής και ολοκληρωμένης καταγραφής του συνολικού πληθυσμού συσκοτίζει τα αίτια απώλειας στέγης αλλά και το εύρος της αναγκαίας παρέμβασης.
Παράλληλα γίνεται ορατή η απουσία ενός κεντρικού μηχανισμού διαχείρισης των αιτημάτων στέγασης, ο οποίος θα μπορούσε αφενός να καταστεί εργαλείο καταμέτρησης του φαινομένου έλλειψης στέγης και αφετέρου να οδηγήσει στην ενημέρωση για την πληρότητα των υφιστάμενων δομών, την επιτάχυνση της διαδικασίας, όπως και την αποτελεσματικότερη διευθέτηση της στέγασης των αστέγων.
Επικράτηση Δομικών και Θεσμικών Παραγόντων Απώλειας Στέγης
Από τις πορείες ζωής των αστέγων του δείγματος αναδεικνύεται η σαφής επικράτηση των δομικών αιτίων που ευθύνονται για την απώλεια της στέγης. Ειδικότερα παρατηρούνται τρία κύρια χαρακτηριστικά που οδηγούν σε απώλεια στέγης: πρώτον η απουσία εισοδήματος λόγω ανεργίας, δεύτερον η αδυναμία αξιοποίησης υποστηρικτικού περιβάλλοντος και, τρίτον, η απουσία ιδιόκτητης κατοικίας. Από τους τρεις παραπάνω παράγοντες οι δύο θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως ξεκάθαρα δομικοί (ανεργία, έλλειψη ιδιόκτητης στέγης), ενώ αυτός του υποστηρικτικού περιβάλλοντος διαμοιράζεται μεταξύ διαταραγμένου οικογενειακού περιβάλλοντος (οικογενειακοί παράγοντες) και εξάντλησης των ορίων υποστήριξης του συγγενικού ή φιλικού περιβάλλοντος (δομικός παράγοντας).
Σχετικά με τα επαγγελματικά χαρακτηριστικά των αστέγων που μίλησαν, πρόκειται για περιπτώσεις ανθρώπων που απασχολούνταν σε τομείς όπου η εργασιακή επισφάλεια είχε εμφανιστεί πριν το ξέσπασμα της κρίσης (εργασίες χαμηλής ειδίκευσης στους κλάδους των κατασκευών, των μεταφορών, κλπ) και ταυτόχρονα δεν διέθεταν υποστηρικτικό περιβάλλον και ιδιόκτητη κατοικία. Στο δείγμα δεν προέκυψαν ιδιαίτερα ευδιάκριτα περιστατικά ψυχικών νοσημάτων ή εξαρτήσεων από ουσίες. Αν και διευκρινίζεται ότι διαπιστώνεται ορατή διαφοροποίηση στην ικανότητα επικοινωνίας των αστέγων μεταξύ αυτών που ζουν σε ξενώνες και αυτών που ζουν στο δρόμο.
Για παράδειγμα για τις περιπτώσεις με διαταραγμένο οικογενειακό περιβάλλον ο Λέανδρος είναι 54 ετών. Έχει παντρευτεί κι έχει χωρίσει δύο φορές στη ζωή του και έχει ένα παιδί από τον τελευταίο του γάμο. Ασχολούνταν επαγγελματικά με την αγγειοπλαστική και τα περισσότερα χρόνια της ζωής του διατηρούσε εργαστήριο με ενοίκιο, όπως και το σπίτι του, εργαστήριο αγγειοπλαστικής. Όπως λέει ο ίδιος η αγγειοπλαστική είναι μια απαιτητική και με κόστος δουλειά. Από την έναρξη της κρίσης η δουλειά του άρχισε να μειώνεται και προς το τέλος του 2012 σταμάτησε εντελώς σχεδόν να έχει εισόδημα. Το γεγονός ότι δεν είχε ιδιόκτητο σπίτι και εργαστήριο, καθώς και οικογενειακή υποστήριξη τον οδήγησε να μένει στο δρόμο και αργότερα σε Ξενώνα.
Για παράδειγμα για τις περιπτώσεις χωρίς διαταραγμένο οικογενειακό περιβάλλον ο Παντελής είναι 48 ετών και εργαζόταν ως εργοδηγός σε κατασκευαστικά έργα. Εξαιτίας της οικονομικής κρίσης απολύθηκε πριν δύο χρόνια. Η ηλικία του είναι απαγορευτική όπως λέει για τους εργοδότες να τον προσλάβουν κι έτσι δεν βρίσκει σε κανένα έργο δουλειά. Οι γονείς του έχουν πεθάνει και έχει μια αδερφή που μένει εκτός Αθήνας με την οικογένεια της και δεν της έχει μιλήσει για το πρόβλημα που αντιμετωπίζει. Η ανεργία και κάποια χρήματα που χρειάστηκε για ένα έκτακτο πρόβλημα υγείας του παιδιού του τον οδήγησαν στο να ξοδέψει όλες τις οικονομίες του. Έμεναν με την σύζυγο και το παιδί τους σ’ ένα σπίτι με ενοίκιο, απ’ όπου και τους έκαναν έξωση μετά από έξι απλήρωτα ενοίκια. Στην παρούσα φάση η γυναίκα του με το παιδί φιλοξενούνται στην πεθερά του και εκείνος, εξαιτίας της έλλειψης χώρου, μένει άλλοτε σε φίλους και άλλοτε κοιμάται στο δρόμο.
Με αυτά τα δεδομένα ένα ερμηνευτικό σχήμα που θα μπορούσε να αναδειχθεί θα υποστήριζε πως οι πολύπτυχες αρνητικές συνέπειες της οικονομικής κρίσης όπως η απώλεια της εργασίας σε άτομα που δεν διαθέτουν βοήθεια από το κοινωνικό τους περιβάλλον και ιδιόκτητη κατοικία συνιστούν μια αυξανόμενη κατηγορία αστέγων.
Ακόμη και σε περιπτώσεις που υφίσταται υποστήριξη από το οικογενειακό και το φιλικό περιβάλλον εκείνη δεν διαθέτει απεριόριστα όρια και αντοχές. Φαίνεται δηλαδή η διαφοροποίηση ακόμη και στις κατηγορίες αυτές που θα μπορούσαν να θεωρηθούν αμιγώς ατομικοί παράγοντες, όπως το διαταραγμένο οικογενειακό περιβάλλον, να επηρεάζονται από δομικά αίτια. Αίτια δηλαδή που αφορούν την αντικειμενική αδυναμία επαρκούς υλικής υποστήριξης και όχι τόσο εξαιτίας διαπροσωπικών συγκρούσεων. Πρόκειται επομένως για ένα νέο άστεγο πληθυσμό για την κατάσταση του οποίου ευθύνονται, αμιγώς σχεδόν, δομικοί παράγοντες με κυρίαρχο αυτόν της ανεργίας.
Προβλήματα Αστέγων και Ιδιαίτεροι Παράγοντες Αποκλεισμού τους από την Πρόσβαση σε Κοινωνικές Δομές και Υπηρεσίες
Μια άλλη διάσταση αφορά τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι άστεγοι, καθώς και τους ιδιαίτερους παράγοντες που τους οδηγούν σε αποκλεισμό από την άσκηση των κοινωνικών τους δικαιωμάτων. Το βίωμα του αποκλεισμού από την κατοικία εμπεριέχει έντονα αρνητικά συναισθήματα που συνδέονται με την έκπτωση σε μια κατάσταση κοινωνικής εξαθλίωσης. Εδώ πρέπει να τονιστεί η κρισιμότητα του ρόλου της προτεραιότητας στη στέγαση (housing first) καθώς έτσι παρέχεται προφύλαξη στον άστεγο από τους κινδύνους του δρόμου. Ειδικότερα, μέσα από τις συνεντεύξεις αναδεικνύεται η μεγάλη διαφοροποίηση στην κοινωνικότητα ανάμεσα στους άστεγους που ζουν σε ξενώνες και σε αυτούς που ζουν στο δρόμο. Οι πρώτοι φαίνεται να διατηρούνται περισσότερο κοινωνικά ενεργοί. Οι άστεγοι που ζουν στο δρόμο, και κυρίως αυτοί που ζουν πάνω από έξι μήνες, χάνουν μεγάλο μέρος της κοινωνικότητας τους. Συμβιβάζονται με την κατάσταση τους και αρκούνται σε παροχές που εξασφαλίζουν την οριακή τους επιβίωση. Από τις συνεντεύξεις με μακροχρόνια άστεγους στο δρόμο διαπιστώνονται οι πολλαπλές αδυναμίες ομαλής επικοινωνίας. Παρατηρείται η απουσία ειρμού, έκφρασης των βιωμάτων και των συναισθημάτων τους, η απώλεια κοινωνικά φυσιολογικής εξωτερικής εμφάνισης, η θυματοποίηση, η κοινωνικοποίηση σε μια κουλτούρα που δεν βοηθά στην επανένταξη και οδηγεί στη μονιμότητα μιας αρχικά έκτακτης κατάστασης.
Τέλος, τα βασικότερα προβλήματα κοινωνικής πολιτικής αφορούν την ίδια την απουσία κρατικών δομών προστασίας. Επίσης αφορούν τον αποκλεισμό των αστέγων από την πρόσβαση στις ήδη υπάρχουσες δομές. Εδώ θα μπορούσαν ενδεικτικά να επισημανθούν η απουσία στοχευμένων πολιτικών απασχόλησης για μια ομάδα που στην υπάρχουσα κατάσταση δεν μπορεί να εξασφαλίσει μόνη της εισόδημα. Ενώ το δεύτερο αφορά τον αποκλεισμό πολλών αστέγων από την υγεία. Επισημαίνεται εδώ ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα με ευρύτερες διαστάσεις. Αυτό της απαγόρευσης έκδοσης ασφαλιστικής ενημερότητας σε όσους άστεγους διαθέτουν οφειλές στα ασφαλιστικά ταμεία. Η απαγόρευση αυτή τους οδηγεί σε αδυναμία έκδοσης βιβλιαρίων απορίας με αποτέλεσμα να μένουν ανασφάλιστοι. Η κατάσταση που δημιουργείται συνεπάγεται με αποκλεισμό από την άσκηση του κοινωνικού δικαιώματος στην υγεία, καθώς και με αποκλεισμό από την πρόσβαση στις παροχές της κοινωνικής πρόνοιας. Με βάση αυτούς τους αποκλεισμούς οι άστεγοι επιδιώκουν την επιβίωση τους μέσα από τις παροχές που τους προσφέρουν οι μη κρατικοί φορείς και οι πρωτοβουλίες αλληλεγγύης των πολιτών.
Η Συνολική Υποκατάσταση της Κοινωνικής Πολιτικής από Μη Κρατικούς Φορείς
Το τελευταίο στοιχείο που επισημαίνεται έχει να κάνει με την συνολική υποκατάσταση της κοινωνικής πολιτικής από μη κρατικούς φορείς. Το κύριο βάρος το επωμίζονται οι Δήμοι, η εκκλησία, οι ΜΚΟ, καθώς και οι πρωτοβουλίες αλληλεγγύης ακτιβιστικού χαρακτήρα. Η συνολικά διαμορφωθείσα κατάσταση οδηγεί σε υποκατάσταση της κρατικής κοινωνικής πολιτικής. Οι μη κρατικοί φορείς παρέχουν πολύτιμες υπηρεσίες για την επιβίωση των αστέγων (σίτιση, ένδυση, υγιεινή, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη), ωστόσο αδυνατούν, λόγω του βεληνεκούς τους, να αναπτύξουν συνολικά μέτρα κοινωνικής πολιτικής. Αυτό στη συνηθέστερη μορφή εκδηλώνεται από ΜΚΟ σε συνεργασία με θεσμούς όπως η εκκλησία και ο Δήμος. Επίσης τα τελευταία χρόνια από πρωτοβουλίες αλληλεγγύης ακτιβιστών.
Ο ρόλος των ΜΚΟ εξαντλείται συνήθως στην προσφορά απλών παροχών (καφές, σνακ, είδη καθαριότητας, ένδυση). Σε αυτό το πλαίσιο δεν εκλείπει και το φαινόμενο υπερπροσφοράς αυτού του είδους των παροχών την στιγμή που άλλοι τομείς παραμένουν εντελώς ακάλυπτοι (π.χ. δομές στέγασης).
Η δεύτερη κεντρική διάσταση αφορά την υποκατάσταση των υπηρεσιών υγείας από τις ΜΚΟ, εξαιτίας των αποκλεισμών που παράγονται από το Εθνικό Σύστημα Υγείας. Πρόκειται για έναν αναπτυσσόμενο παράλληλο κόσμο στη διάσταση της προστασίας της υγείας στην Ελλάδα που κατά τους καιρούς της κρίσης επεκτείνεται ραγδαία και επιδιώκει την κάλυψη των πολλαπλών κενών που γεννά το κρατικό σύστημα υγειονομικής περίθαλψης. Αποτέλεσμα αυτών των ζητημάτων είναι οι άστεγοι να βρίσκονται σε μια σχέση καθημερινής εξάρτησης από τις παραπάνω οργανώσεις για την εκπλήρωση των βασικών ατομικών τους αναγκών και να μην λαμβάνουν παροχές απορρέουσες στη βάση κοινωνικών δικαιωμάτων. Οι άστεγοι έρχονται καθημερινά σε επαφή και αλληλοεπιδρούν με τις οργανώσεις με αποτέλεσμα οποιοδήποτε πρόβλημα τους να αντιμετωπίζεται με όρους φιλανθρωπίας.
Επίλογος
Η κοινωνική πολιτική για τον πληθυσμό των αστέγων στην Ελλάδα παρέμεινε διαχρονικά στο περιθώριο των πολιτικών προτεραιοτήτων. Η χρόνια αποσιώπηση αυτού του ακραίου κοινωνικού προβλήματος είχε ως αποτέλεσμα την μονόπλευρα φιλανθρωπική δραστηριοποίηση μη κρατικών φορέων και θεσμών. Η ασυντόνιστη και μεμονωμένη μέριμνα οδήγησε στη διαμόρφωση ενός κατακερματισμένου και περιορισμένων δυνατοτήτων πλέγματος παροχών. Στη δημιουργία αυτής της κατάστασης συνέβαλλε πρωτίστως η απουσία θεσμοθέτησης κανόνων και πλαισίου αναφοράς από το ίδιο το κράτος.
Η εμφανής διεύρυνση του προβλήματος, λόγω της έξαρσης των διαρθρωτικών αιτίων που εξωθούν στην αστεγία, αποτελεί μια από τις περισσότερο επώδυνες επιπτώσεις της κρίσης. Ταυτόχρονα, αναδεικνύει το φαινόμενο αυτό ως κοινωνικό πρόβλημα που χρήζει πλέον άμεσης αντιμετώπισης - τουλάχιστον στα μεγάλα αστικά κέντρα. Γεγονός που επιβεβαιώνεται κι από τη θεσμική αναγνώριση των αστέγων ως ΕΚΟ πριν δύο χρόνια. Δυστυχώς – και παρά την αναγνώριση – η κοινωνική πολιτική για τους άστεγους εξακολουθεί να ασκείται κυρίως από μη κρατικούς φορείς. Σε αυτούς παρατηρείται η ποσοτική αύξηση των παροχών και η διαμόρφωση ενός περισσότερο συντονισμένου πλαισίου. Ωστόσο το περιορισμένο βεληνεκές της υπόστασης τους, καθώς και η αδυναμία συνολικής παρέμβασης, δεν μπορούν να οδηγήσουν στην ουσιαστική αντιμετώπιση του προβλήματος. Διαμορφώνεται επομένως ένας πυροσβεστικός χαρακτήρας μέτρων κοινωνικής πολιτικής με επίκεντρο την εξασφάλιση της επιβίωσης των αστέγων. Πλαίσιο που σχηματοποιεί μια υπολειμματικού τύπου κοινωνική πολιτική με στόχο τη διαχείριση ενός ακραίου κοινωνικά προβλήματος. Πλαίσιο που οδηγεί σε υποκατάσταση του κοινωνικού δικαιώματος στην κατοικία με μια ελάχιστη, φιλανθρωπικού τύπου, παρέμβαση.
Η ανάπτυξη ενός συνολικού σχεδίου αντιμετώπισης της έλλειψης στέγης πρέπει να ενταχθεί σε μια ολόπλευρη στρατηγική κοινωνικής κατοικίας με επίκεντρο πολιτικές πρόληψης (όπως επιδότηση ενοικίου και κοινωνικά διαμερίσματα) για τα υπό έξωση νοικοκυριά και πολιτικές επανένταξης με προτεραιότητα στη στέγαση σε συνδυασμό με την παροχή υπηρεσιών ψυχοκοινωνικής φύσης όπου θεωρείται απαραίτητη. Αυτό που προς το παρόν παρατηρείται είναι η διαιώνιση της πολιτικής απροθυμίας και η υποτίμηση του προβλήματος. Γεγονός που προκύπτει από τη μέχρι σήμερα μη υιοθέτηση του Εθνικού Σχεδίου Δράσης που έχει ήδη εκπονηθεί. Παράλληλα, και σε αντίθεση με όποιες ευρύτερες ενστάσεις για τον ρόλο και την αποτελεσματικότητα της, η Ευρωπαϊκή Κοινωνική Πολιτική σε αυτή την περίπτωση μπορεί να καταστεί ωφέλιμη. Καταρχήν για την συγκέντρωση δεδομένων που μέχρι σήμερα απουσιάζουν και στη συνέχεια για εφαρμογή κοινών ελάχιστων πολιτικών. Αρκεί η τελευταία να μετουσιώσει τον εύηχο «διακηρυκτικό» χαρακτήρα των κειμένων της κάποια στιγμή σε πολιτικές μη προαιρετικού χαρακτήρα.
Βιβλιογραφία
Ελληνόγλωσση Βιβλιογραφία
Βενιέρης Δ. (2013), Ευρωπαϊκή Κοινωνική Πολιτική και Κοινωνικά Δικαιώματα, β’ έκδοση, Αθήνα: Τόπος.
Βουλή των Ελλήνων (2014), «Μέτρα Στήριξης και Ανάπτυξης της Ελληνικής Οικονομίας στο Πλαίσιο της Εφαρμογής του Ν. 4046/2012 και Άλλες Διατάξεις», Αθήνα.
Γενική Διεύθυνση Πρόνοιας Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Πρόνοιας (2013), «Απολογισμός των Δράσεων για τους Άστεγους κατά την Διάρκεια του Συναγερμού λόγω Κακοκαιρίας», Αθήνα.
Διεύθυνση Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Αντιλήψεως Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Πρόνοιας, «Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την Αντιμετώπιση του Προβλήματος Έλλειψης Στέγης», Αδημοσίευτο Κείμενο, Αθήνα.
ΕΚΚΑ (2009), «Πανελλαδική Καταγραφή των Αστέγων», Αθήνα.
Εμμανουήλ Δ. (2006), «Η Κοινωνική Πολιτική Κατοικίας στην Ελλάδα: Οι Διαστάσεις μιας Απουσίας», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 120: 3-35.
Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2010), Ανακοίνωση της Επιτροπής, Ευρώπη 2020. Στρατηγική για Έξυπνη, Διατηρήσιμη και Χωρίς Αποκλεισμούς Ανάπτυξη, [COM (2010) 2020 Τελικό].
Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2010), Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών, Ευρωπαϊκή Πλατφόρμα για την Καταπολέμηση της Φτώχειας και του Κοινωνικού Αποκλεισμού: Ένα Ευρωπαϊκό Πλαίσιο για την Εδαφική και την Κοινωνική Συνοχή, [COM (2010) 758 Τελικό].
Κατσαδώρος Κ., Κυράνα Ν. – Λίνου Ε. – Φουράκη Π. – Στάμου Ε. – Παπαγιάννης Β. – Μανάτου Ε. – Κλείτσα Λ. (2006), «Άστεγοι στην Ελλάδα: Ψυχοκοινωνικό Προφίλ και Συνθήκες Διαβίωσης στο Δρόμο», Έρευνα της ΜΚΟ Κλίμακα, Αθήνα.
Κατσαδώρος Κ., Σαραντίδης Δ., Καρύδη Κ., Τούρκου Α., Σταματογιαννοπούλου Α., Αλαμάνου Α., Θεοδωρικάκου Ο. (2012), «Η Έλλειψη Στέγης στην Ελλάδα του 2012», Έρευνα της ΜΚΟ Κλίμακα, Αθήνα.
ΚΥΑΔΑ (2013), «Καταγραφή Προφίλ Αστέγων που Διαβιούν στο Δρόμο», Αθήνα.
Κουραχάνης Ν. (2014), «Η Ταυτότητα των Αστέγων, η Έλλειψη Στέγης και Κοινωνικής Πολιτικής στην Ελλάδα της Κρίσης», Πρακτικά 4ου Τακτικού Συνεδρίου Ελληνικής Κοινωνιολογικής Εταιρείας, κείμενο υπό δημοσίευση, Αθήνα.
Μαλούτας Θ. – Οικονόμου Δ. (Επιμ.) (1988), Προβλήματα Ανάπτυξης του Κράτους Πρόνοιας στην Ελλάδα. Χωρικές και Τομεακές Προσεγγίσεις, Αθήνα: Εξάντας.
Ματσαγγάνης Μ. – Λεβέντη Χ (2013), «Η Ανατομία της Φτώχειας στην Ελλάδα του 2013», Ομάδα Ανάλυσης Δημόσιας Πολιτικής, Ενημερωτικό Δελτίο 5/2013, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Παπαδοπούλου Δ. (2012), Κοινωνιολογία του Αποκλεισμού την Εποχή της Παγκοσμιοποίησης, Αθήνα: Τόπος.
Παπαδοπούλου Δ. – Λυγδοπούλου Τ. (2008), Κοινωνικές Παρεμβάσεις Εκτός Δομής: Ένα Μεθοδολογικό Εργαλείο, Πρόγραμμα Equal – Συγκλίσεις/ΕΕΤΑΑ, Αθήνα.
Παπαλιού Ο. (2010), «Το Ζήτημα των Αστέγων: Μια Πρώτη Προσέγγιση», Το Κοινωνικό Πορτραίτο της Ελλάδας 2010, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, Αθήνα.
Πετμεζίδου Μ. (2014), «Πρόλογος Επιμελήτριας για τη Β’ Έκδοση» στο Esping Andersen G., Οι Τρεις Κόσμοι του Καπιταλισμού της Ευημερίας, Αθήνα: Τόπος.
Σακελλαρόπουλος Θ. (Επιμ) (2011), Η Κοινωνική Πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Αθήνα: Διόνικος.
Σιατίτσα Δ. (2014), «Κοινωνική Κατοικία: Φιλανθρωπία ή Δικαίωμα;», Ενθέματα Κυριακάτικης Αυγής, 27/04/2014.
Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας (2012), «Κοινωνικές Δομές Άμεσης Αντιμετώπισης της Φτώχειας», ΕΣΠΑ - Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού – Θεματικός Άξονας 4, Αθήνα.
Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Πρόνοιας (2013), «Παροχή Κατευθύνσεων για την Προστασία των Αστέγων κατά την Διάρκεια του Χειμώνα», Αθήνα.
Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, «Εθνικό Σχέδιο για την Αντιμετώπιση του Προβλήματος Έλλειψης Στέγης», Αδημοσίευτο, Αθήνα.
Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, «Σχέδιο Προδιαγραφών Ανοικτών Κέντρων Ημέρας Αστέγων», Αδημοσίευτο, Αθήνα.
Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, «Σχέδιο Πλαισίου Προδιαγραφών Κοινωνικών Ξενώνων Βραχυχρόνιας Φιλοξενίας», Αδημοσίευτο, Αθήνα.
Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης - Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας (2012), «Άρθρο 29 του Ν. 4052/2012 (Φ.Ε.Κ. 41/01.03.2012, Τ. Α’)», Αθήνα.
Ξενόγλωσση Βιβλιογραφία
Arapoglou V. P. (2002), “Social and Spatial Dimensions of Homelessness in Athens: Welfare Networks and Practices of Care Professionals”, Ph.D. Thesis, London School of Economics.
Arapoglou V. P. (2004), “The Governance of Homelessness in Greece: Discourse and Power in the Study of Philanthropic Networks”, Critical Social Policy, 24 (1): 102-126.
Arts W. – Gelissen J. (2010), “Models of the Welfare State” in Castles G. – Leibried S. – Lewis J. – Obinger H. – Pierson C. (Eds), The Oxford Handbook of the Welfare State, Oxford: Oxford University Press.
Baptista I. (2009), “The Drafting of the Portuguese Homeless Strategy: An Insight into the Process from a Governance-Oriented Perspective”, European Journal of Homelessness, Vol. 3: 54-74.
Benjaminsen L. – Dyb E. – O’ Sullivan E. (2009), “The Governance of Homelessness in Liberal and Social Democratic Model”, European Journal of Homelessness, Vol. 3: 23-51.
Benjaminsen L. and Bush-Geertsema V. (2009), “Labour Market Reforms and Homelessness in Denmark and Germany: Dilemmas and Consequences”, European Journal of Homelessness, Vol. 3: 127-153.
Burrows R. – Pleace N. – Quilgars D. (Eds) (1997), Homelessness and Social Policy, London and New York: Routledge.
Caritas Europa (2014), “The European Crisis and its Human Cost. A Call for Fair Alternatives and Solutions”, Crisis Monitoring Report 2014, Brussels.
Daly M. (2010), “Assessing the EU Approach to Combating Poverty and Social Exclusion in the Last Decade”. in Marlier E. - Natali D. (Eds.), Europe 2020 Towards a More Social EU?, Brussels: PIE Peter Lang.
Deacon B. (1992), The New Eastern Europe: Social Policy Past, Present and Future, Aldershot: Gower.
Edgar B. (2009), European Review of Statistics on Homelessness, European Observatory on Homelessness, Brussels.
Esping-Andersen G. (1990), The Three Worlds of Welfare Capitalism, Cambridge: Polity Press.
European Parliament (2008), “Declaration of the European Parliament on Ending Street Homelessness”, Strasburg.
European Commission (2010b), “European Consensus Conference on Homelessness”, Brussels.
European Commission (2010), “Joint Report on Social Protection and Social Inclusion 2010”, Brussels.
European Commission (2012), “Annual Growth Survey 2012”, Brussels.
European Commission (2013), “Confronting Homelessness in the European Union”, Commission Staff Working Document, Brussels.
European Parliament (2010), “Declaration of the European Parliament on an EU Homelessness Strategy”, Strasburg.
European Parliament (2011), “Resolution of the European Parliament on an EU Homelessness Strategy B7-0475/2011”, Strasburg.
FEANTSA (2006), “ETHOS – Taking Stock”, Brussels. (Available at: http://www.feantsa.org/spip.php?article120).
FEANTSA (2012), On the Way Home? FEANTSA Monitoring Report on Homelessness and Homeless Policies in Europe, Brussels.
FEANTSA (2013), Implementation of the Social Investment Package Guidelines on Homelessness through the Europe 2020 Strategy: First Results”, Brussels.
Feronas A. (2011), “The Europeanisation of Social Inclusion in Greece: When Eu “Soft” Pressure Meets ‘’Hard’’ Domestic Paths”, Paper for 9th Espanet Conference Sustainability and Transformation in European Social Policy, Valencia.
Ferrera, M. (1996) “The southern model of welfare in social Europe”, Journal of European Social Policy 6 (1): 17-37.
Fitzpatrick S. – Stephens M. (2007), An International Review on Homelessness and Social Housing Policy, London: Communities and Local Government.
Hoekstra, J (2003) “Housing and the Welfare State in the Netherlands: an Application of Esping-Andersen’s Typology”, Housing, Theory and Society, 20(20): 58-71.
Irish EU Presidency (2013), “Roundtable meeting on homelessness agrees six principles to inform EU Policy”, available at: http://eu2013.ie/news/news-items/20130301post-homelessnessroundtablepr/
Kemeny J. (1995), From Public Housing to the Social Market: Rental Policy Strategies in Comparative Perspective, London: Routledge.
Kemeny J. (2001), Comparative Housing and Welfare: Theorising the Relationship, Journal of Housing and the Built Environment, 16(1): 53–70.
Lendvai N. (2009), “Variety of Post-Communist Welfare: Europeanisation and Emerging Welfare Regimes in the New EU Member States”, Paper for the RC-19, Montreal, Canada.
Malpass P. (2008), “Housing and the New Welfare State: Wobbly Pillar or Cornerstone?” Housing Studies, 23 (1): 1—19.
Meda J. B. (2009), “How Urban Planning Instruments Can Contribute in the Fight against Homelessness. An International Overview of Inclusionary Housing”, European Journal of Homelessness, Vol. 3: 155-180.
MPHASIS (2009), “Mutual Progress on Homelessness through Advancing and Strengthening Information Systems. National Position Paper of Greece”, University of Dundee.
Murie A. (1998), “Housing”, in Alcock P., Erskine A., May M. (Eds), The Student’s Companion to Social Policy, Oxford: Blackwell Publishers.
O’ Sullivan E. (2010), “Homelessness and Welfare States” in O’ Sullivan E. – Busch-Geertsema V. – Quilgars D. and Pleace N. (Eds), Homelessness Research in Europe, FEANTSA, Brussels.
Petmesidou M. (2011), “Is the EU-IMF ‘rescue plan’ dealing a blow to the Greek welfare state?’, CROP Poverty Brief, January, www.crop.org.
Sapounakis A. (1997), “Innovative Services for the Homeless in the Greek Context”, Unpublished Report for the European Observatory on Homelessness, FEANTSA, Brussels.
Sapounakis A. (2005), “National Review of Policies on Access to Housing and Homelessness”, Unpublished Report for the European Observatory on Homelessness, FEANTSA, Brussels.
Stamatis G. (2012), “Homeless in Greece in the Current Financial Crisis. What Perspectives?”, Master’s Dissertation, Medical School, University of Athens.
Stephens M. – Fitzpatrick S. (2007), “Welfare Regimes, Housing Systems and Homelessness: How They Linked?”, European Journal of Homelessness, Vol. 1: 201-212.
Stephens M., Fitzpatrick S., Elsinga M., van Steen G. and Chzhen Y. (2010), Study on Housing Exclusion: Welfare Policies, Housing Provision and Labour Markets, European Commission, Directorate-General for Employment, Social Affairs and Equal Opportunities, Brussels.
Titmuss R. (1974), Social Policy. An introduction, London: Allen and Unwin.
Toots A. – Bachmann J. (2010), “Contemporary Welfare Regimes in Baltic States: Adapting Post-Communist Condition to Post-Modern Challenges”, Studies on Transition States and Societies, 2 (2): 31-44.
Venieris D. (2013), “Crisis Social Policy and Social Justice: The case for Greece”, GreeSE Paper No 69, Hellenic Observatory, European Institute, London School of Economics.
eekp.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Οι σκέψεις σας είναι ευπρόσδεκτες.Γράψτε ένα σχόλιο.